Δες την καρέκλα… ρημαγμένη.
Το κάθισμα από δέρμα, ξεθωριασμένο
στο ταξίδι του χρόνου.
Τα μπράτσα της φαγωμένα, σα να ‘χουν ξεφλουδίσει
χιλιάδες σκέψεις…
Καφέ σκούρο χρώμα και η μυρουδιά απ’το δέρμα
ακόμη ζωντανή.
Πλάι , στο σκαλιστό τραπεζάκι, καίει η λάμπα πετρελαίου.
Οι μυρουδιές τώρα μαζί φτιάχνουν θυμίαμα.
Ζαλίζουνε.
Εκείνος, θα διαβάσει.
Μετά ,θα γράψει.
Μονάχος σε τόσο κόσμο…
Στην ίδια θέση η σκέψη τρέχει, παραμιλάει.
Οι λέξεις τρέμουν σαν προσευχή
Το μελάνι στάζει αργά
Η λάμπα φωτίζει το πρόσωπό του
Αυλακωμένο γυαλίζει τούτη στιγμή
Γρυλίζει για το πέρας του χρόνου
Σιγή…
Χλωμό πεπρωμένο ανακαλεί.
Όνειρα τρομαγμένα
Σαν εφιάλτης στοιβαγμένα σε ασημένιο κουτί.
Τζούρα πικρή και το τσιγάρο, σπίθα που φέγγει
μες τον καπνό.
-Οι λέξεις τρελαίνονται και καταπίνουν
μελάνι υγρό-
Πάλι θα γράψει.
Εκεί, στην καρέκλα τη ρημαγμένη
Μες τη σιωπή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου