Διότι εἶσαι τὸ πρῶτο ἐφετινὸ χελιδόνι ποὺ μπῆκε ἀπ’ τὸ φεγγίτη
ἔκαμε τρεῖς γύρους στὸ ταβάνι καὶ ἤσουν κατόπιν ὅλα μαζὶ τὰ χελιδόνια
Διότι εἶσαι μιὰ μεριὰ ἤρεμη τῆς θάλασσας ὅπου τὸ κύμα
Κόβει κομμάτια τὸ φεγγάρι καὶ τὸ ρίχνει στὴν ψιλὴ ἄμμο
Διότι τὰ χέρια μου εἶναι ἄδεια σὰν καρύδια ποὺ ἡ ψίχα τους φαγώθηκε ἀπὸ παράσιτα
Κι ἐσὺ τὰ γέμισες μὲ τὰ μαλλιά σου καὶ τὸ μέτωπό σου
Διότι στὰ μαλλιά σου περνῶ τὰ δάχτυλά μου ὅπως περνάει ὁ ἀγέρας ἀπὸ φύλλα κυπαρισσιοῦ
Διότι εἶμαι ἕνα σπίτι ἐξοχικὸ κι ἔρχεσαι μόνη τὸ καλοκαίρι καὶ κοιμᾶσαι
Καὶ ξυπνᾶς πότε-πότε τὰ μεσάνυχτα ἀνάβεις τὴ λάμπα καὶ θυμᾶσαι
Διότι θυμᾶσαι
Γι’ αὐτὸ σ’ ἀγαπῶ κι ἀνάμεσα στὰ τελευταῖα πουλιὰ εἴμαστε μαζὶ
Κι ἀπέναντί μας ἡ θάλασσα φθείρεται ν’ ἀνεβοκατεβαίνει τὰ δέντρα
Ὅπως πηγαίναμε σὲ μιὰ κατηφοριὰ τῆς Βάρκιζας
Κι ἕνα γύρω οἱ χρωματιστὲς πέτρες μας ἀκολουθοῦσαν
Γιατί ὅταν σκύβω πάνω ἀπὸ πηγάδια βλέπω τὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ καὶ λέω: νὰ τὸ ριζικὸ κι ἡ ματιά της
Γιατί βλέπαμε μαζὶ τρεῖς τσιγγάνες κίτρινες τυλιγμένες ἀπ’ τὸ κόκκινο –σὰν τὰ μάτια τοῦ μπεκρὴ– λυκόφως
Καὶ εἴπαμε νὰ τὸ ριζικὸ νὰ οἱ ἀγάπες βγῆκαν στοὺς δρόμους γιὰ τὸν ἐπιούσιο
Γιατί βλέπαμε μαζὶ τὶς τρεῖς τσιγγάνες
Νὰ ’ρχονται καὶ νὰ χάνονται
Γι’ αὐτὸ σ’ ἀγαπῶ
Κι ἀνάμεσα στὰ τελευταῖα πουλιὰ
Εἶσαι κεῖνο ποὺ γλίτωσε ἀπ’ τὰ σκάγια
Γιατί εἶμαι γεμάτος ἀπὸ σένα καὶ μπρὸς ἀπὸ κάθε τί ἀπὸ σκέψη ἀπὸ αἴσθηση κι ἀπὸ φωνὴ
Εἶναι κάτι δικό σου ποὺ σὰν ἀθλητὴς τερματίζει πρῶτο
Γιατί τὰ βλέφαρά σου εἶναι βρύα σὲ σχισμάδες βράχων
Γι’ αὐτὸ σ’ ἀγαπῶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου