Σελίδες

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Διάλυση


Μια νέα εποχή συνδέεται
 με την αντίληψη που έχουμε της ομορφιάς
όταν συμβεί να συγκρατούμε πλέον μέσα μας τη
 Γη
Τότε η ζωή
δεν ξεγελά με επιχειρήματα σχοινοτενή όπως παλαιότερα
            όταν το ωραίο προβάδισμα ανεξήγητο κατείχε, «χωρίς    γιατί»
            -τί άλλο να υποστηρίζει το τριαντάφυλλο;-
            όταν το ποίημα έκοβε το δρόμο
            σαν ένα πρόσωπο γυναίκας που δεν οφείλεις ν’ αγαπάς
            και
            -όχι ακόμα, ωστόσο ναι-
            πρέπει να προσπεράσεις στρέφοντας προς τα κει τη θέληση
            ώστε να μην το θέλει αναζητώντας μιαν επιείκεια προσιτή

Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι μέσα στην ομορφιά
υπάρχει η επιθυμία για ομορφιά
σα να έπρεπε το κραταιό να συντριβεί για να τελειωθεί
στο μαύρο επιστρέφοντας το δάνειο φως του δίχως η φιλαυτία να βαφτεί
–το κύρος του εμφανέστατου της αδικίας

« Ναι, είσαι όμορφη!
Αλλά προς τι;
Αυξάνεται τουλάχιστον της ζήλιας ο ευγενισμός;»

Τότε δυνάμει μιας μεταγωγής στη Διάλυση
νηφαλιότητα επιτέλους θα απλωθεί
            ( το αυτονόητο άμορφο του ύπνου)
Ολοκληρώνεται η εποχή και, πτητικότερο, οδεύουμε

Βάλθηκα να σβήσω την εικόνα του προσώπου σου
Σα λυσσασμένος εικονοκλάστης αγανακτώ με τη λιτάνευση
            της Θεοτόκου στα όρη και τα βουνά της Αυτοκρατορίας
Το ασχημάτιστο ζητώ στου ξύλου τα νερά
κάτω από χρώματα και προπλασμούς
μπροστά στη δεξιοτεχνία του Ευαγγελιστή Λουκά αδιαφορώ
            και την καρδιά μου ν’ απαλύνω προσπαθώ
            από την τυραννία των τεχνών
            την τυραννία των χειλιών στο τζάμι της εικόνας
Αν πρόκειται να ελευθερωθώ, δεν το γνωρίζω
Διαλύω όμως την κατατομή στα μέρη μιας ανατομίας
πρόχειρης
            που μου διδάσκουν τώρα οι περιστάσεις της ζωής
Μορφή δεν θά ‘πρεπε να συντεθεί
 στοιχεία μόνο, διάσπαρτα, κακήν κακώς
 σα σκουριασμένα τάματα στα πόδια σου
 μάτια που έβγαλα μονάχος μου σαν τις ψηφίδες λαμπερού ψηφιδωτού που 
φιλοτέχνησες    εσύ στις κόχες των λοβών μου
Τα τόξα των φρυδιών σου και τα χείλη
θα ήταν δυνατό ν’ ανήκουν σε οποιαδήποτε
όχι όμως με τους όρους σου:
Τυχαία, όπως τυχαία είναι η ομορφιά
πριν τη φροντίσει ο ισόβιος αμπιγιέρ
(Κοίτα τον πως σε λοιδορεί, ανεβασμένος στη μηλαπιδιά!)

Απέστρεψα το βλέμμα από το θείο
Σταμάτησα τα Εισόδια να ιστορώ
τους Ευαγγελισμούς
την Άγια Ζώνη κλέβω
απ’ το σεπτό σου σώμα, χαμηλά
έξω σχεδόν από τη ζωγραφιά
Τη δίκαιη τιμωρία αψηφώ του Γαβριήλ
Μόνος θ’ ακρωτηριαστώ με ξύλινη ρομφαία
και τρικαντό στην κεφαλή σαν παλαβός
αν μου επιτραπεί από τον νόμο της καρδιάς
Στο ανέκφραστο εισέρχομαι
σαν τον Ρουμπλιόφ της σκοτεινής σιωπής μου
Τώρα, το άτεχνο ζητώ, το άσχημο
Όχι του ωραίου την ανταμοιβή σε ονειροφαντασίες
Ζητώ επακριβώς
 την ασταθή ασφάλεια του τετριμμένου
(Οπότε εντάξει)
Βλέπω μιαν άλλη ομορφιά και ειδοποιώ
 μπηγμένος σαν καρφί στην γνάθο σου
πώς τα οστά
–τους συκοφάντες της φθοράς-
 τα στοίβαξα επιμελώς ένα προς ένα
όπως μαζεύουν σκελετό πολεμιστή σε χάλκινη φιάλη
–στάχτη σχεδόν, με ασβέστιο και πέτρες
που τις διακρίνω απ’ τους πεσσούς του ζώου που
 ενταφιάσαμε μαζί
Και δεν φαντάζεσαι πόσο λυτρώνομαι
 και μόνο που σ’ το λέω
 χωρίς να είμαι αγνώμων προς εσέ
–αιτία μου και καταπίστευμά του λίγου
τάλαντου που αντέχω φύλακα της οικείας ηδονής
ζωή εκτός βιβλίου

«Είμαι η γυναίκα, πιο γυμνή  και από τη γύμνια
Ορθή μπρος σ’ ένα νόμο αμείλικτο
Είμαι η ονειρεμένη σύζυγος»
«Ε, και!»
Μέσα από ψήγματα χρυσού στην άμμο της κλεψύδρας
            μιαν άλλη βεβαιότητα ενσταλάζεται, του Πανδαμάτορος,
            που έτσι και αλλιώς επεξεργάζεται
            το δέρμα των ανθρώπων
            ο χρόνος, ο βυρσοδέψης, ο έμπειρος
            με φάρμακα και με νερά πολλά
            –χλώρια και αμμωνία-
           δεν είναι φυσικό να μας τελειοποιεί
           έτοιμους για το φαιό σκιών που αναμένουν;

Διάλυση
Πότε οι άνθρωποι θ’ αποδεχθούν το ειδικό κεφάλαιο
που ανήγεις
εκθέτοντάς με στο ερώτημα του προορισμού;
Διάλυση
Χίλιες φορές μπροστά από τον ρεμβασμό
Διόλου παραμυθητική
Της ακαμψίας φόβητρο
Άγρια, συνενοχή του θαύματος
αλλά απτή, θαμπή, ευγνώμων,
 μ’ ευθυγνωσία εξαιρετική
του πέρατος και της φιλανθρωπίας

Φτιάχνουμε κατ’ εικόνα το ακόρεστο του απείρου
και αποβιώνουμε μετά
Χωρίς τον μεθεόρτιο αναπαμό για ό,τι κερδίσαμε σκληρά
 και χάσαμε ύστερα με ίση δυσκολία
Είδωλα φτιάχνουμε αρεστά εκεί που το ωραίο επικρατεί
ωθώντας το ορατό στην απολυταρχία
Κι ύστερα ανταμώνουμε σε ποίημα γενικό
        όχι ρέκβιεμ, ούτε παιάνα-
ποίημα ισοσταθμικό μόλις και μετά βίας της ζωής

Όψιμα έχω απαλλαγεί από το τρομερό
            όχι από το καταναγκασμό της ομορφιάς
            αλλά απ’ ό,τι θα έπρεπε εξάπαντος ν’ απαλλαγώ
            ώστε να μη διακρίνεται εμφανώς η εναλλαγή
            –του άμορφου και του όμορφου-
            υπό συνθήκη αμοιβαίου εκτοπισμού

Το ζήτημα ήταν πάντοτε το ίδιο
όχι το άλλο
Το χίασμα δεν εξιστορείται αλλιώς
 μίμηση και καταγραφή, μίμηση και καταγραφή
παρότι πάσχω απροστάτευτος απ’ το συμβάν του ήλιου
–με τρυφεράδα βρέφους, εννοώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου