Σελίδες

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Το νησί της Ουρανίτσας

Εἶχε γηράσει πολὺ ἡ γραῖα Φωλιὼ τοῦ Ματαρώνα, χήρα τοῦ Γιάννη Καρπέτη. Καὶ ὅμως ἦτον ἀκόμη στὰ καλά της, ὁπωσοῦν ἀκμαία, καὶ ὅλαι σχεδὸν αἱ ὁμιλίαι της φρόνιμοι. Αὐτὴ μοῦ διηγήθη πρὸ δεκαετίας ―τώρα εἶναι ἀποθαμένη πρὸ πέντε ἐτῶν― αὐτὸ τὸ ὁποῖον ἐνθυμήθην, τέλος, νὰ γράψω σήμερον, κατὰ Φεβρουάριον τοῦ 1902.
“Ἔτσι πλιό, παιδάκι μου, ὅταν ἐστεφανώθη ἡ μάννα μου μὲ τὸν πατέρα μου, ἦτον χήρα ἀπὸ ἄλλον ἄνδρα, κ᾽ ἐκεῖνος ἀπὸ ἄλλην γυναῖκα ἀπόχηρος. Ὁ ἀφέντης μου ―ἔτσι τὸν ἐκράζαμε τότε τὸν πατέρα― ἀπὸ τὴν πρώτη γυναῖκα εἶχε δυὸ παιδιὰ μικρά, ἕνα γυιὸν μεγαλύτερον, τὸν Κωσταντή, ποὺ τὸν ἐσκότωσαν ἄδικα οἱ Τοῦρκοι στὴν Πόλη, κ᾽ εἶπαν πὼς ἁγίασε. Σὰν ὄνειρο τὸ θυμοῦμαι. Ὅταν ἤμουν ἐγὼ ὣς πέντε χρόνων κορίτσι, πανδρεύθη ὁ Κωσταντής, κ᾽ ἔκαμ᾽ ἕνα παιδί, κ᾽ ἐπῆγε στὴν Πόλη μὲ τὸ καράβι, καὶ πλέον δὲν ξαναγύρισε.
Ἡ μητέρα μου πάλι, ἀπὸ τὸν πρῶτον ἄνδρα εἶχε μίαν κόρη, τὴν Οὐρανίτσα, ποὺ ἤμουν ἐγὼ ὣς ὀκτὼ χρόνων ὅταν ἀρραβωνίσθη. Αὐτὸ τὸ θυμοῦμαι καλύτερα.
Ἦτον ὣς δεκαὲξ χρόνων ἡ Οὐρανίτσα μας καὶ τὴν ἀρραβώνιασαν μὲ τὸν Σπύρο τῆς Μπερνίτσας. Αὐτὸ ἔγινε πέντε ἢ ἓξ χρόνια μπροστὰ ἀπ᾽ τὴν Ἐπανάσταση. Καὶ σὰν ἐδέσανε τὶς πανδρειές*, κι ἄλλαξαν τὰ σημάδια*, τὴν ἄλλη μέρα ἐκάμαμε τὰ μβασίδια* καὶ τὸν ἐμβάσαμε τὸν γαμβρὸ στὸ σπίτι μας, γιὰ νά ᾽ρχετ᾽ ἐλεύθερα, ὅπως εἶναι συνήθεια. Καὶ σ᾽ ὀλίγες βδομάδες ὁ Σπύρος, ὁ γαμβρός, ἑτοιμάσθη νὰ κάμῃ ταξίδι, μὲ τὴν βομβάρδα* τ᾽ ἀδερφοῦ του, γι᾽ ἀπάνω, γιὰ τὰ Μπογάζια τῆς Πόλης, κι ἀποκεῖ γιὰ τὴ Μαύρη Θάλασσα. Ἐταξίδευαν συχνὰ γιὰ κεῖνα τὰ μέρη, πότε μὲ λάδια, πότε μὲ κρασιά. Καὶ σὰν ἑτοιμάσθη νὰ μισέψῃ ὁ Σπύρος, μιὰ βραδιὰ γυρίζει καὶ λέγει τῆς μητέρας μου:
― Νὰ σοῦ πῶ, μάννα, ἐσὺ ἔχεις, μὴ πρὸς βάρος, μὲς στὸ σπίτι, τριῶν λογιῶν παιδιά. Ὅσο καὶ νὰ τὴν ἀγαπᾷ, τὴν Οὐρανίτσα, ὁ μητρυιός της, δὲν θὰ τὴν ἔχῃ σὰν τὰ παιδιά του, τὰ γκαρδιακά. Εἶναι τὸ σπίτι σας σὰν μιὰ φωλιὰ ἀπὸ λογιῶν-τῶν-λογιῶν πουλιά, ὅπου κάθε πουλὶ ἔχει καὶ τὴν λαλιά του. Δὲν ἀφήνεις τὴν Οὐρανίτσα νὰ τὴν πάρ᾽ ἡ μητέρα μου στὸ σπίτι, καλύτερα, νὰ τὴν ἔχῃ συντροφιά, ποὺ εἶναι μονάχη της, ὅσο θὰ λείπω ἐγώ, ὣς ποὺ νά ᾽ρθω, καλὸ κατευόδιο, νὰ στεφανωθῶ;
Ἡ μάννα μου, σὰν τ᾽ ἄκουσε, κούνησε τὶς πλάτες.
― Ξέρω κ᾽ ἐγώ, πλιό, εἶπε μόνον. Νὰ ἰδοῦμε τί θὰ πῇ κι ὁ πεθερός σου.
―Ὁ πεθερός μου, εἶπεν ὁ Σπύρος, τί θὰ πῇ;… φθάνει νὰ θέλῃς τουλόγου σου.
Ὁ πεθερὸς ἦτον ὁ ἀφέντης μου, ὁ μητρυιὸς τῆς Οὐρανίτσας. Ἐκεῖνος δὲν εἶπεν ὄχι, ἐπειδὴ πέφταμε πολλὰ παιδιὰ μὲς στὸ σπίτι, κ᾽ ἡ μάννα μου γεννοῦσε ἀκόμα.
―Ἂς πάῃ, καλύτερα, μὲ τὴν συμπεθέρα, τὴ Μπερνίτσα, εἶπε.
―Ἂς πάῃ, πλιό, εἶπε κ᾽ ἡ μάννα μου.
Ἡ Οὐρανίτσα, κι αὐτή, σὰν νὰ τῆς ἄρεσε νὰ πάῃ νὰ καθίσῃ μὲ τὴν πεθερά της. Ἡ συμπεθέρα, ἡ Μπερνίτσα, χήρα, ἄλλο παιδὶ δὲν εἶχε, παρὰ μίαν κόρη πανδρεμένη, μὲ δυὸ παιδιά, καὶ τὸν γυιό της τὸν Σπύρο. Ὅποτε ἔλειπε ὁ Σπύρος, ἔμενε μονάχη της στὸ σπίτι. Ὥστε ἐφάνη πρόθυμη νὰ δεχθῇ τὴν νύφη της γιὰ συντροφιά.
Ἡ Οὐρανίτσα ἑτοίμασε ὅλα τὰ ροῦχά της, καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἐκουβαλήθη στὸ σπίτι τῆς πεθερᾶς. Ὁ Σπύρος ἦτο ἕτοιμος νὰ μβαρκάρῃ. Τὸ ταχιὰ ἐμβαρκάρισε νὰ φύγῃ, μὰ ἐπειδὴ οἱ καιροὶ ποὺ φυσοῦσαν ἦταν βοριάδες, ἐπόδισε, κ᾽ ἦρθε πίσω, κ᾽ ἐκάθισε ἀκόμη πέντ᾽ ἓξ ἡμέρες, ἐπειδὴ ἔκαμε μιὰ ὄψιμη χιονιά, κ᾽ οἱ βοριάδες ἐθύμωσαν, καὶ δὲν μποροῦσε ἡ βομβάρδα ν᾽ ἀρμενίσῃ καταπάν᾽ τὸν ἀέρα. Ὕστερα, σὰν ἐμαλάκωσαν οἱ καιροὶ κ᾽ ἐπῆραν νοτιές, ἐμβαρκάρισε κ᾽ ἔφυγε.
Πέρασαν δυὸ-τρεῖς μῆνες, κ᾽ ἡ Οὐρανίτσα, ἡ ἀδελφή μου, ἐζοῦσε πολὺ ἀγαπημένα μὲ τὴν πεθερά της. Κ᾽ ἡ συμπεθέρα μὲ τὴν μάννα μου εἶχαν ἀγάπες, κι ὅλοι ἦσαν χαρούμενοι. Κ᾽ ἐπερίμεναν, ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέρα, νὰ ἔρθῃ κανένα καΐκι ἀποπάνω, νὰ τοὺς φέρῃ γράμμα ἀπ᾽ τὸν Σπύρο. Κ᾽ ἐλογάριαζαν ὣς τὸ φθινόπωρο, ποὺ ἔρχονται τὰ καράβια καὶ δένουν στὴν πατρίδα γιὰ νὰ ξεχειμάσουν, νά ᾽ρθῃ κι ὁ Σπύρος μὲ τὸ καλό, καὶ τότε νὰ γένῃ κι ὁ γάμος.
Πέρασε ἡ Λαμπρή, ἦλθε κι ὁ Μάης μὲ τὰ λούλουδα, ἦλθε κι ὁ Θεριστὴς μὲ τὰ χρυσᾶ στάχυα, ἦλθε κι ὁ Ἁλωνάρης μὲ τὶς θημωνιές. Καὶ σὰν ἐμβῆκε ὁ Ἄουστος, ἔξαφνα ἕνα πρωί, ἡ συμπεθέρα ἡ Μπερνίτσα βλέπει τὴν νύφη της καὶ τῆς ἐφάνη σὰν ὕποπτη καὶ φοβισμένη… Εὐθὺς ἄρχισε νὰ τὴν ἐξετάζῃ.
― Τί ἔχεις, κορίτσι;
Ἡ Οὐρανίτσα ἄρχισε τὰ κλάματα. Ἔσκυψε τὸ κεφάλι ὣς τὸν κόρφο τῆς πεθερᾶς της, τὸ ἐχαμήλωσε παρακάτω ὣς τὴν μέση της, τῆς ἐφίλησε τὰ γόνατα, κ᾽ ἠθέλησε νὰ ξομολογηθῇ. Μὰ ἡ φωνή της ἔτρεμε. Δὲν μποροῦσε νὰ βγάλῃ λόγο.
― Θὰ μοῦ πῇς;
Τῆς Οὐρανίτσας ἦτον κομμένη ἡ φωνή της. Ὣς τόσο, νά ἀπάνω κάτω τί μπόρεσε νὰ πῇ…
― Σὰν ἔφυγε… κ᾽ ἐπόδισε… κ᾽ ἦρθε πίσω… ἔλειπες τουλόγου σου… ἤσουν στὴν ἀνδραδέλφη μου… ἕνα δειλινό…
Ἤθελε νὰ πῇ ὅτι ὁ ἀρραβωνιαστικός της τὴν ηὗρε μοναχήν, τὸν καιρὸ ποὺ εἶχε μβαρκάρει τὴν πρώτη φορά, κ᾽ ἐπόδισε· καὶ τὴν ἔπιασε, καὶ τὴν κατεχράσθη.
Ἡ Μπερνίτσα δὲν ἠθέλησε νὰ τὸ πιστέψῃ.
― Καὶ μοῦ τὸ κρύβεις τόσον καιρό;…
― Κι ἐγὼ δὲν ἤξερα… τώρα τὸ ἔνοιωσα, εἶπε μὲ κλάματα ἡ Οὐρανίτσα.
― Ψέματα λές! εἶπεν ἀγρία ἡ Μπερνίτσα. Εἶσαι σὲ τέτοια θέση ποὺ δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι ἀπ᾽ τὸν καιρὸ ποὺ λείπει ὁ γυιός μου… Μὲ κανέναν ἄλλονε!…
Ὁ λόγος αὐτὸς τῆς πεθερᾶς ἦτον μαχαίρι δίκοπο, ἦτον ἀστροπελέκι, ἦτον θάνατος. Ἡ Οὐρανίτσα ἄρχισε νὰ τρέμῃ ὅλη, ἐκοκκίνισε, κιτρίνισε, ἔπλεε στὸν ἱδρῶτα, πιάσθηκε ὁ ἀνασασμός της.
― Ἐγώ! μπόρεσε μόνο νὰ πῇ… θὰ πιῶ φαρμάκι!…
― Νά ἐκειδὰ πάνω στὸ ἀράφι, τό ᾽χω, εἶπε σκληρὰ ἡ πεθερά της. Πάρε το καὶ πιέ το!…
Αὐτὸν τὸν λόγο εἶπε, καὶ τῆς γύρισε τὶς πλάτες…
Αὐτὸ ἦτον «ἕνα κ᾽ ἕνα», παιδάκι μου, ἐξηκολούθησεν ἡ γραῖα Φωλιώ, ἀφοῦ εἶχε διακόψει ἐπ᾽ ὀλίγα λεπτὰ τὴν ἀφήγησιν. Τὸ πρωὶ εἰπώθηκε αὐτὸς ὁ λόγος, καὶ τὸ ἀπόγευμα, κοντὰ τὸ δειλινό, ἡ Οὐρανίτσα ἡ ἀδελφή μου, βρέθηκε ξαπλωμένη κοντὰ στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ἀπάνω στὸ κατώφλιο, μὲ τὰ ποδάρια κατὰ μέσα στὸ σπίτι, καὶ τὸ κεφάλι κατὰ ἔξω στὴν αὐλή, χλωμή, νεκρή, ἀποθαμένη.
Ἔβαλε ἡ Μπερνίτσα τὶς φωνές, ἔτρεξαν οἱ γειτόνισσες. Σὲ λίγο ἔφθασε καὶ ἡ μάννα μου ξεμανδήλωτη, τραβώντας τὰ μαλλιά της. Ἔτρεξα κ᾽ ἐγώ, πιανόμενη ἀπ᾽ τὴν φουστάνα τῆς μητέρας μου, ὀχτὼ χρονῶν κορίτσι, κλαίοντας, χωρὶς ν᾽ ἀγροικῶ καὶ νὰ νοιώθω τὸ γιατί.
Τὴν ἐσαβάνωσαν, τὴν ἔκλαψαν σιγανά, χωρὶς μοιρολόγια. Ἡ Μπερνίτσα «ἔπιασε τὴ χάσα*». Δὲν τῆς ἐβάστα ἡ καρδιά ― δὲν κοτοῦσε νὰ πῇ τὴν ἀλήθεια τῆς μητέρας μου.
Ὕστερα, ἔπρεπε νὰ τὴν θάψουν, πρὶν βασιλέψῃ ὁ ἥλιος. Ἐκεῖνον τὸν καιρό, δὲν εἴχαμε δημάρχους, εἴχαμε δημογερόντους τοῦ χωριοῦ, πρωτόγερους. Κι ὁ πρωτόγερος τοῦ χωριοῦ, ὁ κὺρ Ἀναγνώστης, ἕνας ἄνθρωπος ὅλο μὲ συννεφιασμένο μέτωπο καὶ ζαρωμένα φρύδια, δὲν ἤθελε νὰ δώσῃ ἄδεια νὰ θάψουν τὴν φαρμακωμένη στὸν ἅγιον τὸν τόπο, στὰ Μνημούρια, ἐκεῖ ποὺ ἔθαφταν τοὺς χριστιανούς. Κι ὁ παπὰς τῆς ἐκκλησιᾶς, σύφωνος, δὲν ἠθέλησε νὰ τῆς διαβάσῃ, τῆς φτωχῆς, οὔτε ἕνα τρισάγιο. Καθὼς μοῦ εἶπε ὕστερα ὁ πνεματικός, εἶχαν δίκιο, γιὰ νὰ μὴ δίνεται κακὸ παράδειγμα. Ἔπειτα ἡ ἀδερφή μου ἦτον ἡ πρώτη ψυχή, ὕστερα ἀπὸ ἀμνημόνευτα χρόνια, ποὺ σκοτώθηκε μοναχή της. Ἄλλοτε δὲν εἶχε ξαναγίνῃ αὐτὸ στὸν τόπο μας.
Μερικοὶ ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ ταφῇ ἐπάνω στὸν τόπο, μὴ τυχὸν βρυκολακιάσῃ κ᾽ ἔρθῃ πίσω ― ἐπειδὴ ὁ βρυκόλακας μόνον ἁρμυρὰ νερὰ δὲν μπορεῖ νὰ περάσῃ. Βλέπεις ἐκεῖνα τὰ νησάκια, ποὺ εἶν᾽ ἕνα καμάρι, ἕνα στολίδι, ἐμπρὸς στὸ λιμάνι μας; Κοίταξ᾽ ἐκεῖνο τὸ νησί, ποὺ τὸ λένε Μαραγκό! Ἔτσι τὸ ἔλεγαν ἀπ᾽ ἀρχῆς, ἔτσι ἄρχισαν πάλι νὰ τὸ λένε καὶ τώρα. Μὰ ἕνα καιρὸ τὸ εἶχαν ὀνοματίσει ἀπ᾽ τὸ ὄνομα τῆς ἀδερφῆς μου.
Ὁ γείτονάς μας, ὁ Γιαλουγγής, μὲ τὴν βάρκα του, καὶ μὲ τὸν σύντροφό του μαζί, τὸν Φραγκούλη τῆς Μπάλιαινας, ἐπῆραν τὸ λείψανο ἐπάνω εἰς ἕνα πλατὺ μαδέρι, καὶ τὸ κουβάλησαν, τὸν βράχο τὸν κατήφορο, ὣς τὴν βάρκα. Ἡ μάννα μου ἔτρεχε κατόπιν, κ᾽ ἐγὼ μαζί της. Κόσμος πολύς, ἀπὸ περιέργεια, ἀκολούθησαν ὣς κάτω στὸ γιαλό. Μερικοὶ ἔλεγαν κι ἄσχημα λόγια.
― Σκύλα!… ψοφίμι!…
Τὴν ἐμβαρκάρισαν στὴ φελούκα, κ᾽ ἔπιασαν τὰ κουπιά, οἱ δυό τους, ἐπῆγε μαζὶ κ᾽ ἕνας ἄνθρωπος μ᾽ ἕνα σελάχι, μὲ μιὰ κουμπούρα στὴν μέση, καὶ μ᾽ ἕνα χονδρὸ ραβδὶ στὸ χέρι. Ἄνθρωπος μὲ μεγάλα μουστάκια, καὶ μὲ μακριὰ μαλλιὰ καὶ μιὰ μαύρη σκούφια. Ἦτον ὁ καβάσης* τῆς δημογεροντίας. Τὸν εἶχε στείλει ὁ πρωτόγερος γιὰ συνοδία. Ἐπῆραν μαζί τους δύο τσάπες κ᾽ ἕνα φτυάρι. Ἄλλον δὲν ἄφησαν νὰ πατήσῃ στὴν βάρκα. Τὴν μάννα μου τὴν ἔδιωξαν μακριά.
Ἐγύρισε πίσω μὲ τὰ κλάματα.
Οἱ ἄλλες οἱ μαννάδες, ὅταν γυρίζουν ἀπ᾽ τὸ ξόδι, ἀπ᾽ τὴν ἐκφορὰ τοῦ νεκροῦ, παύουν τὰ μοιρολόγια. Ἡ μάννα μου τότες τ᾽ ἄρχισε…
Ἔκλαιε, ἀμέρωτα, ἀπαρηγόρητα, καὶ μ᾽ ἔκανε κ᾽ ἐμὲ νὰ κλαίω. Ἀνάμεσα τὴν ἐρωτοῦσα:
― Ποῦ τὴν πᾶνε, μάννα, τὴν Οὐρανίτσα μας;
Ὕστερ᾽ ἀπὸ ἕνα χρόνο, μερικοὶ ψαράδες εἶχαν ἀνεβῆ στὴν ράχη τοῦ νησιοῦ, τοῦ Μαραγκοῦ, ὅπου ἀργὰ καὶ ποῦ, ἐτύχαινε νὰ πατήσῃ ἄνθρωπος. Ἤθελαν νὰ κατεβάσουν μερικὰ ξηρόκλαδα, ἢ νὰ κόψουν ὀλίγα ξύλα γιὰ ν᾽ ἀνάψουν φωτιὰ κάτω στὴν ἄμμο, νὰ ψήσουν ψαράκια γιὰ νὰ κολατσίσουν. Ἐκεῖ, ἀνάμεσα στὰ χαμόκλαδα, μιὰ ἀσυνήθιστη μοσχοβολιὰ τοὺς ἦρθε.
Ἐκεῖ, στὴν ρίζα ἑνὸς βράχου, εἰς ἕνα μέρος ὅπου τὸ χῶμα ἐξεῖχε ὀλίγον, εἰς ἕνα μικρὸν ὄχθον ὣς μιάμιση ὀργυιὰ τὸ μάκρος, καὶ τέσσαρες σπιθαμὲς τὸ πλάτος, ἀνθοῦσε μία ὄμορφη ἰτσιά, γεμάτη ἀπ᾽ ὡραῖα ἀσπροκίτρινα λουλουδάκια, ἴτσια, τόσα πολλὰ καὶ φουντωτὰ κι ἄφθονα, ὥστε μποροῦσαν νὰ γεμίσουν ὣς δέκα καλάθια.
Ἐκεῖ ἦταν ὁ τάφος τῆς φτωχῆς ἀδερφῆς μου. Ἀπὸ τότε τὸ Μαραγκὸ ἄρχισαν νὰ τὸ λένε «τὸ Νησὶ τῆς Οὐρανίτσας».”
(1902)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου