Σελίδες

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Το χωνί και τα 3 ορφανά (απόσπασμα)



 Όταν ήρθε στα χέρια μου η ανέκδοτη ποιητική συλλογή του κ. Παναγιώτη Παπαδόπουλου: Το χωνί και τα 3 ορφανά σκέφτηκα ότι είναι αδύνατο να γραφεί μια πλήρης κριτική των ποιημάτων αυτών αφού σε μια ανταλλαγή μηνυμάτων μου είπε ότι ακόμα τα…. επεξεργάζεται. Με την σκέψη αυτή θεωρώ ότι η πρώτη του ποιητική προσπάθεια δεν έχει εξαντληθεί ακόμα και ως εκ τούτου θα αρκεστούμε σε κάποιες πρώτες σκέψεις. Η συλλογή θα μπορούσε να χωριστεί σε δύο ενότητες. Η πρώτη όπου κάνει αναφορές στην δομή της κοινωνίας και στις ανθρώπινες σχέσεις όπως αυτές αναπτύσσονται μέσα σε αυτή, στις ερωτικές σχέσεις των ανθρώπων, στην ψυχική και ψυχολογική καταπίεση, στην μοναξιά των ζώντων κτλ. Διαφαίνεται μια επιθυμία να αφήσουμε το παλιό και να προσπαθήσουμε να βρούμε διεξόδους, ουσιαστικά να γιατρευτούμε από τους κάθε τύπους ασθενειών της κοινωνίας, ενώ παράλληλα υπάρχουν έντονες αναφορές στο εγώ, όχι φυσικά ως εγωπάθεια, αλλά ως μια αναφορά σε προσωπικές εμπειρίες που θέλει να εξωτερικευτούν και να γίνουν καρπός για τους αναγνώστες.
Η δεύτερη ενότητα, γραμμένη ουσιαστική με ομοιοκαταληξία, δημιουργεί την αίσθηση μιας σεξιστικής ωδής, χωρίς όμως τις ποικίλες αρετές της ωδής. Εδώ ο ποιητής πιθανόν και να παρασύρθηκε είτε από προσωπικά βιώματα, είτε από καταστάσεις που θα ήθελε να ζήσει και έχει νοητικά σκεφτεί. 
Και ενώ θα περίμενε κανείς το δεύτερο μέρος της συλλογής να είναι μια ποιοτική εξέλιξη και να ολοκληρώνεται στο τέλος, δεν διακρίνεται για τον ποιοτικό στοχασμό και την σκέψη. Σε αντίθεση με το πρώτο μέρος όπου η αισθητική της ποίησης είναι ορατή στο σύνολο και η προσπάθεια του ποιητή μπορεί να κριθεί θετικά και να αναγνωριστεί.
Θα περιμένουμε την πλήρη επεξεργασία της ποιητικής συλλογής προκειμένου να κατασταλάξουμε στις απόψεις μας. 





[Το καραβάνι]

έρημος και άμμος και ένα ατελείωτο τίποτα μπροστά τους
πίσω ακολουθούν χορεύοντας οι ποντικοί
όποιος πέφτει τρέχουν και τον τρώνε

μικρά παιδιά βάζουν τρικλοποδιές στους μεγαλύτερους
και μετά χαζεύουν το θέαμα γελώντας

μέχρι να τελειώσει η έρημος
θα έχουν μείνει μονάχα παιδιά
εκεί θα χτίσουν την καινούρια τους πόλη





[Το χωνί]

μέσα σε ένα φαρδύ χωνί ρίχνανε ανθρώπους,
μπορεί και για δυο μέρες μόνο αυτό να κάνανε
εσύ!
μέσα!

την κυρία με τα ομόλογα την αφήσανε ,
αφήνανε όσους είχαν ομόλογα ή συμβάσεις.
οι άλλοι...
μέσα!

και κατάπινε το χωνί τις σάρκες τους
και κλαίγανε όλοι
εμείς... κοιτάζαμε με την παρέα ο ένας τον άλλον
και λέγαμε "Τι φρίκη" και "Αυτό είναι απάνθρωπο"



[Η απόσταση]


ένα έργο που ποτέ δεν τελειώνει
αυτή η πόλη συνεχώς μεγαλώνει
ένας κάτω, δύο πάνω...
τεράστιοι ρομποτικοί γερανοί

ανοίγουν δρόμους αποσύνθεσης
πάνω στα νεκρά όνειρα της χαμένης μας σύνδεσης
η ζωή να μην έχει αξία
τι φοβερή προδοσία



[Οι κάστορες]


έχει καιρό που έφυγαν
με άδεια χέρια και νύχια μεγάλα
κατρακύλησαν στις όχθες ενός καινούριου κόσμου
τρεις μέρες έτρωγαν ψάρια και γελούσαν
και τους ένιωσαν οι ρίζες των δέντρων
θα μείνουμε εδώ! είπαν
έφτιαξαν ένα χωριό από καλάμια
και δεν γύρισαν πίσω ποτέ




[το παιχνίδι]


Ανίκανοι ψιθύρισα
ή ίσως ήσουν εσύ που το είπες πρώτα
Τους κοιτούσαμε και τρίβαμε τα χέρια μας
Λιμπιζόμασταν τα χοντρά τους πορτοφόλια



[ο ελεύθερος]


    εκείνος που χάθηκε                και έσβησαν καλά τα σημάδια του,
έφυγε πραγματικά              και κανείς δεν τον πήρε ξανά τηλέφωνο.
  Μένει μόνος              στο δωμάτιο με την επιγραφή "ΈΞΟΔΟΣ"!
             Και           χάθηκε ο κουτός λένε κάποιοι, και κάποιοι άλλοι πως θα ήταν                 
  κουτός            αν επέστρεφε
Και αυτόν          δεν τον νοιάζει κανείς,  
       μόνο να          κάθετε μόνος
             και να           χαϊδεύει   την ράχη του
             πάνω σε         φρέσκα χορτάρια και αγριολούλουδα





[βλάβη#3- περίεργες αισθήσεις]

τα πονηρά σας βλέμματα
νιώθω δω πα στον σβέρκο
και ένα σωρό τσιμπήματα
θαρρώ πως τώρα έχω




[Επεξήγηση για τις συνεχόμενες πτώσεις]

κατρακυλούσα και όπως έπεφτα
έδωσα ένα άλμα...
και αλήθεια!
έπεσα στα πόδια μου όρθιος και περήφανος
το έκανα λοιπόν συνήθεια
όλο να κατρακυλώ και να πέφτω
και πάντα να σηκώνομαι στα σπασμένα μου πόδια



[...]

και αν ο πατέρας είναι φιγούρα θολή
δεν φταίω εγώ για αυτό

με πλήγωσε, τον πλήγωσα και εγώ



[το όνειρο των αντιθέσεων]

ξεκήνησα από ένα στενάχωρο απέραντο λιβάδι
και κατέληξα σε ένα ευρύχωρο αδιέξοδο
σύρθηκα σε ένα σταυροδρόμι δίχως δρόμους
και πήρα την μόνη τεθλασμένη ευθεία
που οδηγούσε στο αρχικό τέλος

ανάσα βαθιά και κάνε υπομονή
μόνο για λίγο
ποιός είσαι με ρώτησε

πισωπατώντας έτρεξα
για να προλάβω την λήξη
και μπήκα θριαμβευτικά στην έναρξη
του τελευταίου απαγχονισμού
είχε κλίμα σαφώς γιορτινό
το θύμα γελούσε με αφέλεια
και κοιτούσε πονηρά την αγχόνη


[Σημείωση για τον έρωτα]

Ο έρωτας δεν έχει φύλο
μόνο ο φόβος μπορεί να αντισταθεί
μπροστά σε ένα λαχταριστό κορμί
και να το προσπεράσει
Φοβισμένα






Μέρος Β΄




(τα τρία ορφανά)




#1




όσο είχε κόσμο γύρω της
τόσο εγώ από πάνω της.
Παρέα είχα,
όχι κάτι το ιδιαίτερο αλλά πειραζόμασταν,
γελούσαμε που και που
και μοιραζόμασταν την απομόνωση,
το τζιν και τα αντηλιακά.
Τότε με χτύπησε κεραυνός.
Στην παραλία.
Υπέροχη παραλία.
Κύματα .
Κοχύλια.
Παραλία.
Εκεί όλα θα συμβούν
 και όλοι θα τα θαυμάσουν.
Το ψιθύρισα μέσα από τα ακονισμένα μου δοντάκια
και ρούφηξα ένα τζιν λεμόνι που προσγειώθηκε στο χέρι μου.
Την κοίταξα.
Με κοίταξε κάπως ότι ήξερε τον λόγο
και έφυγε αγκαλιά με έναν μουστακαλή.
Για μένα πια υπήρχες μόνο Εσύ.
Γύρισα πίσω ξεροσταλιάζοντας
μέσα σε καφενεία,
παλιά εργοστάσια και πλατείες
και κάπου στον δρόμο ένας κήπος με παρθένες
που τις βίασαν ομαδικά κάποτε
 ίσως το 1817
Αυτές ακόμα κάνουν τις παρθένες.
Σαν να ξέχασαν τον βιασμό τους
Σαν να τους συγχώρησαν.
Πολύ χορός και στροβιλιζόμενος βγήκα
και πήγα ως το πάρκο
και από εκεί
ως την ακτή της πόλης.
Στην παραλία το τοπίο είναι κάπως νεκρό,
έτοιμο  να ξεραθεί.
Αφήνω τα σημάδια μου στην αμμουδιά
και κατεβαίνω για τον έρωτά Σου.
Στην παραλία,
οπού όλα θα έχουν νόημα πια,
ίσως,
δεν ξέρω.
Με τρυπάει από πίσω μια σκύλα ,
μια παλιά συνήθεια που μας χωρίζει,
που κάνει εσένα οπτασία
και εμένα βρωμερό απόπατο.
Σκάσε σκύλα. Φύγε παλιο θηρίο.
Άσε με. Λυπήσου με και άσε με.
Γλιστράνε πηχτά αίματα ή σαν αίματα
τα κομμάτια της ζωής μου
και μένει ένας γυμνός ανθός.
Και βγαίνω για σένα μεταμορφωμένος
και φονιάς.
Δολοφόνος της θλιβερής μου ύπαρξης.
Της ανεκπλήρωτης χωρίς το Φως Σου.
Δώσε μου το Φως Σου.
Δώσε το μου.
Καθαρίζουνε και μεταγγίζουνε την αγάπη σε κάποια μέρη.
Εκεί αν πάμε θα σου πω ένα μυστικό

Βρεθήκαμε στην πλατεία.
Ήξερες καλά το μυστικό μου
και ήξερες όλους τους λόγους.
Όσο απέρριπτες τον έρωτα μου
τόσο τον δυνάμωνες
και γελoύσες δήθεν ανέμελα ότι δεν σε νοιάζει
και ας ήταν το μόνο
που πραγματικά χρειαζόσουν.
Την απόλυτη αφοσίωση μου
Την είχες και την τσαλαπατούσες
με τα λεπτοκαμωμένα ποδαράκια σου
και έλεγα δεν πειράζει,
έτσι είναι,
έτσι πρέπει.
Μετά στο ξενοδοχείο
ήμασταν δυο ξεπουλήμενοι,
δυο ξεδιάντροποι εραστές
Σμίγαμε με βρισιές και σάλια
τα κορμιά μας.
Το κορμάκι σου να βρομίζει
πάνω στο λεπρό μου σώμα.
Δεν σου αξίζω
και είμαι ο μόνος
που σε θέλει πιο πολύ και από τον θεό.
 
Ανακατεύονται τα όνειρα με την πραγματικότητα,
συνέχεια ξεχνάω το όνομα και την καταγωγή μου.
Με γέννησες εσύ πια
και το όνομα μου είναι
το μουρμουρητό από τα χείλη σου.
Όταν σκύβω πάνω από το μουνί σου,
αυτό το πανέμορφο κοχύλι που διψάει για ζωή,
νιώθω όλους τους άντρες που σε έχουν πηδήξει
να με μισούν,
όπως ακριβώς τους μισώ και εγώ
και εσύ γουργουρίζεις
και τινάζεις την λεκάνη σου
όσο τρώω από την πηγή σου,
βγάζεις πνιχτά ουρλιαχτά και γλυκιές βλαστήμιες
όταν τσιμπάω με δύναμη τις πλατιές σου ρώγες.
Όταν με αφήνεις να σε βασανίσω
σβήνω μέσα στον πιο φοβερό σατράπη
και βεβηλώνω το κορμί σου
με τους χειρότερους τρόπους
και κλαίω με λυγμούς πάνω στα στήθια σου
για το κακό που σου έκανα
και εσύ
μόνο τότε
μου ψιθυρίζεις λόγια αγάπης

Είναι μέρες που δεν έχει έρθει κανείς,
σαν να μας ξέχασαν όλοι,
λες και η ζωή σταμάτησε έξω από εμάς.
Τρώμε αυγά και πατάτες τηγανητές
και πηδιόμαστε συνέχεια.
Θέλω να σε σπείρω,
να σού δώσω ζωή,
το σκέφτομαι κάθε φορά
που αδειάζω το σπέρμα μου
μέσα στα σπλάχνα σου.
Δεν μπορώ να σε χορτάσω
Μένω πάντα πεινασμένος,
ακόμα και όταν στερεύεις τα αρχίδια μου,
εξακολουθώ να σε βλέπω
σαν μια παρθένα που ποτέ δεν γάμησα

Το κορμί μου μεταμορφώνετε,
έχει πάρει την μυρωδιά σου,
την αφή του δικού σου δέρματος.
Με έχεις θεραπεύσει από ανίατο καρκίνο.
Έχεις  ξεριζώσει ένα ένα
όλα τα γάγγλια και τα λεμφώματα
που έκρυβε το άρρωστο κορμί μου.
Αυτό το σώμα
είναι για πάντα υποταγμένο.
Σε σένα.
Ναι,
εσένα που με έχεις ανάγκη
για να συνεχίζεις να υπάρχεις.
Και στα όνειρα πιο πολύ να με ψάχνεις
και πάντα να με βρίσκεις.
Έχουμε γίνει ΈΝΑΣ καρπός,
σαν την ψίχα του καρυδιού.
Μια ενιαία μεμβράνη μας τυλίγει.
Ένα σεντόνι κυτταρίνης
δροσίζει τα πυρωμένα μας κορμιά.
Αλμυρό ιδρώτα στάζουμε
και με τα μαλλιά μούσκεμα
να κολλάνε πάνω στο μέτωπο σου
σε βλέπω ακόμα πιο λάγνα,
πιο ποθητή,
πιο Αγία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου