1
Ο
αδελφός σου κείται νεκρός, Αντιγόνη.
Χτες
η ατίθαση φωνή του ξερνούσε
μίσος
κι ανατρεπτικά συνθήματα,
όποιος
τον άκουγε το 'χε για σίγουρο
πως
η αυγή του Σαββάτου θα τον εύρισκε
πορθητή
ή σκοτωμένο.
2
Τώρα
πια σβήστηκαν οι εμπρηστικές
αστραπές
των ματιών του.
Δε
ζει ο θρασύς
που
διαλογίστηκε να ρίξει τους κρατούντες
και
παραβαίνοντας τους νόμους να καυχιέται
ότι
είναι τέτοια πράξη ενδοξότατη.
3
Πότε
σήκωσε το κεφάλι; Πώς ξέφυγε
τους
φρουρούς, τους πυκνούς σωματοφύλακες,
τους
σπιούνους μας; Πότε γίνηκαν τέσσερεις,
πότε
γίνηκαν εκατό, πώς υποδαύλισαν
τη
φωτιά που αδιόρατα φούντωσε
μέσα
στην άλαλη πόλη;
4
Δεν
καταλάβαμε καν τι ζητούσαν.
Αν
ήθελαν για ελόγου τους την εξουσία
θα
'ταν πιο λογικό. Άρχοντες ανεβαίνουν,
άλλοι
πέφτουν. Αυτοί διαλαλούσαν ότι η πόλη
δεν
ανήκει σε αρχόντους, παρά στο λαό.
………………………………………………..
38
Αλίμονο
στην πόλη που ανωφέλητα
φυτεύει
τέκνα. Αν δείχνονταν νομοταγείς
τώρα
θα ζούσαν και θα τους είχαμε
στηρίγματα
μας, όχι φαντάσματα
να
μας ταράζουν την ανάσα και τον ύπνο.
41
Φέτο
δε θά 'ρθει η άνοιξη, δε θ' αφήσουμε
τους
κούκους να τιτιβίσουν τα τραγούδια
των
στασιαστών, τις μυγδαλιές να τους μυρώσουν,
όχι,
τον ήλιο δε θα τον αφήσουμε
να
ξεκαλοκαιριάσει, και τα τζιτζίκια
να
τσιρίζουν ζει ζει ζει.
42
Ετούτος
ο Νοέμβρης θα μείνει καρφωμένος
μέσα
στο χρόνο, με τις ατέλειωτες του νύχτες,
με
το βοριά στα στηλωμένα μάτια μας,
με
τους τριγμούς κλαριών ή πατημάτων,
κρωγμούς
ή συνθηματικές κραυγές συνωμοτών.
43
Δεν
ξεγελιόμαστε απ' τα τεχνάσματα σας.
Κάποιος
ρίχνει κόκκινο χρώμα στα ποτάμια —
δεν
έρευσε από φλέβες τόσο κόκκινο.
Κάποιος
βάφει πορφυρένια τη θάλασσα
και
τα σύννεφα στάζουν αίματα, αίματα,
πλημμυρίζουν
οι δρόμοι.
Από
τη συλλογή Προς Αντιγόνην, Αθήνα, 1975.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου