Σαν έρχεται η ώρα που σβήνουν
νυσταγμένα ακόμα τα φώτα της πόλης,
γυρίζω και ρίχνω στα μάτια μου δυο στάλες νερό,
ισιώνω με τα δάχτυλα τα λίγα λευκά
και πηγαίνω στις τριανταφυλλιές.
Εκείνες με ρωτούν αν πήρε ο ίσκιος το ρόδο τους.
Ο ίσκιος που συνήθισα πλέον
να μ’ ακολουθεί αμίλητος στα σοκάκια
όπου κάθε νύχτα περπατώ.
Είναι αλήθεια, όσο περνάει ο καιρός, γίνεται αδιευκρίνιστο αν με ακολουθεί ή τον ακολουθώ.
Ότι συνήθισα την συντροφιά του, δεν μπορώ να πω.
Ξέρω μόνο ότι τώρα δεν κρύβεται πλέον πίσω από κλειστές πόρτες.
- Ναι,
πάντα το παίρνει· Όμως όταν σταματάει, πάντοτε σταματάει κάπου, κάτω
από ένα φωτισμένο παράθυρο, αμέσως το φως σβήνει και το ρόδο μαραίνεται.
Οι
τριανταφυλλιές κάθε που μ’ ακούν να τους αφηγούμαι το πρωί την ίδια
ιστορία, λες και θυμώνουν, πιάνουν να φτιάσουν ένα καινούργιο, κάθε φορά
πιο κόκκινο, πιο ευωδιαστό, πιο όμορφο, για να του το δώσω ξανά το
βράδυ
Σίγουρο ότι μεταξύ τους υπάρχει μια θανατερή πάλη.
Θέλουν η ομορφιά τους, να αφαιρέσει τη δύναμή του να καταλύει το φως με νύχτα.
Αυτός ξέρει ότι συνωμοτώ εναντίον του όταν του το δίνω, μα δεν μου κρατάει κακία.
Γνωρίζει ότι αυτός δίνει τροφή στο καινούργιο που βγαίνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου