Σελίδες

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Eὐχαριστῶ, κυρία (Thank you, M’am)



­Ήταν μιαι γυναίκα μεγαλόσωμη , μὲ μιὰ τε­ρά­στια τσάν­τα ποὺ μό­νο σφυ­ρὶ καὶ καρ­φιὰ δὲν εἶ­χε μέ­σα. Ἡ τσάν­τα εἶ­χε ἕ­να μα­κρὺ λου­ρὶ καὶ ἡ γυ­ναί­κα τὴ φο­ροῦ­σε κρε­μα­σμέ­νη δι­α­γώ­νια ἀ­πὸ τὸν ὦ­μο της. Ἡ ὥ­ρα ἦ­ταν πε­ρί­που ἕν­τε­κα τὸ βρά­δυ, ἦ­ταν σκο­τει­νὰ καὶ περ­πα­τοῦ­σε μό­νη της· ξαφ­νι­κά, ἕ­να ἀ­γό­ρι τὴν πλη­σί­α­σε ἀ­πὸ πί­σω τρέ­χον­τας καὶ προ­σπά­θη­σε νὰ τῆς ἁρ­πά­ξει τὴν τσάν­τα. Τὸ λου­ρὶ ἔ­σπα­σε μὲ τὴν πρώ­τη, ἔ­τσι ὅ­πως τὸ τρά­βη­ξε ἀ­πό­το­μα τὸ ἀ­γό­ρι. Ὅ­μως, τὸ βά­ρος του, σὲ συν­δυα­σμὸ μὲ τὸ βά­ρος τῆς τσάν­τας, τὸ ἔ­κα­νε νὰ χά­σει τὴν ἰ­σορ­ρο­πί­α του. Ἀν­τὶ νὰ φύ­γει μὲ τὰ πό­δια στοὺς ὤ­μους, ὅ­πως ἤλ­πι­ζε, ἔ­πε­σε φαρ­δὺς πλα­τὺς στὸ πε­ζο­δρό­μιο μὲ τὰ πό­δια ση­κω­μέ­να στὸν ἀ­έ­ρα. Ἡ με­γα­λό­σω­μη γυ­ναί­κα ἔ­κα­νε ἁ­πλῶς με­τα­βο­λὴ καὶ τὸν κλό­τση­σε ἴ­σα στὸν τυ­λιγ­μέ­νο σ’ ἕ­να μπλουτ­ζὶν πι­σι­νό του. Με­τά, ἔ­σκυ­ψε, βού­τη­ξε τὸ ἀ­γό­ρι ἀ­πὸ τὴ μπλού­ζα καὶ τὸ τα­ρα­κού­νη­σε μέ­χρι ποὺ κρο­τά­λι­σαν τὰ δόν­τια του.
       Ὕ­στε­ρα τοῦ εἶ­πε: «Πιά­σε τὸ τσαν­τά­κι μου, μι­κρέ, καὶ δῶ­σ’ τo μου.»
       Τὸν κρα­τοῦ­σε ἀ­κό­μα σφι­χτά. Ἔ­σκυ­ψε ὅ­μως ἀρ­κε­τὰ γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει ἐ­κεῖ­νος νὰ γεί­ρει μπρο­στὰ καὶ νὰ ση­κώ­σει τὴν τσάν­τα της. Με­τὰ τοῦ εἶ­πε: «Μὰ γιὰ πές μου, τσί­πα δὲν ἔ­χεις πά­νω σου;»
       Τὸ ἀ­γό­ρι, ποὺ τὸν κρα­τοῦ­σε ἀ­κό­μα σφι­χτὰ ἀ­πὸ τὴ μπλού­ζα, εἶ­πε: «Ναί, κυ­ρί­α.»
       Ἡ γυ­ναί­κα εἶ­πε: «Για­τί τὸ ἔ­κα­νες αὐ­τό;»
       Τὸ ἀ­γό­ρι εἶ­πε: «Δὲν τό ’­θε­λα.»
       Ἐ­κεί­νη τοῦ εἶ­πε: «Ψευ­τα­ρά!»
       Τοὺς εἶ­χαν ἤ­δη προ­σπε­ρά­σει δυ­ὸ-τρεῖς ἄν­θρω­ποι ποὺ εἶ­χαν κον­το­στα­θεῖ καὶ εἶ­χαν γυ­ρί­σει νὰ δοῦν τί ἔ­τρε­χε. Κά­να-δυ­ὸ στέ­κον­ταν ἀ­κό­μα καὶ τοὺς κοι­τοῦ­σαν.
       «Ἂν σ’ ἀ­φή­σω, θὰ τὸ βά­λεις στὰ πό­δια;» ρώ­τη­σε ἡ γυ­ναί­κα.
       «Ναί, κυ­ρί­α», εἶ­πε τὸ ἀ­γό­ρι.
       «Τό­τε δὲ σ’ ἀ­φή­νω», εἶ­πε ἡ γυ­ναί­κα. Καὶ δὲν τὸν ἄ­φη­σε.
       «Συγ­γνώ­μη, κυ­ρί­α», ψι­θύ­ρι­σε τὸ ἀ­γό­ρι.
       «Μά­λι­στα! Ἡ μού­ρη σου εἶ­ναι βρό­μι­κη. Ἔ­τσι μοῦ ’ρ­χε­ται νὰ σὲ βά­λω κά­τω καὶ νὰ σὲ πλύ­νω. Δὲν ἔ­χεις κα­νέ­ναν σπί­τι νὰ σοῦ πεῖ νὰ νι­φτεῖς;»
       «Ὄ­χι, κυ­ρί­α», εἶ­πε τὸ ἀ­γό­ρι.
       «Ἔ, τό­τε θὰ νι­φτεῖς ἀ­πό­ψε», εἶ­πε ἡ γυ­ναί­κα, καὶ μιὰ καὶ δυ­ὸ κί­νη­σε στὸ δρό­μο, σέρ­νον­τας πί­σω της τὸ τρο­μο­κρα­τη­μέ­νο ἀ­γό­ρι.
       Φαι­νό­ταν κα­μιὰ δε­κα­πεν­τα­ριὰ χρο­νῶν, ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το σὰν κλα­ρά­κι καὶ φο­ροῦ­σε ἐλ­βι­έ­λες καὶ τζίν.
       Ἡ γυ­ναί­κα τοῦ εἶ­πε: «Ἔ­πρε­πε νὰ ἤ­σουν δι­κό μου παι­δί. Θὰ σοῦ μά­θαι­να τί εἶ­ναι σω­στὸ καὶ τί ὄ­χι. Τὸ μό­νο ποὺ μπο­ρῶ νὰ κά­νω τώ­ρα εἶ­ναι νὰ σοῦ πλύ­νω τὴ μού­ρη. Πει­νᾶς;»
       «Ὄ­χι, κυ­ρί­α», τῆς εἶ­πε τὸ ἀ­γό­ρι τὴν ὥ­ρα ποὺ τὸ ἔ­σερ­νε. «Θέ­λω νὰ μὲ ἀ­φή­σεις νὰ φύ­γω.»
       «Σ’ ἐ­νο­χλοῦ­σα ἔ­τσι ποὺ ἔ­στρι­βα τὴ γω­νί­α;» ρώ­τη­σε ἡ γυ­ναί­κα.
       «Ὄ­χι, κυ­ρί­α.»
       «Ναί, ἀλ­λὰ ἦρ­θες κον­τά μου», εἶ­πε ἡ γυ­ναί­κα. «Ἂν νο­μί­ζεις ὅ­τι τώ­ρα θὰ φύ­γεις ἔ­τσι εὔ­κο­λα, σὲ γε­λά­σα­νε. Ὅ­ταν ξεμ­περ­δέ­ψω μα­ζί σου, νε­α­ρέ, ἡ κυ­ρί­α Λου­έ­λα Μπέ­ιτς Γου­ά­σιν­γκτον Τζό­ουνς θὰ σοῦ μεί­νει ἀ­ξέ­χα­στη.»
       Ἱ­δρώ­τας κύ­λη­σε στὸ πρό­σω­πο τοῦ ἀ­γο­ριοῦ. Ἄρ­χι­σε νὰ ἀν­τι­στέ­κε­ται. Ἡ κυ­ρί­α Τζό­ουνς κον­το­στά­θη­κε, τὸν τα­ρα­κού­νη­σε, τὸν ἔ­πια­σε ἀ­π’ τὸ λαι­μὸ σὰν νὰ τοῦ ἔ­κα­νε κε­φα­λο­κλεί­δω­μα καὶ συ­νέ­χι­σε νὰ τὸν σέρ­νει στὸ δρό­μο..................................

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου