οι μήνες, οι χρόνοι.
Και
συ ψάχνεις ένα ολόγιομο φεγγάρι.
Κι άλλοτε το βρίσκεις, τρυφερό,
λαμπερό, ευτυχισμένο. Άλλοτε μισοφέγγαρο,
χαμένο μέσα στα σύννεφα,
χαμένο μέσα στα σύννεφα,
κρυμμένο κάπου στον ουρανό.
Όπως ψάχνεις την αγάπη.
Που τη συναντάς
άλλοτε ολόγιομη,
άλλοτε ένα μικρό κίτρινο μισοφέγγαρο,
άλλοτε
ανύπαρκτη,
κρυμμένη στα σκοτάδια.
κρυμμένη στα σκοτάδια.
Η αγάπη, ο έρωτας, η φιλία.
Ή
όλα αυτά μαζί. Ολόγιομα,
αστραφτερά, ευτυχισμένα.
Το χαμόγελο ενός
μικρού παιδιού.
Η τρυφεράδα του πατέρα.
Το χάδι και η φροντίδα της
μάνας.
Το πάθος και ο μεγάλος έρωτας ενός
ονειρικού αγνού ψαρά.
***
Να ʽμουνα μάνα μου πουλί
να γύρναγα τον κόσμο.
Γεράκι, σπίνος, αετός,
τρυγόνι, περιστέρι.
-Θα ʽχες και πίκρες περισσές
κι οχτρούς να καρτεράνε
και σκέψεις μαύρες θλιβερές.
Τις σκέψεις του θανάτου.
Να ʽμουνα σύννεφο ψηλά.
Αυτό λύπες δεν έχει.
-Έχει φουρτούνες και βροχές
και διώχνει το ο αγέρας.
Τι να ʽμουν τότε μάνα μου
να σεργιανώ τον κόσμο;
-Να ʽσουν μια λάμψη φωτεινή
μια φεγγαροαχτίδα.
Σε ασημένιο, σε χλωμό
κι ολόγιομο φεγγάρι.
Να στέκεσαι αγέρωχα.
Να λάμπεις, να φωτίζεις.
Κι όσοι αγάπη έχουνε,
να σε γλυκοθωρούνε.
Και από ʽκείθε να γρικάς,
να σεργιανάς τον κόσμο.
***
«Εμείς, οι ρομαντικοί ιδεολόγοι
που γράφουμε μελάνι τα όνειρά μας,
που ντύνουμε με ερωτικά ποιήματα
τα κουρασμένα αισθήματα του κόσμου.
Εμείς, που οι συνάξεις μας
εφηβικά μαγιάτικα καρδιοχτύπια.
Εμείς, που στέλνουμε με τον άνεμο
τα γραφτά μας μηνύματα
ελπίδας στο τίποτα.
Εμείς, άκοοι στη βοή
των μεγάλων καταναλωτικών αγέρηδων
και στη φουρτούνα της παγκοσμιοποίησης.
Εμείς, ανοιχτή η αγκαλιά μας
στα διωγμένα χελιδόνια
και στον καθαρό της άνοιξης αγέρα.
Εμείς, ανταλλάσσουμε το ψωμί μας
με νότες ποίησης και νοσταλγίας.
Εμείς μπορούμε ακόμα
να μιλάμε τη γλώσσα
των ανθρώπων!»
***
Να ʽμουνα μάνα μου πουλί
να γύρναγα τον κόσμο.
Γεράκι, σπίνος, αετός,
τρυγόνι, περιστέρι.
-Θα ʽχες και πίκρες περισσές
κι οχτρούς να καρτεράνε
και σκέψεις μαύρες θλιβερές.
Τις σκέψεις του θανάτου.
Να ʽμουνα σύννεφο ψηλά.
Αυτό λύπες δεν έχει.
-Έχει φουρτούνες και βροχές
και διώχνει το ο αγέρας.
Τι να ʽμουν τότε μάνα μου
να σεργιανώ τον κόσμο;
-Να ʽσουν μια λάμψη φωτεινή
μια φεγγαροαχτίδα.
Σε ασημένιο, σε χλωμό
κι ολόγιομο φεγγάρι.
Να στέκεσαι αγέρωχα.
Να λάμπεις, να φωτίζεις.
Κι όσοι αγάπη έχουνε,
να σε γλυκοθωρούνε.
Και από ʽκείθε να γρικάς,
να σεργιανάς τον κόσμο.
***
«Εμείς, οι ρομαντικοί ιδεολόγοι
που γράφουμε μελάνι τα όνειρά μας,
που ντύνουμε με ερωτικά ποιήματα
τα κουρασμένα αισθήματα του κόσμου.
Εμείς, που οι συνάξεις μας
εφηβικά μαγιάτικα καρδιοχτύπια.
Εμείς, που στέλνουμε με τον άνεμο
τα γραφτά μας μηνύματα
ελπίδας στο τίποτα.
Εμείς, άκοοι στη βοή
των μεγάλων καταναλωτικών αγέρηδων
και στη φουρτούνα της παγκοσμιοποίησης.
Εμείς, ανοιχτή η αγκαλιά μας
στα διωγμένα χελιδόνια
και στον καθαρό της άνοιξης αγέρα.
Εμείς, ανταλλάσσουμε το ψωμί μας
με νότες ποίησης και νοσταλγίας.
Εμείς μπορούμε ακόμα
να μιλάμε τη γλώσσα
των ανθρώπων!»
Βραχοπούλου Λίζα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου