Στην πάλλευκη αχλή της
κολυμπάς...
χρόνια και χρόνια
το σουλάτσο σου
βαστάει...
τα πόδια σου να πέφτουνε
και να στραβοπατάς
και μία ρημαγμένη ηδονή
χωρίς ντροπή
να σε μεθάει...
τη λάτρεψες...
σου έδωσε φτερά
να σηκωθείς θαρρείς...
δυο μέτρα στον αέρα
μα ...
όλο κόλλαγες
μένοντας απαθής
όσο ο βυθός σε κράταγε
και ο καπνιστός αέρας...
η ανάγκη σου, τη φύλαγε
σαν φυλακτό του Άδη
μ' αυτήν ανάσα έπαιρνες
να μάθεις για να ζεις
μα ελησμόναγες...
πως... στο βαθύ σκοτάδι
με τις δικές σου αναπνοές
αυτή ήταν νικητής...
εφθόνησες στον ουρανό
τάχα...
το πέταγμα που δίνει
και φόρα πήρες τη ζωή
λιγάκι να φτιαχτείς...
και εκεί...
στου δρόμου τα μισά
σε απάτητα θολά νερά
που η ψυχή αφρίζει...
της ζήτησες λογαριασμό
πόσο πουλάει το κιλό;
εσένα να προδίνει
και με μια άνεση μαγκιάς
έβγαλες φόρα τα χαρτιά
σαν ιερόδουλος μυτιάς
και είπες ... τι θα πράξεις...
μια τελευταία ρουφηξιά...
μια ρουφηξιά μονάχα...
μια ακόμα ρουφηξιά...
και ύστερα....
.... θα πετάξεις...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου