ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΔΙΑΦΑΝΑ
Θα μπορούσε να είναι μια προσευχή
ομαδική εν σχήματι ζιγκουράτ Βαβυλώνος
έστω μία προσέγγιση στο εκτυφλωτικό περίσσευμα
καθώς την άμμο διασχίζεις
κι ο ήλιος γάζες, αλληλέγγυος
καμώνεται πως δεν καταλαβαίνει
γλύφει την καρδιά σου
το φουντωτό σγουρό βασιλικό των κοριτσιών
πρακτορεύοντας τον Αύγουστο
κόβοντας προσωρινά στα δύο
την αγωνία της πόλης
ομαδική εν σχήματι ζιγκουράτ Βαβυλώνος
έστω μία προσέγγιση στο εκτυφλωτικό περίσσευμα
καθώς την άμμο διασχίζεις
κι ο ήλιος γάζες, αλληλέγγυος
καμώνεται πως δεν καταλαβαίνει
γλύφει την καρδιά σου
το φουντωτό σγουρό βασιλικό των κοριτσιών
πρακτορεύοντας τον Αύγουστο
κόβοντας προσωρινά στα δύο
την αγωνία της πόλης
κι η άλλη πόλη που υπάρχει
κάτω απ’ την πόλη περνώντας την πύλη
με τα θαυμαστά πετρώματα
που το φως δεν καταδέχεται να πάει
καθώς λάμπουν από τον ευατό τους...
κάτω απ’ την πόλη περνώντας την πύλη
με τα θαυμαστά πετρώματα
που το φως δεν καταδέχεται να πάει
καθώς λάμπουν από τον ευατό τους...
«Ελάτε, ελάτε στη σκιά» εφώναξε εκείνος
κι η γυναίκα των έξεων με τα σιρίτια στο παρεό
ξύπνησε το γιορτινό, αποδεσμεύτηκε
προετοιμάζοντας το είδος τής αλήθειας
«το όχι σου θα λες δίχως δικαιολογίες…»
κι η γυναίκα των έξεων με τα σιρίτια στο παρεό
ξύπνησε το γιορτινό, αποδεσμεύτηκε
προετοιμάζοντας το είδος τής αλήθειας
«το όχι σου θα λες δίχως δικαιολογίες…»
Η άλλη γυναίκα
σώμα στη ζούγκλα του
εναλλάξ άφιλο φύλλο και τούμπαλι
προετοιμάζεται στον ανεπαίσθητο θόρυβο
σώμα στη ζούγκλα του
εναλλάξ άφιλο φύλλο και τούμπαλι
προετοιμάζεται στον ανεπαίσθητο θόρυβο
όπως ρώγα στητή σε στήθος
όπως τα αθέατο είναι θαυμαστό
στην πρώτη ψύχρα
γλυκοκοιμάται και ξυπνά
διακρίνει
έξω από χνωτισμένα τοπία το ανυποψίαστο
καθώς η διαφάνεια έρχεται
με μια κατεβασιά
σαν το μετάξι ρούχου που πέφτει
στο καταμεσήμερο
κι η διαφάνεια δεν γνέφει
δεν γέρνει σε κανένα τρόμο
λέει
ή εσύ ή εγώ
το εγώ έχοντας χρέος να γλυτώνει
τον οποιοδήποτε θάνατο
γλυτώνει
ή εσύ ή εγώ
το εγώ έχοντας χρέος να γλυτώνει
τον οποιοδήποτε θάνατο
γλυτώνει
Ο γλύπτης οικειοποιήθηκε τη σχετικότητα των χτυπημάτων
με ένα καλέμι όρισε τον περασμένο κόσμο και το νέο
ενδιάμεσα τα κρύσταλλο
αν ξέρεις το σπάζεις
βρίσκοντας το αγαπημένο παρόν.
Ίδιο με την αγάπη περιμένει
λέγοντας χαίρε σ’ αυτούς
που ανοίγονται στη στιγμή…
με ένα καλέμι όρισε τον περασμένο κόσμο και το νέο
ενδιάμεσα τα κρύσταλλο
αν ξέρεις το σπάζεις
βρίσκοντας το αγαπημένο παρόν.
Ίδιο με την αγάπη περιμένει
λέγοντας χαίρε σ’ αυτούς
που ανοίγονται στη στιγμή…
«…ανοίγομαι κι εγώ» φώναξε εκείνη
«έχω καλή πεταξιά
Σαν τα περιστέρια της Τήνου
Μετά από θαύμα και φως
Κι άσε το Βοριά να δέρνει το νησί από τότε
Που τα παιδιά του σκότωσαν»…
Έπειτα κοιτάζει το πρόσωπό της στον
Καθρέφτη
Κι όλοι οι χυμοί
Ξεχύνονται…
Αναβαθμίζεται ο χρόνος στη θερμοκοιτίδα
ποια η καταγωγή του ;
έχει πεινασμένο στόμα
«έχω καλή πεταξιά
Σαν τα περιστέρια της Τήνου
Μετά από θαύμα και φως
Κι άσε το Βοριά να δέρνει το νησί από τότε
Που τα παιδιά του σκότωσαν»…
Έπειτα κοιτάζει το πρόσωπό της στον
Καθρέφτη
Κι όλοι οι χυμοί
Ξεχύνονται…
Αναβαθμίζεται ο χρόνος στη θερμοκοιτίδα
ποια η καταγωγή του ;
έχει πεινασμένο στόμα
Μ’ όλες αυτές τις διαδικασίες
σε μια εμβόλιμη κίνηση
ξύπνησε είδηση στο ραδιόφωνο ο βιαστής
και νάτες, νάτες περασιές οι βελονιές στο χρόνο
να με μαθαίνουν όλους τους δείκτες
ν’ αψηφώ στο επιχείρημα της ομορφιάς
… μουρμούρισα
«Εγώ μπορώ να πεθάνω
για μια αναποδογυρισμένη δαντέλα!»
¨κι αυτό τι σημασία έχει»
είπε εκείνος ξαφνιάζοντας τις σκέψεις μου…
σε μια εμβόλιμη κίνηση
ξύπνησε είδηση στο ραδιόφωνο ο βιαστής
και νάτες, νάτες περασιές οι βελονιές στο χρόνο
να με μαθαίνουν όλους τους δείκτες
ν’ αψηφώ στο επιχείρημα της ομορφιάς
… μουρμούρισα
«Εγώ μπορώ να πεθάνω
για μια αναποδογυρισμένη δαντέλα!»
¨κι αυτό τι σημασία έχει»
είπε εκείνος ξαφνιάζοντας τις σκέψεις μου…
ξαναμουρμούρισα, εγώ μπορώ να πεθάνω
μπορώ να πεθάνω στο επιχείρημα της ομορφιάς
στο νόμισμα που πέφτει στη σχισμή, κερί ή τάμα
της ύπαρξης για ύπαρξη
μ’ ασημένιο τριγωνάκι χτυπητό στο χέρι
σαν από τη μοίρα
κι ακούς ;
ακούς την είδηση ;
σήμερα ντρέπομαι που δεν είμαι μια πέτρα
βυθισμένη κι απρόθεσμη
στοχεύοντας το νου του αλλόκοτου
τρώγοντας το στόμα μου
γιατί αυτό που μόλις άκουσα… το άκουσες;
το άκουσες;
-τόπος εξαίσιος με σημασίες η Κίνα
μέσα από τη σοφία της
διαπραγματεύεται
για μία μεταμόσχευση
τα όργανα του ενόχου
καθώς στην αγχόνη πηγαίνει
τ’ αργύρια αστράφτουν…
στο νόμισμα που πέφτει στη σχισμή, κερί ή τάμα
της ύπαρξης για ύπαρξη
μ’ ασημένιο τριγωνάκι χτυπητό στο χέρι
σαν από τη μοίρα
κι ακούς ;
ακούς την είδηση ;
σήμερα ντρέπομαι που δεν είμαι μια πέτρα
βυθισμένη κι απρόθεσμη
στοχεύοντας το νου του αλλόκοτου
τρώγοντας το στόμα μου
γιατί αυτό που μόλις άκουσα… το άκουσες;
το άκουσες;
-τόπος εξαίσιος με σημασίες η Κίνα
μέσα από τη σοφία της
διαπραγματεύεται
για μία μεταμόσχευση
τα όργανα του ενόχου
καθώς στην αγχόνη πηγαίνει
τ’ αργύρια αστράφτουν…
κι αυτό έχει σημασία
γιατί
και αν τη γλώσσα μου κόψουν
με μια σιωπηλή κόκκινη κατακόκκινη μανία
θα μαρτυρώ στο κέντημα στάζοντας
θα μαρτυρώ στο ποίημα στάζοντας
το Ματωμένο γάμο στο Ιράκ
στην Παλαιστίνη την Γκουέρνικα
γιατί
και αν τη γλώσσα μου κόψουν
με μια σιωπηλή κόκκινη κατακόκκινη μανία
θα μαρτυρώ στο κέντημα στάζοντας
θα μαρτυρώ στο ποίημα στάζοντας
το Ματωμένο γάμο στο Ιράκ
στην Παλαιστίνη την Γκουέρνικα
μαύρο στο μαύρο το μελάνι οι λέξεις
το ποίημα
το ποίημα
δέρμα που σκεπάζει δεν σκεπάζει
το μαρτυριάρικο σώμα μου
κι όπως
έρποντας τα πράγματα έρχονται κατ’ επάνω μου
μ’ αρπάζουν
γίνομαι αυτό που έρχεται
το μαρτυριάρικο σώμα μου
κι όπως
έρποντας τα πράγματα έρχονται κατ’ επάνω μου
μ’ αρπάζουν
γίνομαι αυτό που έρχεται
…πρόσεχε
ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ
Συναπαντήθηκαν
στο μόλο
έξω
από το μύλο
κάθισαν στο σκαλοπάτι
η
γυναίκα πρόσφερε μηλόκρασο
συνεχώς μιλούσε
ένα
μίλημα σαν φίλημα
για
τον άνδρα πού ’γινε
θάλασσα
θάλασσα
κι
απ’ τους δυο ο ένας
- μονόλιθος
- βαρίδι, nature mort
όταν
τον στοχάζεται τόσο
τινάζει
τα φτερά της
κι
α
ν
ο
ί
γ
ε
τ
α
ι
στην
κοι
λιά
της
νύχτας
άστρo...
ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΦΙΛΙΑΣ
Την κίνηση
που κάνει το χέρι
στο σφυρί
προς το καρφί
όμως η
κίνηση
ζητάει
να της αποκριθείς
όταν στο
πρόσωπο αναρτάς το κάλυμμα
κρύβοντας
τη παράφορη κουβέντα
με τα’
αγριοπερίστερα του Φελλίνι
και τους
παροξυσμούς του δείπνου
κι η τελευταία
μου καρδιά
χαραμάδες
είχε
στη γύρη
της «γνώσης»
σώπαινε
τις εκδοχές
………………………….
α, πρόσωπο
οικείο
εκτυφλωτική
κλωστή που σφίγγεις μονάχα
εμένα
εμένα
α, εγωισμοί
………………………..
και τέτοιον
θόρυβο πως κάναν οι φωτιές
σαν πέσαν
στα βαθιά
νερά
των ματιών
θρύψαλα καταρακτικά
σχεδόν
να πλημμυρίζουν
και να
μην έχω άλλο χώρο, πεταλούδες
ούτε σωσίβιο
έξω απ’ τη «γνώση»
……………………
Άντε, πάμε
πάρα κάτω !
ξαναχτυπιέμαι
από το
ωραιότερο
παρηγορητικό
κι αυτό
-το ωραιότερο-
ν’ανεβαίνεις
με τον χαρταετό
στο πράσινο
της Καθαρής Δευτέρας
και ξάφνου
τσαφ ο σπάγκος
και τρέχα
……………………..
μετά μ’άλλο
μπαλόνι
ανυψωτική
στο χρώμα
του μούσμουλου
και τσαφ
στο απεριόριστο
τσαφ
τσαφ ξανά
επιστροφή
στην τζαμαρία
με τη μεγάλη
θέα
να κυνηγάει
παγιδευμένος ο σπουργίτης
τη φυγή
προς τα
έξω
και να
χτυπιέται καταπάνω στα τζάμια
και πάρτον
κάτω ούτε αποδημητικό
με μια
καρδιά
να διογκώνει
«το εκστατικό»
σε όλα τα
χρώματα !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου