Σελίδες

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

ο καβαλλάρης


στη Γιολάντα 

Κάποιο είδος ανθρώπινο μού κατέστρεψε την έμπνευση. Έτσι
έκλεισα το κορίτσι στα σκοτάδια του Μεγάλου Σαββάτου.
Ύστερα κάθισα πιο αναπαυτικά στα ξερά δαφνόφυλλα.
Θέλησα να καπνίσω κι έβαλα εκείνο το πικρό πράμα στο στόμα μου.
Την επιούσα έφευγα πίσω από τις μάντρες, έβγαινα ενισχυμένος σαν
τον Τελαμόνιο, μοναχός ευαγγέλιο. Συνάντησα ανθρώπους
όπως άλλοτε στην Αθήνα, κάτω ήταν το κρύο κι η ψυχή τους
σύνολον ενιαίον, συναχώματα και τέτοια. Κάτι απότομα
τρυφερό και στο βάθος, όπως οι ταξιδεμένες μητροπόλεις
Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου, η κοπέλα που διέκοψα μαζί της.
Στο μεταξύ όμως είχα γνωριστή με τα κουμπιά,
τα πλήκτρα και άλλα σύνεργα των γυναικών. Εκεί ήταν
και ο φίλος μου μονίμως καβάλα στο μαντρότοιχο
που αργότερο τον γέμισα κάτι περίεργες κουμπότρυπες
και τον έστειλα στον ουρανό. Εσύ το βιολί σου, μού έλεγε
γράφε ξερά κι ανυπόμονα, είναι θέματα αυτά,
ιστορίες μικρές για ένα άγριο παραθέρισμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου