Ο εξάδελφος Μανώλης
πιθανή συγγένεια με το γένος των
ανθρώπων
σαν τους σιχαμένους. Ο μικρός το
δέμας, ειδικός
επί των κυττάρων της προσόψεως.
Μου έλειπε το πρόσωπο
και το έχασα στον πόλεμο τους
είπα, φυσικά τους είπα
ψέματα. Η θεία μου ήτανε πεθαμένη
στην αρχή της άλλης
πόλης. Το κατάλαβε πως άκουγα τη
μουσική που ερχόταν
από σπάνιο ύψος κι έγραφα κι
έβριζα τη Μαρία
και τη μάνα που με γέννησε. Στο
γάμο μου έφεραν λουλούδια
κι αντικείμενα από μέταλλο. Ήμουν
περίλυπος μ’ αυτή τη θεία
που πέθανε. Έβγαινε ο ήλιος τώρα
κι έκανε στην πόρτα
μια λευκή κηλίδα. Άρχισα να
διορθώνομαι λίγο-λίγο
σαν παιδί. Έβγαζα μάτια, δόντια
και μαλλιά
ώσπου είδα πάλι στην
πραγματικότητα την αρραβωνιαστικιά
μου· ερχόταν απ’ την άλλη πόλη με
το φίλο της, όπως
κρατάμε τα σκυλιά στην αλυσίδα.
Έκοψα το τηλέφωνο
κι έγινα ιατρός ψυχών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου