Σελίδες

Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Ελπίδα σιωπηλή / Kokaveshi Dhimitër

Μέσα απ’ το χλομό
το κουρασμένο
γέλιο η ελπίδα!…
Γκρέμιζε τα δόντια της.

Πάνω στο τρέξιμο
να την κουβαλήσω
στα στήθη μου
φώναζε… σαν λυσσασμένη
Τραμουντάνα.

Βρήκε μία όαση
ξαναγεννήθηκε!

Ένας λαός
ακούραστα
προσπαθούσε
να λευτερώσει ώρες
μέρες, χρόνια φτώχιας
σιωπής!…

Οι μεγαλύτεροι
ανεμοστρόβιλοί
δεν μπόρεσαν
να ξεσκεπάσουν το πένθος
που πνίγει
από καιρό ελπίδα!…
Σιωπηλή.

αντιλήψεις / Kokaveshi Dhimitër

Στιγμιαίο!... Φιλί;...
Το απολαυστικό
και προδομένο
Μέτρα στους ρυθμούς σου
αντίκριζε
Με απολαύσεις!...
Να μου λύνονταν
Συγκίνηση
Στο έντονο συναίσθημα
Των ψευδαισθήσεών!...
Να μη με κράζεις.

ΗΛΙΟΤΟΠΙΑ (απόσπασμα)

 




Νυχτοπούλι



Είμαι μόνος
χωρίς το βλέμμα σου
σαν δυσοίωνο νυχτοπούλι
που ταράζει
τoν ύπνο των ανθρώπων
με τη βραχνή του φωνή.

 



Χειμωνιάτικη νύχτα



Η σκέψη σου
με βασανίζει

δε χωράς
σε κανένα ποίημα

μα δεν μπορώ έτσι άστεγη
απόψε

που κάνει τόσο κρύο
να σ' αφήσω.


Κάτι λευκό



Θέλω να φτιάξω
κάτι λευκό απόψε
όπως ένα σπίτι
στην ακρογιαλιά

κι εκεί να σε γνωρίσω
στην πιο καλή μου φίλη:
τη θάλασσα.





Της βροχής και της θάλασσας



Μοιάζουμε όλοι
με ήχους

εγώ της βροχής
εσύ της θάλασσας.




Αχυρένια φωλιά



Κοντά σου
βρίσκω
τη ζεστή
αχυρένια
φωλιά μου

και γίνομαι
ξανά πουλί.





Αν ήμουν πουλί...



Αν ήμουν πουλί
θα πέταγα
κι εκεί
στο δωμάτιό σου
πάνω απ' το κρεβάτι σου
θα εγκαθιστούσα
το καλοκαίρι.


Η ποίηση μακριά σου...



Η ποίηση
μακριά σου
είναι νησί
χωρίς λιμάνι
που βλέπει τα πλοία
να προσπερνούν.






Απόψε ταξιδεύεις



Απόψε ταξιδεύεις
με το φεγγαρόφωτο
με την αστροφεγγιά.

Στην κάμαρά μου
μπαίνεις
σαν σκιά.




ΕΑΡΙΝΗ ΙΣΗΜΕΡΙΑ (απόσπασμα)







Ο χαμένος



Αν μια φορά
χάσεις το δρόμο
πάει χάθηκες.

Μπορεί να φτάσεις
τελικά στον προορισμό
από άλλους δρόμους
πιο πολύπλοκους
να δεις ομορφιές
που οι άλλοι
ποτέ τους δε θα δούνε

μα για αυτούς
θα είσαι πάντα
ο χαμένος.


 

Άνθρωποι τυφλοί



Άνθρωποι τυφλοί
πηγαίνουν στα ψαχτά

τα πρόσωπα ψηλαφώντας
για την ομορφιά
με δάχτυλα κομμένα
απ’ τις δαγκωματιές.






Στο λιμάνι



Βγαίνοντας απ’ το πλοίο
βρήκα τον εαυτό μου
να με περιμένει
στην ίδια θέση
που τον άφησα φεύγοντας
μόνο λίγο πιο νέο
και γυρνώντας πίσω
να κοιτάξω
δεν υπήρχε πλοίο
μόνο η θάλασσα.




Σάπιο σχοινί



Ένα σάπιο σχοινί
ριγμένο απ’ το παράθυρο
του πύργου της ύπαρξης
η ποίηση

και πασχίζω ν’ ανέβω.






Το ποδήλατο



Το παιδί
θυσιάζει το ποδήλατό του
στο μεσημέρι.
Πάρ’ το ήλιε
και κάν’ το κύμα
να κρατά για πάντα
την ισορροπία
η θάλασσα.
 
 

Διάθλαση



Διάθλαση

Έξω απ’ το κορμί μου
σπαθί

κι από μέσα
ρόδο.





Βρικόλακες



Στους δικούς μου βρικόλακες
καρφώνω
ένα τριαντάφυλλο
στο στήθος.


Κόκκινη Θάλασσα (απόσπασμα)

Η θάλασσα πλάι μου


να βαδίζω δίπλα
στη θάλασσα.

στο πλάι μου
σαν σκυλί πιστό.

επιστρέφω σπίτι
έξω απ’ την πόρτα
να με περιμένει
το πρωί να βγω.

Μονοπάτι


ουράνιο, θαλάσσιο
γκρεμνούς, κακοτοπιές
στου σπιτιού μου
το στρωτό σοκάκι
καταλήγω.

στης αυλής μου
τα ήμερα δέντρα
είμαι ταμένος

κι άλλος κόσμος
δε μου μέλλει.



Κρύπτη


μέσα απ’ την κρύπτη σου
πρέπει να βγεις γυμνός στους δρόμους
να δείξεις σε όλους
του σώματός σου τις πληγές
κυρίως αυτή τη μεγάλη
που έχεις μπροστά στο στήθος σου
ίσως να τους αφήσεις κιόλας
να βάλουν μέσα
το βρώμικό τους δάχτυλο
κι ας σε μολύνουν
γιατί ‘ναι όλοι τους άπιστοι Θωμάδες
και γιατί ο καλύτερος τάφος
για τα πουλιά
είναι ο ουρανός.



Γύρη


κι εσύ αύρα φθινοπωρινή.


Που τον πας;
Τι θα τον κάνεις;

και λουλούδια.

των ερωτευμένων.



Αχίλλειος πτέρνα


ένα φύλλο χαρτί
που καίγεται.



-εκεί που το κρατούσες
καθώς του έβαζες φωτιά-

με μια μισοκαμένη λέξη

αφορμή για εικασίες γραφής




Φοίνικας


από φωτιά και αγέρα
κι όσο δυναμώνει ο αγέρας
τόσο φουντώνει η φωτιά
και μέσα σου και γύρω σου
όλα τα καις
κι οι πέτρες κοντά σου
ανασαίνουν και λιώνουν
και σαν τον Φοίνικα
μέσα απ’ τις φλόγες σου
ξαναγεννιέσαι.




Γιρλάντα


που διαπερνά στη σειρά
όλη την ανθρωπότητα
τη δένει με χρυσή κλωστή
απ’ τις καρδιές
και την κρεμά σαν γιρλάντα
γύρω από τον ήλιο.



Σπηλιά του πόνου


με τη μεγάλη σπηλιά του πόνου
να μπεις μέσα να κρυφτείς
αγρίμι κυνηγημένο.




Αντίζηλοι


άλλες γυναίκες
αντίζηλες.

που σε χώρισαν από μένα

γιατί  ‘σουν απ’ αυτά
πολύ πιο όμορφη.


Ο Σταυρός των Ποιητών (απόσπασμα)





Βαθιά τη νύχτα
όταν στοιχειώνω στην ποίηση
αγριεύομαι.

Νιώθω πάνω απ’ το κεφάλι μου
τα κουφάρια των νεκρών ποιητών
να μ’ αναθεματίζουν.





Κάρφωσε το μαχαίρι αυτό νωρίς

και νωρίς στοχάσου που!






Ανηφορίζω το τρελό μεθύσι των ανθρώπων

αποσταμένος στο παγωμένο μπράτσο τους.
Μοναχικός στην υγρασία της ανηφόρας.
Καρτερικός στην καταδίκη της οξείδωσης.





Τραγουδώ χωρίς φωνή

την ησυχία των παλμικών
κινήσεων της καρδιάς μου
νεκρός απ’ ώρα.





Θα θρυμματίσω…



Θα θρυμματίσω σε κρυστάλλινη μορφή
το υγρό μου σώμα
να σπινθηρίζει του ερωτισμού
η κοχλάζουσα μάζα
στο μαύρο σάλπιγμα
νυχτερινού θανάτου.

Συνταξιδεύοντας μες στη λευκή νύχτα
στα ωχρά μας σώματα
φυτρώνουνε κισσοί και φίδια
αναρριχώμενα ουράνιους δρόμους
προς την ανεκπλήρωτη ολοκλήρωση.

Στην παγωνιά του μάρμαρου
η ηδονή του έρωτα
ελευθερώνει την ψυχή μου.





Θέλω να κλάψω σαν μωρό

κι οι μοίρες
να μην μαντέψουν οιωνούς
απ’ τις κραυγές μου
να μη ξηγήσουν τα μελλούμενα.

Κλαίω τόσο σπάνια.
Αφήστε με να κλάψω μόνος.





Στην ηλικία του έρωτα



Τούτη την ώρα
της αρχής και του τέλους
με σηματοδοτούν
τα λιγοστά σου θέλω.

Η έλλειψή σου
κι η πληρότητά σου
με ορίζουν.

Χαμένος από αιώνιες υποσχέσεις
και ελλιπής σ’ ηδονικές στιγμές
βουλιάζω στην κοριτσίστική  σου
παντοδυναμία.

Περνώ το κατώφλι του χρόνου
αντιπαλεύοντας την ηλικία του έρωτα
κρυμμένος πίσω απ’ τη σιωπή της γνώσης
καλυμμένος με το μανδύα της διαφάνειας
σ’ ένα παιχνίδι χωρίς όρους
μ’ απαντημένες ερωτήσεις.

Σ’ ανταμώνω χρόνια τώρα
ανέκφραστη και χαμογελαστή
ν’ αλλάζεις πρόσωπα και ήθη
και να μεθάς
τη ναρκωμένη μου φαντασία
με την ποικιλία της σάρκας σου.





Με το πρώτο φως



Με το πρώτο φως θαρρέψαμε
πως κλέψαμε το σκήπτρο
με νωπή πάνω μας τη λάσπη
την οσμή αβάσταχτη
την όψη θυμωμένη.

Στα κλαδιά των δέντρων
θα κάψουμε τα νεογέννητα
κι οι παππούδες με χαλκάδες
θα χορεύουν στις πλατείες.

Το μαύρο χώμα
θα ποτίσει τη δίψα μας
όταν οι πλώρες των παιδιών
θα βυθίζονται στην έρημο.

Θα περπατήσουμε χέρι-χέρι
στις ρεματιές του θειαφιού
και θα ακούσουμε
το κελάηδισμα των κουνουπιών.





Βρεγμένη Κυριακή



Γεμίσανε τις φλέβες μου μ’ ατσάλι πυρακτωμένο
σαν τη βρεγμένη Κυριακή στις δεκαεφτά
και ντύσανε το σώμα μου με πλαστικό
μετατρέποντας τη σάρκα μου
σ’ ηλεκτρικά καλώδια σημάτων.

Συσσώρευσαν στον ξαφνιασμένο μου εγκέφαλο
στο κουρασμένο, ζαλισμένο μου μυαλό
ξένες φωνές, επαναλήψεις, αριθμούς
για να κοπεί το νήμα της απόδρασης σε σένα.

Μου τσάκισαν τα νεύρα
μ’ αφαιρέσαν τις αρθρώσεις
για να ‘μαι σ’ ετοιμότητα
πιστός σ’ ανώτερα όντα.

Με κλείσαν στο κελί της μεγαλοσύνης μου
κάποια βρεγμένη Κυριακή στις δεκαεφτά
που ακόμα βρέχει
να στάζω την ψυχή μου στο χαρτί
μετρώντας λαίμαργα λεπτά για να σ’ ακούσω.

Μου άδειασαν στ’ άδειο μου χέρι δέκα ονόματα
με μάτια σαν και τα δικά μου
να κοιτάζουν τη βροχή
βρεγμένα να μουλιάζουν στην πλημμύρα
της νεκρικής σιωπής στη σκονισμένη αλάνα.

Πριν λίγο βούλιαξα τον ήλιο προς τη δύση
πέρα απ’ την ανατολή
που σήμερα τυλίχτηκε μ’ ομίχλη
γεμίζοντας το σώμα μου με τη φωνή σου.

Η βρεγμένη Κυριακή στις δεκαεφτά μ’ αφήνει
κι εσύ κοντά μου, θερμή σκέψη
κι όλο βρέχει, βρέχει.
Καληνύχτα.

129 Π.Υ.  Ελληνικό
1988





Πάντα εκεί



Στο φως του κεριού
στη μοιρασιά των άστρων
ήλιος

στην άμμο, κόκκος.

Ένα πράσινο χαμογελαστό τριφύλλι

ίσως η σιωπή
ίσως η γαλήνη.

Στα μεσάνυχτα των πειραματισμών
μια εκδορά δευτερολέπτου.

Μια σπιθαμή επανάστασης.

Μια γουλιά γλυκό νερό
στην αρμύρα του ωκεανού.

Μια καλημέρα
στο ξημέρωμα των αιώνων.

Μα πάντα εκεί.