«Ξαφνική
νεροσυρμή από δάκρυα / και παρασέρνει στη θυμωμένη θάλασσα / όλες τις
μέρες του καλοκαιριού. / Τον μυστικό κελαϊδισμό της εφηβείας / και το
μικρό μου όνειρο, που σας ορκίζομαι, / χωρούσε στον ίσκιο μικρής
μαργαρίτας… / Με γονάτισε απόψε η βροχή / και το βάρος της απέραντης
θλίψης…»
«Επιτέλους,
τα όπλα έχουν σιγήσει / και κανένα σύρσιμο ερπετού / δεν ακούγεται στα
ξεραμένα χόρτα. / Ούτε φοβισμένο φτεροκόπημα στο δάσος. / Τούτες τις
ώρες, της απόλυτης ησυχίας, / τα ποιήματα κυκλοφορούν στους αγρούς / και
μεταφέρουν στους ώμους των / το φως και τα λουλούδια της άνοιξης / μαζί
και τη χαμένη Πανσέληνο. / Περπατήσαμε χιλιόμετρα λασπωμένο δρόμο /
αφήνοντας πίσω μας με πόνο ψυχής / αμέτρητες κόκκινες παπαρούνες / μέχρι
να φτάσουμε στο λόφο / με τις λευκές μαργαρίτες της ειρήνης…»
«Κοίτα
πως έρχονται τα πράγματα. / Εκεί που ήτανε εγώ να σου μιλήσω, / κάθομαι
τώρα και σʼ ακούω / και λες, ακριβώς, τα ίδια / που ήθελα από καιρό να
σου τα πω.» Και αλλού: «Θα σπουδάσω την τέχνη του μάγου / να εξαφανίσω
τον κόσμο από τα μάτια σου. / Ίσως τότε να με κοιτάξεις καλύτερα. / Ίσως
τότε θα μπορέσω να τα διαβάσω…»
«Τόσοι
ποιητές και μας δανείζουν τους στίχους. / Τόσοι στίχοι και δεν γεμίζουν
την ερημιά μας. / Κάποιοι μάλιστα επιστρέφουν οργισμένοι / για να
πάρουν εκδίκηση. Ξέρεις, κάποιες φορές, / είναι και οι στίχοι που
εκδικούνται.»
«Με
σύγχρονα υλικά αντοχής / έχτισε σιγά – σιγά τη μοναξιά του», γράφει ο
Κώστας Χελμός, για να καταλήξει: «Πώς να του το πω, πως η ζωή, / είνʼ
έξω από τα τείχη και τον περιμένει.»
Ίδια,
σαν το μικρό παιδί, ζωγράφισα / χρωματιστό καράβι στο χαρτί. / Έγραψα
στην πλώρη τʼ όνομά σου / και βράδυ το έριξα στη θάλασσα. / Μπήκα κι εγώ
και άνοιξα πανιά. / Από τότε μαζί σου ταξιδεύω / χωρίς να λογαριάζω τον
καιρό.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου