Απόσπασμα
Ξαφνικά είδα το μνημείο. Εκεί όπου η οσμή της άρμης, εκεί όπου η νύχτα, ο ύπνος ο πρώτος, ο ύπνος πριν από τα όνειρα, πριν απ ό,τι μπορεί να δει κανείς ή ν ακούσει, το μνημείο των Πεσόντων σαν φως στο κενό. Σαν σημάδι. Καμιά φωνή από τριζόνι ή γρύλο. Θα μπορούσε να ξημερώσει σε λίγο κι ούτε κόκορας. Είχε φτάσει στο σπίτι, στην Πλατεία των Πεσόντων, κι ήμουν όπως πριν γεννηθώ, πριν το δώ, πριν πέσει αυτό και οι άλλοι -άλλος από φωτιά κι άλλος από φαρμάκι- κι ο τελευταίος απόψε τόσο ατάραχος. Πριν να γνωρίσω τίποτε ή σαν να τα ξέχασα όλα. Σαν σκοτάδι που νομίζεις πως είσαι τυφλός. Σαν καπετάνιος που αγναντεύει το πέλαγος κι ούτε νησί γύρω, ούτε γλάρος.
Πολύ αργότερα κατάλαβα πως η αίσθηση αυτή του απόλυτου κενού που δοκίμασα εκείνη την παράξενη νύχτα δεν ήταν άλλο από τον συνδυασμό δυο διαφορετικών εικόνων που καταργούσαν η μια την άλλη: το σπίτι ήταν και δεν ήταν αυτό. Άλλαζαν θέσεις οι γωνίες των τοίχων, τα μπαλκόνια. Άλλαζε ο γύρος της πλατείας, οι κήποι. Έφευγαν προς άλλες κατευθύνσεις οι δρόμοι. Το τοπίο ολόκληρο ήταν συνάμα το ίδιο και άλλο. Οι δυο εικόνες ήταν κολλημένες σε ιστό που στροβιλιζόταν κι εμφανίζονταν διαδοχικά οπως στους μύλους που έχουν παιδιά και γυρίζουν, σαν τρέχεις, τόσο γρήγορα, που ούτε χρώματα βλέπεις πια ούτε σχήματα, αλλά μόνο τη θολούρα της δίνης.
Ξαφνικά είδα το μνημείο. Εκεί όπου η οσμή της άρμης, εκεί όπου η νύχτα, ο ύπνος ο πρώτος, ο ύπνος πριν από τα όνειρα, πριν απ ό,τι μπορεί να δει κανείς ή ν ακούσει, το μνημείο των Πεσόντων σαν φως στο κενό. Σαν σημάδι. Καμιά φωνή από τριζόνι ή γρύλο. Θα μπορούσε να ξημερώσει σε λίγο κι ούτε κόκορας. Είχε φτάσει στο σπίτι, στην Πλατεία των Πεσόντων, κι ήμουν όπως πριν γεννηθώ, πριν το δώ, πριν πέσει αυτό και οι άλλοι -άλλος από φωτιά κι άλλος από φαρμάκι- κι ο τελευταίος απόψε τόσο ατάραχος. Πριν να γνωρίσω τίποτε ή σαν να τα ξέχασα όλα. Σαν σκοτάδι που νομίζεις πως είσαι τυφλός. Σαν καπετάνιος που αγναντεύει το πέλαγος κι ούτε νησί γύρω, ούτε γλάρος.
Πολύ αργότερα κατάλαβα πως η αίσθηση αυτή του απόλυτου κενού που δοκίμασα εκείνη την παράξενη νύχτα δεν ήταν άλλο από τον συνδυασμό δυο διαφορετικών εικόνων που καταργούσαν η μια την άλλη: το σπίτι ήταν και δεν ήταν αυτό. Άλλαζαν θέσεις οι γωνίες των τοίχων, τα μπαλκόνια. Άλλαζε ο γύρος της πλατείας, οι κήποι. Έφευγαν προς άλλες κατευθύνσεις οι δρόμοι. Το τοπίο ολόκληρο ήταν συνάμα το ίδιο και άλλο. Οι δυο εικόνες ήταν κολλημένες σε ιστό που στροβιλιζόταν κι εμφανίζονταν διαδοχικά οπως στους μύλους που έχουν παιδιά και γυρίζουν, σαν τρέχεις, τόσο γρήγορα, που ούτε χρώματα βλέπεις πια ούτε σχήματα, αλλά μόνο τη θολούρα της δίνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου