Σελίδες

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Η Ωδή για τον Συμπαίκτη (απόσπασμα)

α’
Στην αρχή ήταν η ανάσα˙
ανάκουστη κι αταξίδευτη
Τα βράγχια ανάμεσα σε πέτρες και λέξεις.
Ύστερα ήρθαν η βουή, τα απέραντα ύδατα,
το ενδιάμεσο κενό.

Να ΄μαι, είπε˙ δώδεκα τέρμενα ξέμπαρκος.
Εδώ ακίνητος˙ σαν τις πέτρες, σαν τις λέξεις.
Αλλιώς δεν θα πιστέψουν πως λείπω.
Ακίνητος, λοιπόν.
Αν γείρω κατά έξω, θα με προδώσει ο ίσκιος μου.
Αν γείρω κατά μέσα, θα σπάσω το γυάλινο μάτι,
Τίποτα δεν θα βλέπω,
Θα ξεχειλίσω απ’ τον εαυτό μου.


γ’
Λόγια και λόγια, είπε ο Νυκτουργός˙
εκ φύσεως αμνήμων και κρυπτός.
Ό,τι κερδίζεις, σε ξεστρατίζει.
Να αλλάξεις, είπε, το κέντρο του βάρους˙
και την προσωπίδα ν’ αλλάξεις.
μετά με την πλάτη στο χιόνι να πνέεις
-για να λάβεις το χρίσμα˙
ότι χειμέρια νάρκη θα καταφλέφει τον κήπο
σε δρόμο σκοτεινό. Κι αυτό που σε σκοτεινιάζει
να διχάζεται-να μένει χώρος για το θαύμα.

Ύστερα ο κήπος είχε ανεβεί στη σκηνή.
Το πτυσσόμενο τραπεζάκι εγκαίρως στη θέση του.
Κάπου-κάπου φυσούσε ριπή βοριαδάκι˙
και ξέστρωνε στις άκρες το ριγωτό τραπεζομάντηλο.
Το χέρι της μητέρας το ίσιωνε αμέσως˙
όπως τις πιέτες στο καλό της φόρεμα.

Πήρα στάση εμβρύου κι έκλεισα κουρασμένος
τα μάτια, γυρίζοντας πλευρό˙
ενώ άρχισε να χιονίζει μέσα στη νύχτα
σκεπάζοντας με λευκό όλα τα μελλούμενα άλλοθι.

θ’
Στο ξένο φως να λαμπυρίζουνε τα ραδιενεργά˙
καθένα με το χρόνο της ημιζωής του.
Γραμματικά επιταχύνονται˙
συμπίπτουν και συγκρούονται.
Δεν θέλει και πολύ ο χρόνος να σκοντάψει.
Κι’ απ’ τη φωνή τους τότε γατζωμένοι
οι θνητοί θα εξιχνιάζουνε τον ίσκιο τους.
Αυτό που δραπετεύει από τη σκιά σου
είναι το μεράδι που στερήθηκες
απ’ το δικό σου φως.
Που σε άλλη θητεία θα ωριμάσει˙
σε νέα πάθη ασκητεύοντας.
Όμως θάλλει μεστωμένο ακόμα
αυτό που κάνει την απουσία ορατή.
Έτσι και ξεχαστώ να γείρω απάνω του
το βλέμμα φυγόκεντρο θα παλινδρομήσει
σ’ άλλες εικόνες.
Αυτές ευδοκιμούν και χωρίς τις λέξεις.
Σε μετρήσιμα μεγέθη.
Με όλα τα ψυχανθή των κήπων αδαπάνητα˙
και τις ταξιανθίες ημιορατές˙
βίου παράλληλου συμβάντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου