Εκδοχή τρίτη: ΑΝΝΑ
Μυρίζει γιορτινή βροχή
Και να ‘μαι στη διαδήλωση. Με φέραν τα παιδιά.
Ποιος να μου το ‘λεγε, ύστερα από τόσα χρόνια.
Ήρθανε μια βδομάδα στο χωριό. Χαλάρωσα.
Ζεστάθηκε η ψυχή μου. Πονάω στη σκέψη πως θα φύγουν.
Θέλει μεγάλη προσοχή. Μην ξεθαρρεύω. Μακριά μου θα ‘ναι.
Δένω το χρόνο που μοιράζομαι μαζί τους,
και στη διαδήλωση. Σάμπως άμαθη είμαι;
Και να ‘μαι στη διαδήλωση. Με φέραν τα παιδιά.
Ποιος να μου το ‘λεγε, ύστερα από τόσα χρόνια.
Ήρθανε μια βδομάδα στο χωριό. Χαλάρωσα.
Ζεστάθηκε η ψυχή μου. Πονάω στη σκέψη πως θα φύγουν.
Θέλει μεγάλη προσοχή. Μην ξεθαρρεύω. Μακριά μου θα ‘ναι.
Δένω το χρόνο που μοιράζομαι μαζί τους,
και στη διαδήλωση. Σάμπως άμαθη είμαι;
Μου φέρνει φούντωση αυτός ο αέρας.
Φοράω σταυρωτά τα φυσεκλίκια. Μαλλιά σπαστά.
Στα χόρτα με πλαγιάζει ο αντάρτης.
Φεύγουμε στα βουνά, σ’ άλλα βουνά. Μακριά. Ένα μπουλούκι.
Άλλοι σκορπίζουν άλλοι πεθαίνουν. Εμείς μαζί. Κι η αγάπη.
Φτάνουμε εκεί ψηλά. Δουλεύουμε. Κάτι τσιμπάει την καρδιά.
Το λένε νοσταλγία; αμφιβολία; τσίμπημα φαρμάκι.
Μας δίνουνε την άδεια και γυρίζουμε.
Όμως σιωπή. Μας
αποφεύγουν οι συχωριανοί.
Καλημερίζω και χαμογελώ. Για τα παλιά κουβέντα.
Έτσι ανοίγουνε σιγά σιγά οι πόρτες τους.
Οι αναμνήσεις μου, σαν τις φωτογραφίες, τυλίγονται με μια πετσέτα στο ντουλάπι.// Ύστερα, τι τα θες; Όλα μπερδεύτηκαν.
Που αφήσαμε τόσες κοπέλες τόσα παλικάρια
μάτια ανοιχτά κοκαλωμένα σώματα μέσα στα χιόνια στα βουνά ή σε τόπους ξένους // άξιζε τάχατες;
Σαν βγήκανε τα αγροτικά στους δρόμους, λούφαξα.
Κάτι σαν κούραση, όχι πάλι απ την αρχή.
Ίσως αν ζούσε ο πατέρας σας, είπα στα παιδιά.
Φοράω σταυρωτά τα φυσεκλίκια. Μαλλιά σπαστά.
Στα χόρτα με πλαγιάζει ο αντάρτης.
Φεύγουμε στα βουνά, σ’ άλλα βουνά. Μακριά. Ένα μπουλούκι.
Άλλοι σκορπίζουν άλλοι πεθαίνουν. Εμείς μαζί. Κι η αγάπη.
Φτάνουμε εκεί ψηλά. Δουλεύουμε. Κάτι τσιμπάει την καρδιά.
Το λένε νοσταλγία; αμφιβολία; τσίμπημα φαρμάκι.
Μας δίνουνε την άδεια και γυρίζουμε.
Όμως σιωπή. Μας
αποφεύγουν οι συχωριανοί.
Καλημερίζω και χαμογελώ. Για τα παλιά κουβέντα.
Έτσι ανοίγουνε σιγά σιγά οι πόρτες τους.
Οι αναμνήσεις μου, σαν τις φωτογραφίες, τυλίγονται με μια πετσέτα στο ντουλάπι.// Ύστερα, τι τα θες; Όλα μπερδεύτηκαν.
Που αφήσαμε τόσες κοπέλες τόσα παλικάρια
μάτια ανοιχτά κοκαλωμένα σώματα μέσα στα χιόνια στα βουνά ή σε τόπους ξένους // άξιζε τάχατες;
Σαν βγήκανε τα αγροτικά στους δρόμους, λούφαξα.
Κάτι σαν κούραση, όχι πάλι απ την αρχή.
Ίσως αν ζούσε ο πατέρας σας, είπα στα παιδιά.
Τι κόσμος! Πλήθη. Φωνές, τραγούδια, μουσικές, συνθήματα.
Τα ‘χω χαμένα. Ξέμαθα.
Τι γίνονται οι κοτούλες μου; Οι πάπιες;
Γιατί στριγκλίζουν οι σειρήνες;
Γιατί δεν προχωρούν κανονικά; Τι τρέχουν;
Γιατί είσ’ απέναντι μου; Δίπλα μου έπρεπε.
Ουρλιάζω. Που τη βρήκα εγώ τόση φωνή;
Τα ‘χω χαμένα. Ξέμαθα.
Τι γίνονται οι κοτούλες μου; Οι πάπιες;
Γιατί στριγκλίζουν οι σειρήνες;
Γιατί δεν προχωρούν κανονικά; Τι τρέχουν;
Γιατί είσ’ απέναντι μου; Δίπλα μου έπρεπε.
Ουρλιάζω. Που τη βρήκα εγώ τόση φωνή;
Με λένε Άννα.
Απ’ το χωριό μου στη Ρωσία και πάλι στο χωριό.
Ασπρισαν τα μαλλιά μου.
Ξέρω καλά να συλλαβίζω λέξεις:
θά-να-τος, χιό-νι, ξε-νι-τιά,
πρό-σφυ-γας, κα-τα-πά-τη-ση, σα-κά-τε-μα.
Ακούστε με,
τα αδερφομοίρια φέρνουν συφορές.
Κοιτάξτε πώς φυσάει ο άνεμος, δρολάπι.
Ανακατεύεται η γη.
Δεν έχει σύνορα
Δεν έχει χρόνο.
Απ’ το χωριό μου στη Ρωσία και πάλι στο χωριό.
Ασπρισαν τα μαλλιά μου.
Ξέρω καλά να συλλαβίζω λέξεις:
θά-να-τος, χιό-νι, ξε-νι-τιά,
πρό-σφυ-γας, κα-τα-πά-τη-ση, σα-κά-τε-μα.
Ακούστε με,
τα αδερφομοίρια φέρνουν συφορές.
Κοιτάξτε πώς φυσάει ο άνεμος, δρολάπι.
Ανακατεύεται η γη.
Δεν έχει σύνορα
Δεν έχει χρόνο.
Καλώς τες.
Πού μου λείψατε
κοντά εξήντα χρόνια;
Πώς άξαφνα εδώ;
Από ποιο δρόμο;
Ξαστοχάω πια τα ονόματα σας.
Ο άμπλας, όμως,
πώς να το ξεχάσεις,
αίμα ανάβλυζε πηχτό.
Πού μου λείψατε
κοντά εξήντα χρόνια;
Πώς άξαφνα εδώ;
Από ποιο δρόμο;
Ξαστοχάω πια τα ονόματα σας.
Ο άμπλας, όμως,
πώς να το ξεχάσεις,
αίμα ανάβλυζε πηχτό.
Καλώς τες,
ασπροντυμένες,
νιες, όπως τότε
απαράλλαχτες.
Πάνω στην ώρα.
Τραυματίες, καπνοί, κουρτίνα από αίμα.
Όχι άλλοι οροί, όχι μπαλσαμωμένο γέλιο.
ασπροντυμένες,
νιες, όπως τότε
απαράλλαχτες.
Πάνω στην ώρα.
Τραυματίες, καπνοί, κουρτίνα από αίμα.
Όχι άλλοι οροί, όχι μπαλσαμωμένο γέλιο.
Συννεφόκαμα.
Πώς φαίνεστε έτσι, σαν καπνός;
Λιώνω.
Που φεύγετε, σαν τον αέρα;
Μυρίζει γιορτινή βροχή.
Κρατήστε με παιδιά.
Περίεργα που φτερουγίζει η καρδιά μου.
Περίεργα που αλαφραίνω…
Νωρίς χτυπάει απόψε ο εσπερινός..
Πώς φαίνεστε έτσι, σαν καπνός;
Λιώνω.
Που φεύγετε, σαν τον αέρα;
Μυρίζει γιορτινή βροχή.
Κρατήστε με παιδιά.
Περίεργα που φτερουγίζει η καρδιά μου.
Περίεργα που αλαφραίνω…
Νωρίς χτυπάει απόψε ο εσπερινός..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου