Μια φορά κι ένα καιρό,
στην άκρη ενός μυαλού
στα σύνορα των αισθήσεων
στην μακρινή ανατολή των επιθυμιών
καλά φυλαγμένο
στο κέντρο μιας ερήμου
υπήρχε ένα όμορφο, αισθαντικό λουλούδι
με 47 πύρινα πέπλα, ιδιοκτησία του ανέμου.
Μια όαση ικανή να αιχμαλωτίσει αγγέλους – θηρία
ένα ξεγέλασμα αισθήσεων – εκκωφαντικό -
ένας αντικατοπτρισμός της αλήθειας.
Όσο πλησίαζες χανόταν, γινόταν αύριο
κάθε που ο χρόνος έσερνε τη φθορά
πάνω στους αμμόλοφους,
άγνωστο πώς
το λουλούδι της ερήμου γινόταν ευωδία.
Λένε πως πρώτα έπαιρνε το χρώμα της άμμου
και ο μίσχος του γέμιζε έρωτα και φόβο…
Ένα φόβο ακαθόριστο,
για τις στάχτες
τα απομεινάρια πυρπολημένων αναστολών
σαν λίπασμα που καίει τα σωθικά και τα γιατρεύει.
Λίγο πριν γίνει άρωμα
παρέμενε ασάλευτο
με τα μάτια κλειστά τελειοποιούσε επιθυμίες
συγκέντρωνε υπολείμματα λαγνείας
λικνίζονταν αυτάρεσκα
χορεύοντας στη σκοτεινή πλευρά των αισθήσεων
ως την κορυφογραμμή των αμμόλοφων.
Με τούτα τα τεχνάσματα θαμπώθηκε ο χρόνος.
και δέχτηκε να κάνουν συμφωνία οριστική.
Να έρχεται στα μέρη του μονάχα μια φορά
να σμιλεύει το κορμί,
να χαράζει κανάλια
να ρέει ο έρωτας
να αφήνει κηλίδες
να του μιλά εκείνο για τα παράξενα όνειρα
που ζούσε τα βράδια, εθισμένο στη λαχτάρα
να τρέξει πίσω, μακριά
να περισυλλέξει τα αστέρια που έπεφταν.
Πέρασαν από τότε χρόνια και χρόνια
και το λουλούδι αδιαμαρτύρητα έστεκε εκεί
υποταγμένο στην ευτυχία του,
υπνωτισμένο
με το βλέμμα καρφωμένο στους αμμόλοφους
κάτω από μια ολόγυμνη πυρακτωμένη σελήνη
στην κορυφογραμμή των χαμένων προσδοκιών
εκεί που τα αστέρια ναυαγούν σε αγκαλιές.
Ένας επαίτης κάποιας φαντασίας, θαρρείς,
συγκεντρώνει σπασμένα κομμάτια ευτυχίας
μνήμες – ερπετά, κουλουριασμένες σε ένα άδειο κρανίο
και ανομολόγητες επιθυμίες, με όνειρα – αγρίμια
που αλυχτούν στο αντάμωμα της αλήθειας.
Στο άκουσμά τους το λουλούδι σαστίζει
προσπαθεί να δραπετεύσει, να γίνει άρωμα.
Παίρνει το χρώμα της άμμου, μα γίνεται έρωτας
ο μίσχος του πλημμυρίζει φόβο και έρωτα.
Φόβο για έναν επαίτη, για έναν συλλέκτη ψυχών.
Θα πίστευε κανείς πως είναι κάποιος απεσταλμένος του θεού
μπορεί πιστός του, μπορεί αποστάτης.
ή μήπως ήταν ποιητής που περιφέρονταν
με ένα κομμάτι παραδείσου καρφωμένο στην πλάτη,
λαβωμένος,
με τα αστέρια στην αγκαλιά ,
αναζητώντας να στολίσει τα 47 πύρινα πέπλα.
Ο παράξενος ταξιδευτής γονάτισε στο λουλούδι
και με την ανάσα του το αγκάλιασε
διεγείροντας επιθυμίες.
Κατάλαβε αμέσως πως ήταν εμπρηστής,
-ίσως αυτός του παραδείσου-
που τώρα κρύβεται από αστέρι σε αστέρι,
παραμένοντας στη σκιά της φαντασίας.
Έλα, ψιθύρισε
έλα να ριχτούμε σε μια πύρινη σφαίρα
να σου χαρίσω ανάσες
να μου χαρίσεις ζωή.
Έλα, δε θα υπάρχω για πάντα,
ίσως να υπάρχω μόνον σαν θύμηση,
οσμή μιας άγνωστης γεύσης .
Μικρογραφία μιας ψευδαίσθησης που χάθηκε.
Το λουλούδι της ερήμου δε σάλεψε, δείλιασε.
Τώρα πλάι του ξεθωριασμένα απομεινάρια σιωπής.
κομμάτια ευτυχίας σε προχωρημένη αποσύνθεση
και μνήμες – ερπετά - που έτρεξαν να χωθούν στην άμμο.
Αν ήταν κάποιο όνειρο δε θα το μάθουμε ποτέ.
Το λουλούδι έγινε πένθιμο τραγούδι
και με το βλέμμα καρφωμένο στους αμμόλοφους
τραγουδούσε τις νύχτες
κάτω από μια ολόγυμνη πυρακτωμένη σελήνη,
υποταγμένο στην ευτυχία του.
στην άκρη ενός μυαλού
στα σύνορα των αισθήσεων
στην μακρινή ανατολή των επιθυμιών
καλά φυλαγμένο
στο κέντρο μιας ερήμου
υπήρχε ένα όμορφο, αισθαντικό λουλούδι
με 47 πύρινα πέπλα, ιδιοκτησία του ανέμου.
Μια όαση ικανή να αιχμαλωτίσει αγγέλους – θηρία
ένα ξεγέλασμα αισθήσεων – εκκωφαντικό -
ένας αντικατοπτρισμός της αλήθειας.
Όσο πλησίαζες χανόταν, γινόταν αύριο
κάθε που ο χρόνος έσερνε τη φθορά
πάνω στους αμμόλοφους,
άγνωστο πώς
το λουλούδι της ερήμου γινόταν ευωδία.
Λένε πως πρώτα έπαιρνε το χρώμα της άμμου
και ο μίσχος του γέμιζε έρωτα και φόβο…
Ένα φόβο ακαθόριστο,
για τις στάχτες
τα απομεινάρια πυρπολημένων αναστολών
σαν λίπασμα που καίει τα σωθικά και τα γιατρεύει.
Λίγο πριν γίνει άρωμα
παρέμενε ασάλευτο
με τα μάτια κλειστά τελειοποιούσε επιθυμίες
συγκέντρωνε υπολείμματα λαγνείας
λικνίζονταν αυτάρεσκα
χορεύοντας στη σκοτεινή πλευρά των αισθήσεων
ως την κορυφογραμμή των αμμόλοφων.
Με τούτα τα τεχνάσματα θαμπώθηκε ο χρόνος.
και δέχτηκε να κάνουν συμφωνία οριστική.
Να έρχεται στα μέρη του μονάχα μια φορά
να σμιλεύει το κορμί,
να χαράζει κανάλια
να ρέει ο έρωτας
να αφήνει κηλίδες
να του μιλά εκείνο για τα παράξενα όνειρα
που ζούσε τα βράδια, εθισμένο στη λαχτάρα
να τρέξει πίσω, μακριά
να περισυλλέξει τα αστέρια που έπεφταν.
Πέρασαν από τότε χρόνια και χρόνια
και το λουλούδι αδιαμαρτύρητα έστεκε εκεί
υποταγμένο στην ευτυχία του,
υπνωτισμένο
με το βλέμμα καρφωμένο στους αμμόλοφους
κάτω από μια ολόγυμνη πυρακτωμένη σελήνη
στην κορυφογραμμή των χαμένων προσδοκιών
εκεί που τα αστέρια ναυαγούν σε αγκαλιές.
Ένας επαίτης κάποιας φαντασίας, θαρρείς,
συγκεντρώνει σπασμένα κομμάτια ευτυχίας
μνήμες – ερπετά, κουλουριασμένες σε ένα άδειο κρανίο
και ανομολόγητες επιθυμίες, με όνειρα – αγρίμια
που αλυχτούν στο αντάμωμα της αλήθειας.
Στο άκουσμά τους το λουλούδι σαστίζει
προσπαθεί να δραπετεύσει, να γίνει άρωμα.
Παίρνει το χρώμα της άμμου, μα γίνεται έρωτας
ο μίσχος του πλημμυρίζει φόβο και έρωτα.
Φόβο για έναν επαίτη, για έναν συλλέκτη ψυχών.
Θα πίστευε κανείς πως είναι κάποιος απεσταλμένος του θεού
μπορεί πιστός του, μπορεί αποστάτης.
ή μήπως ήταν ποιητής που περιφέρονταν
με ένα κομμάτι παραδείσου καρφωμένο στην πλάτη,
λαβωμένος,
με τα αστέρια στην αγκαλιά ,
αναζητώντας να στολίσει τα 47 πύρινα πέπλα.
Ο παράξενος ταξιδευτής γονάτισε στο λουλούδι
και με την ανάσα του το αγκάλιασε
διεγείροντας επιθυμίες.
Κατάλαβε αμέσως πως ήταν εμπρηστής,
-ίσως αυτός του παραδείσου-
που τώρα κρύβεται από αστέρι σε αστέρι,
παραμένοντας στη σκιά της φαντασίας.
Έλα, ψιθύρισε
έλα να ριχτούμε σε μια πύρινη σφαίρα
να σου χαρίσω ανάσες
να μου χαρίσεις ζωή.
Έλα, δε θα υπάρχω για πάντα,
ίσως να υπάρχω μόνον σαν θύμηση,
οσμή μιας άγνωστης γεύσης .
Μικρογραφία μιας ψευδαίσθησης που χάθηκε.
Το λουλούδι της ερήμου δε σάλεψε, δείλιασε.
Τώρα πλάι του ξεθωριασμένα απομεινάρια σιωπής.
κομμάτια ευτυχίας σε προχωρημένη αποσύνθεση
και μνήμες – ερπετά - που έτρεξαν να χωθούν στην άμμο.
Αν ήταν κάποιο όνειρο δε θα το μάθουμε ποτέ.
Το λουλούδι έγινε πένθιμο τραγούδι
και με το βλέμμα καρφωμένο στους αμμόλοφους
τραγουδούσε τις νύχτες
κάτω από μια ολόγυμνη πυρακτωμένη σελήνη,
υποταγμένο στην ευτυχία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου