Στις παρυφές της πόλις
ακριβώς εκεί που αρχίζει
το «δι ευχών» των ανθρώπων παρατημένο απ’ το κουράγιο
εκτεθειμένο στη χλεύη του χρόνου
εύθραυστο απ’ την αδιαφορία
άβουλο σε χρόνια αεργία.
Τα παράθυρά του αιωρούνται
όπως οι ώμοι του καλόγερου ασκητή
οι πόρτες του κατέρρευσαν
όπως οι μαραμένοι κλώνοι
καναδυό παλιά βιβλία
ανοιχτά πάνω στο ετοιμόρροπο τραπέζι
ο νοτιάς διαβάζει μύθους με μάγισσες
ο βοριάς στενάζει με τις ανατροπές.
Στις γωνίες των τοίχων
τα πουλιά έχτισαν φωλιές
τα νεογνά τους σιγοκελαϊδούν.
Οι σοβάδες ξέφτισαν
πέφτουν πάνω στο ξύλινο πάτωμα
το σαράκι έχει απλώσει τα δίχτυα του
παγιδεύοντας τα εν οίκω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου