Σελίδες

Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

Στο δάσος

Οι κίνδυνοι στο δάσος δεν τελειώνουν.
Αίφνης πετάγεται μπροστά σου ένας σκίουρος
πέφτεις με δύναμη στα φρένα, σβήνει ο κινητήρας
βγαίνεις και χάνεσαι στο δάσος
 
άλλη φορά
βρίσκεις ρυάκι δροσερό, σκύβεις να πιεις, το ξαναβλέπεις
που ’ναι ποτάμι αγριωπό, θολό κατεβασμένο
σέρνει λιθάρια ριζιμιά, δέντρα ξεριζωμένα
σέρνει και μια γλυκομηλιά τα μήλα
φορτωμένη
δεν είναι αυτό ρυάκι δροσερό να πιεις
να ξεδιψάσεις, είν’ ένας κίνδυνος
του δάσους και φυλάξου
 
φυλάξου την κακή στιγμή, τις ατραπούς, φυλάξου
τ’ αδιέξοδα
κι όσο βαθαίνει ο δρόμος σου στο δάσος τόσο
κινδυνεύεις
να βγουν ληστές να σε
κυκλώσουν ή να δεις
νεράιδες να χορεύουν, ξωτικά
να πεις κουβέντα και σου πήραν
τη φωνή, μπορεί να βγεις
σε δρακολίμνη ή σε λιβάδι
μ’ ανεμώνες
κι όσο το μάτι βλέπει όλο ανεμώνες
φυσάει
ένας αγέρας ελαφρός, τις γέρνει
αλλάζουν χρώματα
εκεί ξεχνιέσαι, δεν υπάρχει
επιστροφή
 
κι αλλού τα μονοπάτια κόβονται κι αλλού
χωρίζουν δυο και τρεις κι αμέτρητες
φορές, δεν ξέρεις ποιο
να πάρεις, ποιο ν’ αφήσεις
μένεις, τα κοιτάζεις
κάποτε όσο βαδίζεις νιώθεις που ψηλώνουν
τα δέντρα, όλο ψηλώνουν, δεν υπάρχει
ουρανός
ίσκιος βαρύς κι όλο βυθίζεσαι
στο δάσος, κι αν ακούσεις
πουλιά κρυφά να κελαηδούν
μ’ ανθρωπινή
λαλίτσα, να μην πεις
πουλάκια είναι κι ας λαλούν, πουλάκια
είναι κι ας λένε, να μην πεις
μην ησυχάσεις
το ’πανε κι άλλοι, δεν τους βγήκε
σε καλό, κανείς
δεν τους πιστεύει
βυθίζεσαι
στο δάσος και φυλάξου
φυλάξου απ’ τις παγίδες
στημένες αμνημόνευτο
καιρό σε περιμένουν
κι άγρια θηρία
σαρκοβόρα, κι αλεπούδες
σε βλέπουνε
παντού, πώς να ξεφύγεις
 
κι αν βγεις σε μέγα ξέφωτο και δεις
μεγάλες πόλεις και χωριά και κάστρα
μη γελαστείς, δεν πέρασες το δάσος
πέρασες μόνο στην απέναντι πλευρά του
μεσ’ από ίσκιους και σκοτάδια και σκιές
βγήκες στην άλλη του πλευρά και συνεχίζεις
 
στο δάσος όταν μπεις ποτέ δε βγαίνεις
ανοίγονται
βαθιές σπηλιές, πλέκουν οι ρίζες
τόσων δέντρων δίχτυ
αδιάβατο, κι όλο ρωτάς
όλο ρωτάς πώς βρέθηκες στο δάσος
και κανείς
κανείς δεν αποκρίνεται, κανείς
δε σου μιλά, άλλωστε εκεί
εκεί συνδυό δεν περπατούν, συντρείς
δεν κουβεντιάζουν
παρά ένας ένας μοναχός και πάλι
φόβον έχει
 
μην παίζεις μες στο δάσος, μην παίζεις
με το δάσος
καμιά φορά σαρώνουν πυρκαγιές
καμιά φορά
η στάχτη αποκαλύπτεται
 
βήμα το βήμα και πληθαίνουν
τ’ αδιέξοδα
βήμα το βήμα και πληθαίνουν
οι σιωπές
στο δάσος μπλέκει η λογική σε βάτους, σε πουρνάρια
μπλέκει, κι εσύ τόσον καιρό
τόσον αδιάβατο καιρό τι θέλεις
τι θέλεις και μπερδεύεσαι, τι θες
και καταγράφεις
άφες τα κοντοπούρναρα, ξόρκισ’ αυτούς τους βάτους
 
μεγάλος κίνδυνος κι εδώ
μεγάλος, πώς τον αψηφάς, μπορεί
να πέσεις πάνω στον Καλλίμαχο
να ’τος, σε λοιδορεί, πώς να ξεφύγεις
πώς να ξεφύγεις απ’ αυτή την αλεπού
 
χρόνια βυθίζεσαι στο δάσος και μετράς
μετράς αμέτρητους κινδύνους και κανείς
κανείς δεν άκουσε για σένα, ποιος
ν’ ακούσει, ποιος
να θυμηθεί
χρόνια βυθίζεσαι στο δάσος σιωπηλά
χρόνια βυθίζεσαι στο δάσος ξεχασμένος.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου