Βαθιά τη νύχτα
όταν στοιχειώνω στην
ποίηση
αγριεύομαι.
Νιώθω πάνω απ’ το
κεφάλι μου
τα κουφάρια των
νεκρών ποιητών
να μ’ αναθεματίζουν.
Κάρφωσε το μαχαίρι αυτό νωρίς
και νωρίς στοχάσου
που!
Ανηφορίζω το τρελό μεθύσι των ανθρώπων
αποσταμένος στο
παγωμένο μπράτσο τους.
Μοναχικός στην
υγρασία της ανηφόρας.
Καρτερικός στην
καταδίκη της οξείδωσης.
Τραγουδώ χωρίς φωνή
την ησυχία των
παλμικών
κινήσεων της καρδιάς
μου
νεκρός απ’ ώρα.
Θα θρυμματίσω…
Θα θρυμματίσω σε
κρυστάλλινη μορφή
το υγρό μου σώμα
να σπινθηρίζει του
ερωτισμού
η κοχλάζουσα μάζα
στο μαύρο σάλπιγμα
νυχτερινού θανάτου.
Συνταξιδεύοντας μες
στη λευκή νύχτα
στα ωχρά μας σώματα
φυτρώνουνε κισσοί και
φίδια
αναρριχώμενα
ουράνιους δρόμους
προς την ανεκπλήρωτη
ολοκλήρωση.
Στην παγωνιά του
μάρμαρου
η ηδονή του έρωτα
ελευθερώνει την ψυχή
μου.
Θέλω να κλάψω σαν μωρό
κι οι μοίρες
να μην μαντέψουν
οιωνούς
απ’ τις κραυγές μου
να μη ξηγήσουν τα
μελλούμενα.
Κλαίω τόσο σπάνια.
Αφήστε με να κλάψω
μόνος.
Στην ηλικία του έρωτα
Τούτη την ώρα
της αρχής και του
τέλους
με σηματοδοτούν
τα λιγοστά σου θέλω.
Η έλλειψή σου
κι η πληρότητά σου
με ορίζουν.
Χαμένος από αιώνιες
υποσχέσεις
και ελλιπής σ’
ηδονικές στιγμές
βουλιάζω στην
κοριτσίστική σου
παντοδυναμία.
Περνώ το κατώφλι του
χρόνου
αντιπαλεύοντας την
ηλικία του έρωτα
κρυμμένος πίσω απ’ τη
σιωπή της γνώσης
καλυμμένος με το
μανδύα της διαφάνειας
σ’ ένα παιχνίδι χωρίς
όρους
μ’ απαντημένες
ερωτήσεις.
Σ’ ανταμώνω χρόνια
τώρα
ανέκφραστη και
χαμογελαστή
ν’ αλλάζεις πρόσωπα
και ήθη
και να μεθάς
τη ναρκωμένη μου
φαντασία
με την ποικιλία της
σάρκας σου.
Με το πρώτο φως
Με το πρώτο φως
θαρρέψαμε
πως κλέψαμε το
σκήπτρο
με νωπή πάνω μας τη
λάσπη
την οσμή αβάσταχτη
την όψη θυμωμένη.
Στα κλαδιά των
δέντρων
θα κάψουμε τα
νεογέννητα
κι οι παππούδες με
χαλκάδες
θα χορεύουν στις
πλατείες.
Το μαύρο χώμα
θα ποτίσει τη δίψα
μας
όταν οι πλώρες των
παιδιών
θα βυθίζονται στην
έρημο.
Θα περπατήσουμε
χέρι-χέρι
στις ρεματιές του
θειαφιού
και θα ακούσουμε
το κελάηδισμα των
κουνουπιών.
Βρεγμένη Κυριακή
Γεμίσανε τις φλέβες
μου μ’ ατσάλι πυρακτωμένο
σαν τη βρεγμένη
Κυριακή στις δεκαεφτά
και ντύσανε το σώμα
μου με πλαστικό
μετατρέποντας τη
σάρκα μου
σ’ ηλεκτρικά καλώδια
σημάτων.
Συσσώρευσαν στον
ξαφνιασμένο μου εγκέφαλο
στο κουρασμένο,
ζαλισμένο μου μυαλό
ξένες φωνές,
επαναλήψεις, αριθμούς
για να κοπεί το νήμα
της απόδρασης σε σένα.
Μου τσάκισαν τα νεύρα
μ’ αφαιρέσαν τις αρθρώσεις
για να ‘μαι σ’
ετοιμότητα
πιστός σ’ ανώτερα
όντα.
Με κλείσαν στο κελί
της μεγαλοσύνης μου
κάποια βρεγμένη
Κυριακή στις δεκαεφτά
που ακόμα βρέχει
να στάζω την ψυχή μου
στο χαρτί
μετρώντας λαίμαργα
λεπτά για να σ’ ακούσω.
Μου άδειασαν στ’
άδειο μου χέρι δέκα ονόματα
με μάτια σαν και τα
δικά μου
να κοιτάζουν τη βροχή
βρεγμένα να
μουλιάζουν στην πλημμύρα
της νεκρικής σιωπής
στη σκονισμένη αλάνα.
Πριν λίγο βούλιαξα
τον ήλιο προς τη δύση
πέρα απ’ την ανατολή
που σήμερα τυλίχτηκε
μ’ ομίχλη
γεμίζοντας το σώμα
μου με τη φωνή σου.
Η βρεγμένη Κυριακή
στις δεκαεφτά μ’ αφήνει
κι εσύ κοντά μου,
θερμή σκέψη
κι όλο βρέχει,
βρέχει.
Καληνύχτα.
129 Π.Υ.
Ελληνικό
1988
Πάντα εκεί
Στο φως του κεριού
στη μοιρασιά των
άστρων
ήλιος
στην άμμο, κόκκος.
Ένα πράσινο
χαμογελαστό τριφύλλι
ίσως η σιωπή
ίσως η γαλήνη.
Στα μεσάνυχτα των
πειραματισμών
μια εκδορά
δευτερολέπτου.
Μια σπιθαμή
επανάστασης.
Μια γουλιά γλυκό νερό
στην αρμύρα του
ωκεανού.
Μια καλημέρα
στο ξημέρωμα των
αιώνων.
Μα πάντα εκεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου