I
Ἡ μικρὰ σκέψις ὡς κρῶζον πτηνὸ
Ἐκ τοῦ ὕψους σκοπεύει τὴ σάρκα
Τὸ ξηρὸ δέντρο
Ἡ σκληρὴ πέτρα ποὺ ἐλαξεύθη
Ἀπ’ τὸ ἀκαταμάχητο ὄνειρο
Καὶ στὴν Πάτμο ἀνεστράφη ἡ καρδία
Καὶ μαράθηκε τὸ ἄνθος τὸ πικρὸ
Ὢ ξηρὸ δέντρο διάφανο
Διὰ νὰ βλέπομεν ἄστρα
Διὰ νὰ βλέπομε πίδακες κίτρων
Καὶ εἰς κόπρον ἀλόγων
Σπόρους δασῶν
Διὰ νὰ βλέπομε σύννεφα
Καὶ ρομφαῖες ψιθύρων
Ἡ στενωπὸς ἐκ τῆς καρδίας κατέβαινε
Κι ἀνέβαιναν αὖρες
Ὡς διάφανα ὄνειρα
Κι ἀπὸ τῶν παραθύρων τὰ ὁλάνοιχτα βλέφαρα
Ἔχυναν μέσα
Γλυκεῖς στεναγμοὺς τῶν ἁγίων
Γραῖες ἐβάδιζαν, παιδὶα
Ἐπὶ τοῦ λιθοστρώτου ἔγραφαν τοὺς ἤχους
Τοῦ μέλλοντος
Οἱ ὄρχεις των λάμποντα νούφαρα
Ἔπιναν τὰ λιμνάζοντα ὕδατα
Ἐνῶ τὰ φύλλα ἐδρόσιζαν
Τὰ γόνατα τῶν ἀπομάχων
Καὶ ἡ μικρὰ σκέψις
Μὴ ὁμοιάζουσα πλέον μὲ πτηνὸ
Ἀπέκτησεν ἰριδισμοὺς ποὺ ἔφεγγαν
Καὶ οὕτω αἱ καρδίαι τοῦ πλήθους
Ὠμοίαζαν μὲ κατοικίες ἁλιέων
Τὴ νύχτα
Καὶ ὅπως τοῦ φοίνικος
Ὁ χρόνος ἀφαιρεῖ τοὺς κλάδους
Καὶ ἀνέρχεται ὁ κορμός του
Ἐν μέσῳ ἡλίου καὶ ἀνέμων
Τῆς διανοίας παρομοίως
Συνέβη ἡ ἄνοδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου