ονειρευόσουν τον χρυσό που έταζε η Βαβυλώνα
και τα αργυρά κτερίσματα μέσα στις πυραμίδες
να πλεύσεις άτι σου έχοντας θαλασσινή χελώνα
σε τόπους που στον ύπνο σου μόνο ως τα τώρα είδες
ήθελες λέει να πετάς με τα φτερά του Ικάρου
αδιάφορος αν θα καείς, αν ζαλιστείς, αν πέσεις
ή να κοιτάς τους που πετούν κάνοντας κύκλους γλάρους
απάνω από της θάλασσας τον γαλανό καθρέφτη
να είσαι εκεί σαν έκαναν γιουρούσι οι Μυρμιδόνες
για μιας γυναίκας αρπαγή, για μια μονάχα Ελένη
κι όταν στην Αίγυπτο έμπαιναν έφιπποι οι μακεδόνες
μην ξέροντας αιώνιο πως τίποτα δε μένει
να διδαχθείς το εφήμερο μέσα στην Πομπηία
την νύχτα που εξακόντιζε καυτή ο Βεζούβιος λάβα
να καταλάβεις τι θα πει να χεις ελευθερία
δελφίνι όντας στα νερά της μεσογείου τα μπλάβα
να ξεγελάσεις ήθελες τον Κέρβερο, πετώντας
σε κάθε λυσσασμένο του στόμα κι ένα λιθάρι
και τα φλεγόμενα νερά του Άδου προσπερνώντας
να φέρεις πίσω ότι ακριβό λάφυρο σου χει πάρει
ήθελες να κοιμόσουνα σαν έπεφτες στο στρώμα
χωρίς να πρέπει να μετράς μια – μια τις διαψεύσεις
να λέγε πάντα ότι η ψυχή ποθεί πολύ, το στόμα
ήθελες τι δεν ήθελες … άπληστη που ‘ναι η σκέψη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου