Η ώρα περνούσε, ο ήλιος μαζεύονταν στις χαραμάδες/ εκείνη κοιτούσε από
το παράθυρο μακριά, περίμενε/ τίποτα δεν έδειχνε ότι η μέρα άλλαζε,
αποσυγχρονίζονταν/ κι όμως ο χρόνος γύριζε συνήθειες, την ήθελε δική
του/ το κουδούνι χτύπησε, αμηχανία κυριάρχησε/ δεν έδειχνε σε τίποτα
διαφορετικό από προηγούμενα, πρόσκαιρο/ βιάστηκε να φτάσει κοντά να δει
τι γίνεται, άνοιξε/ το φως διάβηκε στα πατώματα χτυπώντας, αναστάτωση/
εκείνη χαρούμενη έγινε ένα με τον ορίζοντα, φως μας έστρωνε στα χρόνια."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου