Ἡ νύχτα γλίστρησε στό σπίτι.
Φύσαγε κι ἔσβηνε τά μάτια του.
Κρύωνε καί ἔμπαινε στό σῶμα του ἡ θάλασσα.
Πάλι δέν εἶπε σήμερα αὐτό πού ἤθελε νά πεῖ.
Καί σήμερα δέν ἔκανε αὐτό ποὖχε νά κάνει.
Μένει στήν ἐρημιά πού ἔχτισε ἀσάλευτος.
Μ’ ἕνα χάρτινο τριαντάφυλλο γιά μάτι.
Καί τούς φτωχόδρομους τῆς πόλης του σάν ἁλυσίδες.
Ἀπό παντοῦ γιά πάντα νά τόν ἔχουν περιζώσει.
Φύσαγε κι ἔσβηνε τά μάτια του.
Κρύωνε καί ἔμπαινε στό σῶμα του ἡ θάλασσα.
Πάλι δέν εἶπε σήμερα αὐτό πού ἤθελε νά πεῖ.
Καί σήμερα δέν ἔκανε αὐτό ποὖχε νά κάνει.
Μένει στήν ἐρημιά πού ἔχτισε ἀσάλευτος.
Μ’ ἕνα χάρτινο τριαντάφυλλο γιά μάτι.
Καί τούς φτωχόδρομους τῆς πόλης του σάν ἁλυσίδες.
Ἀπό παντοῦ γιά πάντα νά τόν ἔχουν περιζώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου