Βαζιργιαντζίκη Άρτεμις
Κοπάδια μαύρα άλογα καλπάζαν στην ομίχλη.
Μπλεχτήκανε στις φυλλωσιές τα πύρινα μαλλιά σου.
Ένα ξεφάντωμα φωτιάς, αίματος και δακρύων.
Ξεπέζεψες
Τά’κοψες σύρριζα μεμιάς, καταμεσής στον σβέρκο.
Χάιδεψες την ανάσα σου, πλεγμένη σε στεφάνι.
Τριχιά ξοπίσω σου έσερνες μακριά, στο μονοπάτι.
Ξυπόλητη
Τ’ αγκάθια μπήγονταν βαθιά μεσ’ στις λευκές πατούσες.
Βελανιδιές, φτελιές, οξυές, έλατα και σημύδες.
Δέντρα που στις κουφάλες τους τα ξωτικά ξωμένουν.
Προχώραγες
Δάσος υγρό, πολύχρωμο, ο σύντροφος στον πόνο.
Πουλιά που σε κοιτάζανε με βελουδένια μάτια.
Κάποιοι αποκεφάλισαν χιλιάδες μανιτάρια.
Τους βρήκες
Λαιμοί τραχιοί, σε ξέφωτο ύπνο βαθύ εκοιμόνταν.
Ήτανε μάλλον το κρασί του Διόνυσου που ήπιαν.
Μία τριχιά από μαλλιά πυρόξανθα φορέσαν.
Την έπλεξες
Τους έσφιξε σα μέγγενη και τη λαλιά τους πήρε.
Μετά, τους έκοψες ευθύς σ’ ασύμμετρα κομμάτια.
Τα μοίρασες στα όρνεα που κατοπτεύαν πάνω.
Τα σκόρπισες
Ευθύς τα καταβρόχθισαν ̇ δεν έμειν’ ούτε ίχνος.
Κανείς να μην τους θυμηθεί, κανείς να μην τους θάψει.
Όπως αυτοί που πέταξαν το δόλιο τον πατέρα.
Έκλαψες
Σε ξεροπήγαδο βαθύ, μόνο με την σκιά του.
Τον κηπουρό, που άνθρωπο δεν έβλαψε κανένα.
Ένας κρατούσε το τσαπί, κι’ ο άλλος το δρεπάνι.
Έψαξες
Τον βρήκες και τον έθαψες ̇ ας ειν’ καλά η Μαίρα.
Που ήρθε και σου τράβαγε επίμονα τα ρούχα.
Άρχισες άγριο χορό, εκεί πάνω στον τάφο.
Σύρθηκες
Μία τριχιά από μαλλιά πυρόξανθα, την πήρες.
Την έπλυνες σε μια πηγή, κει δίπλα στο ποτάμι.
Αφού δεήθης στους θεούς, κρεμάστηκες στο δέντρο.
Αιωρείσαι
Άλλο δεν άντεξ’ η πνοή, σκόρπισε σαν αιθέρας.
Πουλί που πέταξε μακριά, στου ορίζοντα τα βάθη.
Ένα αστέρι μοναχό, το Άστρο της Παρθένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου