Σελίδες

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

Μαθητεία στην αναμονή (απόσπασμα)

Αφήγηση πρώτη
Εδώ και καιρό
Σπρώχνουμε το χαμόγελο σε γέλιο

Και με καιρό πάλιν Αναμενόμενη
Κ.Α., 1994

Κανένα χνάρι
πώς να σ΄ αγγίξω
λέξη μαγική
που θα σαρκώσεις το μέλλον του παρελθόντος;

Και η μεταρρύθμιση
τραπεζική κατάθεση με εξευτελιστικό επιτόκιο;

Ι.
Έπεσα κάτω κι έκλεισα τα μάτια.
Είπα θα κάνω
πως δεν καταλαβαίνω.
Ας γίνουν όλα
ερήμην μου.

Τηλέφωνα χτυπούσαν άνθρωποι περνούσαν
σκουντουφλούσαν πάνω μου με άγγιζαν με κλωτσούσαν
με χάιδευαν με τρυπούσαν
με λεηλάτησαν.

Ξύπνησα σ΄ έναν πύργο
φυλακισμένη
ένα παράθυρο στην κορυφή μονάχα
έριξα τα μαλλιά μου
όμως του κάκου
κανένας δεν επιάστη ν΄ ανεβεί,
να με γλιτώσει.

Τότε είδα να περνάει η πομπή.
Στην αρχή πολύχρωμη.
Τρεις μπάντες όργανα και οι προεξάρχοντες.
Ύστερα κάτι κουρέληδες
Να σέρνονται στα γόνατα μ΄ ένα σταυρό στην πλάτη.
Γέμισε ο τόπος μυρωδιά ιδρώτα
κι ο δρόμος σκούρα ίχνη.

Όταν ξαφνικά
είδα παράμερα το δάσκαλο,
λίγο σκυφτός κι αδυνατισμένος
μου φάνηκε.
Πατούσε ελαφρά πάνω στα φύλλα
και κάτι έψαξε να πάρει απ΄ τη μεγάλη τσάντα.
Και μεμιάς σκόρπισαν τριγύρω φθόγγοι.
Άλλοι βαριοί πάτησαν στη γη
κι άλλοι αναρριχητικοί πετάξανε κλαδιά και ψήλωσαν.
Ξέκρινα τότε σκουριασμένο
το κ λ ε ι δ ί στην τσάντα.
Έδωσα μια, πιάστηκα από τ΄ αναρριχώμενα φωνήματα
κι εκείνα μ΄ απιθώσαν καταγής.
Πάμε, του είπα. Καιρός να ξεκλειδώσεις το σχολείο.
Με κοίταξε στοχαστικά και, ναι
είναι καιρός, χαμογέλασε.
Γρήγορα, πριν πάρουνε χαμπάρι πως τους ξέφυγα, είπα.
Να βιαστούμε.
ΙΙ.
Κι ήταν τότε που ήρθαν τα παιδιά.
Πολλά παιδιά, όλο ζωή και υγεία.
Έπαιζαν με τους φθόγγους κι εκείνοι, υπομονετικοί,
έγιναν έλκηθρα,
έγιναν μπάλες, μπαλόνια, αερόστατα.
Μαζεύτηκε το πλήθος και κοιτούσε,
κάπου κάπου ένας φθόγγος καθότανε πάνω στον ώμο,
στο χέρι ή στο κεφάλι τους,
τον κοίταζαν αυτοί προσεκτικά
και κ α τ α λ ά β α ι ν α ν.
Οι προεξάρχοντες ενοχλημένοι διέλυσαν την πομπή.
Ήταν η στιγμή
που η παλιά κλειδαριά
δέχτηκε μέσα της και πάλι το κλειδί
κι απάντησε στο γύρισμά του
με το χαρμόσυνο τρίξιμο
της δικαιωμένης προσμονής.

Μπήκαμε στη μεγάλη αυλή.
Ο ήλιος χάιδευε ένα καλό χορτάρι.
Χαλάσματα γύρω.
Πόση δουλειά,
να στήσουμε τις αίθουσες
να πλύνουμε το χρόνο
να εξευμενίσουμε την αυστηρή βιβλιοθήκη.
Κι όπως ήρθανε αμέσως τα παιδιά
δεν είχαμε πού να τα βάλουμε.
Κάθισαν κάτω κι ήτανε χαρούμενα.

Ο Γιάννης από το Βορρά

Μόνον ο Γιάννης κάθισε σε μια σκιά.
Κι ήρθε η βροχή - απελπισία -
πώς να σε προφυλάξουν
τα χαλάσματα.
Μόνον ο Γιάννης χόρευε μες στη βροχή.
Μ΄ αρέσει η βροχή, μονολογούσε,
είναι σαν την άλλη πατρίδα
έβρεχε εκεί
στον ήλιο βγάζω εξανθήματα,
είχαμε στην αυλή ένα μεγάλο φοίνικα,
χωνόμουν όταν έβρεχε,
έβγαλα μια φωτογραφία, καρναβάλι,
κι έβρεχε
τρέχανε οι μπογιές στο πρόσωπό μου
κόκκινα ρυάκια στα μάγουλά μου
κόκκινα ρυάκια
από εκεί ως εδώ
μακρύς ο δρόμος
κάτω απ΄ τον ήλιο
κόκκινα ρυάκια γύρω απ΄ το φοίνικα
μην κλαις, πουλί μ΄.

Το τραγούδι της Αννέζας

Λείπει και σήμερα η Αννέζα. Κάθεται μόνη.
Μάκρυναν τα μαλλιά της, χάλκινα και φουντωτά,
και τα μάτια της παράξενα μεγάλα.
Δε γράφει η Αννέζα, ποτέ δε γράφει,
μιλάει λίγο
αγαπάει ένα λευκό φουστάνι με δαντέλα στο μπούστο
τής μίκρυνε,
τη σφίγγει στο στήθος,
τ΄ αγόρια σχολιάζουν,
όμως αυτή δε νοιάζεται
και λείπει.
Έρχεται αργά,
όταν ο ήλιος έχει ανέβει,
γρατσουνισμένη κι αλλοπαρμένη,
ξέρουμε πως ήταν στα νερά
τσαλαβουτάει σε
καταποντισμένα
-αλλόγλωσσα; αλλόφυλα; -όνειρα.

Η Αννέζα αγαπάει ένα άσπρο φόρεμα
και την Οδύσσεια ζ,
εκεί που χύνεται ο ποταμός στη θάλασσα.
Γράψ΄ το, της λέμε, το τραγούδι σου.
Πώς να το γράψω; Χάνονται τα λόγια.
Μόνο θα σας το τραγουδήσω.

Τραγουδάει η Αννέζα:

Το νερό καλό κι οι πέτρες γλυκές
τα χορτάρια βοτάνια
που γιατρεύουν πληγές.
Μη φοβάσαι, Οδυσσέα.

Με το άσπρο μου φτωχό φουστάνι,
δεν έχω πλούτη,
ξέρω τραγούδια,
έλα στα νερά μου, Οδυσσέα.

Πεταλούδα λευκή ή γλάρος
άσπρο μαντίλι ή βαρκούλα
απαλό αεράκι ή ευχή,
μαζί σου θα΄ ρθω, Οδυσσέα.

Δεν έχω όνειρα
δεν έχεις συντρόφους
σ΄ ακολουθώ,
έλα και πάρε με στη θάλασσα,
Οδυσσέα.

ΙΙΙ.
Ένα πρωί φάνηκε ο ποιητής.
Σκοτεινός,
με τη σαφή ειρωνεία στις άκρες των χειλιών.
Έφερε στις καρδιές μας ένα φθινόπωρο
ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο
ένα φθινόπωρο χωρίς προσδοκίες.
Ώσπου μια μέρα
ήρθε μ΄ ένα χειμώνα στα μάτια του
πρώτη φορά.
Ο Οδυσσέας, ψέλλισε,
βάλτωσε στα νερά μας ο Οδυσσέας.

Συνέρευσαν πλήθη. κάμερες, ρεπόρτερ, φωνές.
Ο Οδυσσέας με τ΄ αποτυπώματα του χρόνου και τ΄ αλατιού
βραχώδης, απολιθωμένος, γιγάντιος,
να άκρα νου εκτείνονταν στα έγκατα του βυθού.
Κάθε προσπάθεια να ανελκυστεί
θύελλες καταιγίδες σεισμοί και
παλιρροϊκά κύματα.
Αφήστε με, είπε στο τέλος,
με φανερή ρωγμή στη δεξιά του ωμοπλάτη.
Τον άκουσαν.
Μόνος και πάλι Ρημαγμένος.
Αυτός και η θάλασσα...
Όταν ξημέρωσε, κανείς δεν ήταν πια εκεί
Γαλανή γαλήνια θάλασσα τρεμόπαιζε στο φως.
Τράβηξε ο Οδυσσέας
ποιος ξέρει για ποιες γενιές.
Ωστόσο, ένα άσπρο πανί κυμάτιζε στην επιφάνεια,
ένα μικρό

λευκό

κοριτσίστικο φόρεμα.

Το κατοπινό τραγούδι της Αννέζας

Τούτο το τραγούδι ξέρω και το γράφω.
Τον Οδυσσέα πια δεν απαντέχω,
τον ξεπροβόδισα.
Όταν μια φορά ξενιτευτείς
πάει, ξενιτεύτηκες.
Τι ωφελεί να τριγυρνάς
από λιμάνι σε λιμάνι ;
Κοιτάζεις τα νέα νερά
και βλέπεις τα παλιά.
Μέσα στους νέους ήχους
ματίζεις τους παλιούς
μέσα στο φρέσκο γέλιο
πλένεις τους λυγμούς.

Τούτη η τάξη η Ιθάκη μου.
Φθόγγοι και γράμματα γεφύρια
από τον άλλο τόπο μου σ΄ αυτόν τον τόπο μου.

Τα μάτια ίδια είναι, νέα και παλιά,
αν βλεμματίζουν την καρδιά.

Επίλογος

Εδώ και καιρό
σπρώχνουμε το χαμόγελο σε γέλιο.

Έλα, νύχτα,
φέρε τη μυρωδιά από σέλινο και γιασεμί
στο ανοιχτό μου παράθυρο.
Τώρα που κόπασε στο ρέμα
ο χορός της πεταλούδας
και τα νερά ακινητούν
να δει το πρόσωπό του το φεγγάρι.

Απόψε, έστω για μια φορά,
δε θα μιλήσω για οδούς αδιέξοδες
και για κλειστά λιμάνια.
Θα πω κάτι γλυκό,
σαν το νανούρισμα ή σαν ευχή-
ξέρει η μάνα, ο δάσκαλος κι ο ποιητής,
όταν βαραίνουνε πολύ τα σύννεφα
έλα, λοιπόν, νύχτα,
φέρε ένα όνειρο λιβάδι παπαρούνες
στων παιδιών τα βλέφαρα.
Έτσι κι αλλιώς το ρέμα συντηρεί τη βλάστηση.
Έτσι κι αλλιώς ένα κλειδί
ταιριάζει στην πόρτα του σωστού χρόνου,
ελπίζω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου