Αγάπη
που ξεχύνεται εντός μας
με την ορμητικότητα ποταμού.
Τινάζεται στα βράχια
και ξετινάζει τα όνειρα μας,
αυτά που χτίσαμε
κι εκείνα που θα έρθουν
πολύ αργότερα
μοιραία απο μόνα τους..
Είναι ο Προύστ που διάβασα
και ο Ζενέ
ο Ελύτης κι ο Εμπειρίκος,
ο Καβάφης
ο Φελίνι,
είναι ο Μπέργκμαν,
είναι η Μπιόρκ
και ο Χατζιδάκης που άκουσα,
είναι ο Ντύλαν
που έπαιξε την φυσαρμόνικα
τόσο φυσικά
και τόσο δυνατά
-που τελικά όλα με έσκαψαν
και όλα φώλιασαν μέσα μου-
προπαντώς οι λέξεις,
οι εικόνες,
οι ήχοι
που με γέμισαν εντέλει
ανεξάντλητες υποσχέσεις
κι όνειρα.
Είναι όλος αυτός ο ποταμός
που έκλαψα
και γέλασα,
είσαι εσύ που με κοίταξες
βαθιά στα μάτια,
που με αγάπησες μέχρι θανάτου,
είναι η φύση που συγχρόνισε
την ψυχή μου στο σύμπαν,
την κέντισε με λουλούδια,
που τις έδωσε
απίστευτες μυρωδιές
και αθάνατες εποχές
και ιδέες πολύ μεγάλες.
Είναι και
θα είσαι πάντα μέσα μου
ώς πρός το άπειρο
και πάλι πίσω στο μηδέν
κι ανάμεσα εγώ,
ένα διαποτισμένο εγώ
που μέσα σ’όλα
ή έξω απ’όλα
παραμένει
έκθαμβο,
ένθεο
κι αποφασισμένο
να μπεί και να περάσει
μέσα απ’το κατώφλι αυτό
με τσαμπουκά.
Ναί πιστεύω στην αγάπη,
στην συνείδηση της αγάπης,
δηλαδή στο μέλλον,
στην καυτή φωτιά
και στο κρύο νερό,
που καίει
κι έπειτα ξεπλένει τα όντα
ανυψώνει τους γίγαντες,
τους νάνους
και τα παραπληγικά πλάσματα.
Την αδικία
το μίσος
την κακία
και την μωρία.
Μεταμορφώνει,
χαλιναγωγεί
και εκπαιδεύει σαν μαέστρος
την απόλυτη συμφωνία
κι ασυμφωνία της υπάρξεως μας.
Δεν βλέπεις;
Ο κόσμος αιμοραγεί διχασμένος,
σχιζοφρενής παλεύει
με κουμπιά
και νεκρά σύμβολα
να ανατινάξει το πλανήτη,
την στέγη απο πάνω του.
Τον εαυτό του. Εσύ;
Κλέβεις λίγο χρόνο απο αυτό
που ήδη σου ‘κλεψαν
άλλοι
και κοιτάς
και παρατηρείς
το μοναδικό αυτό τέλος του κόσμου
και εξασφαλίζεις
μια θεσούλα έξω απο αυτόν.
Στο πουθενά.
Στο πλανήτη που κυοφορείς
με δυσκολία μέσα σου..
Σε έννοιες όπως η αγάπη
που αυτο-διδάχτηκες
μια νύχτα ολόκληρη,
μια μέρα ξενιτεμένη
απο προγράματα,
μια στιγμή μικρή
αλλά καμπυλωτή
που τελικά σβούριξες μέσα της
σαν μελισούλα
και νόμισες
οτι κράτησε αυτή η στιγμή για μια ζωή.
Αγάπη..
Σε σχέση με ‘μένα,
σε σχέση με τον άλλο,
μια μοναδική ένωση
που σε κάποιους νόμους
τελικά υπακούει
και γεννάει ένα μωρό.
Σε ανώτερους όμως νόμους
και σε άλλες αρχές
γεννάει ένα έργο.
Μένεις με το στόμα ανοιχτό
απέναντι στην φύση,
τρέμεις σαν καμένο φύλλο
στο χαμώ της.
Στο θάνατο αισθάνεσαι οτι χάνεσαι,
οτι βυθίζεσαι,
οτι δεν υπάρχεις,
οτι δεν υπήρχες
και οτι δεν θα υπάρξεις ποτέ.
Κοματιάζεις το σύνολο,
αναλόγως.
Η αγάπη γεννάει θάρρος,
γεννάει άλλα σύνολα,
όχι τα αναλόγως
αλλά τα αντιστρόφως.
Δυνάμεις που έρχονται,
που προσπερνάνε,
που μαζί με τα αόρατα
μπορείς και ξεκολλάς
απο το ένα σημείο στο άλλο,
ταξιδεύοντας,
ονειροπολόντας…
Μην κλαίς
προσπάθησε να ακούσεις
την εκκωφαντική σιωπή της απόγνωσης,
την αφυδατωμένη γή,
την ευνουχισμένη μοίρα σου.
Προσπάθησε
να σατυρίσεις εσένα,
την αξιολύπητη φιγούρα σου,
την σκιά σου που χαροπαλεύει
να ανοίξει τα μάτια απένατι
στην ανοησία,
στην ποταπή καθημερινότητα,
στην αβεβαιότητα,
στις διακυμάνσεις,
στις διαθέσεις,
στην περιστροφή σου γύρω απ’τον ήλιο
δίχως κάποιο νόημα.
Αγάπη μου ήθελα
να σου δώσω τα πάντα
και τελικά προτίμησα
να μην σου δώσω τίποτα,
δεν είπαμε;
Όχι τυχαία,
ώς πρός το άπειρο,
ώς πρός το μηδέν
και τούμπαλιν.
Ακόμα ένα τσιγάρο
και ύστερα
θα πάω να συνεχίσω
την μέρα μου,
κατα τ’άλλα
είναι λαμπερή και ωραία,
αστειεύομαι
όταν την κατηγορώ..
Όχι δεν εννοώ απολύτως τίποτα..
Ίσως να πιστεύω ένα μικρό κομμάτι
αλλά όλα τ’άλλα
είναι απίστευτες ψευτιές.
Ξέχνα οτι είπα
άν μπορείς.
Αφού μπορώ εγώ όμως
που στο κάτω κάτω
σ’αγαπάω,
εσύ δεν θα μπορέσεις;
που ξεχύνεται εντός μας
με την ορμητικότητα ποταμού.
Τινάζεται στα βράχια
και ξετινάζει τα όνειρα μας,
αυτά που χτίσαμε
κι εκείνα που θα έρθουν
πολύ αργότερα
μοιραία απο μόνα τους..
Είναι ο Προύστ που διάβασα
και ο Ζενέ
ο Ελύτης κι ο Εμπειρίκος,
ο Καβάφης
ο Φελίνι,
είναι ο Μπέργκμαν,
είναι η Μπιόρκ
και ο Χατζιδάκης που άκουσα,
είναι ο Ντύλαν
που έπαιξε την φυσαρμόνικα
τόσο φυσικά
και τόσο δυνατά
-που τελικά όλα με έσκαψαν
και όλα φώλιασαν μέσα μου-
προπαντώς οι λέξεις,
οι εικόνες,
οι ήχοι
που με γέμισαν εντέλει
ανεξάντλητες υποσχέσεις
κι όνειρα.
Είναι όλος αυτός ο ποταμός
που έκλαψα
και γέλασα,
είσαι εσύ που με κοίταξες
βαθιά στα μάτια,
που με αγάπησες μέχρι θανάτου,
είναι η φύση που συγχρόνισε
την ψυχή μου στο σύμπαν,
την κέντισε με λουλούδια,
που τις έδωσε
απίστευτες μυρωδιές
και αθάνατες εποχές
και ιδέες πολύ μεγάλες.
Είναι και
θα είσαι πάντα μέσα μου
ώς πρός το άπειρο
και πάλι πίσω στο μηδέν
κι ανάμεσα εγώ,
ένα διαποτισμένο εγώ
που μέσα σ’όλα
ή έξω απ’όλα
παραμένει
έκθαμβο,
ένθεο
κι αποφασισμένο
να μπεί και να περάσει
μέσα απ’το κατώφλι αυτό
με τσαμπουκά.
Ναί πιστεύω στην αγάπη,
στην συνείδηση της αγάπης,
δηλαδή στο μέλλον,
στην καυτή φωτιά
και στο κρύο νερό,
που καίει
κι έπειτα ξεπλένει τα όντα
ανυψώνει τους γίγαντες,
τους νάνους
και τα παραπληγικά πλάσματα.
Την αδικία
το μίσος
την κακία
και την μωρία.
Μεταμορφώνει,
χαλιναγωγεί
και εκπαιδεύει σαν μαέστρος
την απόλυτη συμφωνία
κι ασυμφωνία της υπάρξεως μας.
Δεν βλέπεις;
Ο κόσμος αιμοραγεί διχασμένος,
σχιζοφρενής παλεύει
με κουμπιά
και νεκρά σύμβολα
να ανατινάξει το πλανήτη,
την στέγη απο πάνω του.
Τον εαυτό του. Εσύ;
Κλέβεις λίγο χρόνο απο αυτό
που ήδη σου ‘κλεψαν
άλλοι
και κοιτάς
και παρατηρείς
το μοναδικό αυτό τέλος του κόσμου
και εξασφαλίζεις
μια θεσούλα έξω απο αυτόν.
Στο πουθενά.
Στο πλανήτη που κυοφορείς
με δυσκολία μέσα σου..
Σε έννοιες όπως η αγάπη
που αυτο-διδάχτηκες
μια νύχτα ολόκληρη,
μια μέρα ξενιτεμένη
απο προγράματα,
μια στιγμή μικρή
αλλά καμπυλωτή
που τελικά σβούριξες μέσα της
σαν μελισούλα
και νόμισες
οτι κράτησε αυτή η στιγμή για μια ζωή.
Αγάπη..
Σε σχέση με ‘μένα,
σε σχέση με τον άλλο,
μια μοναδική ένωση
που σε κάποιους νόμους
τελικά υπακούει
και γεννάει ένα μωρό.
Σε ανώτερους όμως νόμους
και σε άλλες αρχές
γεννάει ένα έργο.
Μένεις με το στόμα ανοιχτό
απέναντι στην φύση,
τρέμεις σαν καμένο φύλλο
στο χαμώ της.
Στο θάνατο αισθάνεσαι οτι χάνεσαι,
οτι βυθίζεσαι,
οτι δεν υπάρχεις,
οτι δεν υπήρχες
και οτι δεν θα υπάρξεις ποτέ.
Κοματιάζεις το σύνολο,
αναλόγως.
Η αγάπη γεννάει θάρρος,
γεννάει άλλα σύνολα,
όχι τα αναλόγως
αλλά τα αντιστρόφως.
Δυνάμεις που έρχονται,
που προσπερνάνε,
που μαζί με τα αόρατα
μπορείς και ξεκολλάς
απο το ένα σημείο στο άλλο,
ταξιδεύοντας,
ονειροπολόντας…
Μην κλαίς
προσπάθησε να ακούσεις
την εκκωφαντική σιωπή της απόγνωσης,
την αφυδατωμένη γή,
την ευνουχισμένη μοίρα σου.
Προσπάθησε
να σατυρίσεις εσένα,
την αξιολύπητη φιγούρα σου,
την σκιά σου που χαροπαλεύει
να ανοίξει τα μάτια απένατι
στην ανοησία,
στην ποταπή καθημερινότητα,
στην αβεβαιότητα,
στις διακυμάνσεις,
στις διαθέσεις,
στην περιστροφή σου γύρω απ’τον ήλιο
δίχως κάποιο νόημα.
Αγάπη μου ήθελα
να σου δώσω τα πάντα
και τελικά προτίμησα
να μην σου δώσω τίποτα,
δεν είπαμε;
Όχι τυχαία,
ώς πρός το άπειρο,
ώς πρός το μηδέν
και τούμπαλιν.
Ακόμα ένα τσιγάρο
και ύστερα
θα πάω να συνεχίσω
την μέρα μου,
κατα τ’άλλα
είναι λαμπερή και ωραία,
αστειεύομαι
όταν την κατηγορώ..
Όχι δεν εννοώ απολύτως τίποτα..
Ίσως να πιστεύω ένα μικρό κομμάτι
αλλά όλα τ’άλλα
είναι απίστευτες ψευτιές.
Ξέχνα οτι είπα
άν μπορείς.
Αφού μπορώ εγώ όμως
που στο κάτω κάτω
σ’αγαπάω,
εσύ δεν θα μπορέσεις;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου