Σελίδες

Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

η γαμισο μηχανή

ήταν μια ζεστή βραδιά στου Τόνυ΄ ούτε που σου πέρναγε απ'το μυαλό να γαμήσεις. μόνο με κρύα μπύρα μπορούσες να δροσιστείς λιγάκι. ο Τόνυ έσπρωξε δυο μπουκάλια προς εμένα και τον Μάικ τον ινδιάνο, κι ο Μάικ ο ινδιάνος έβγαλε να πληρώσει. τον άφησα να κεράσει τον πρώτο γύρο. ο Τόνυ πήρε το χρήμα βαριεστημένος, έριξε μια ματιά τριγύρω - πεντ'έξι τύποι με τα μάτια καρφωμένα στις μπύρες τους κρυόκωλοι. ο Τόνυ, μη έχοντας τι άλλο να κάνει, μας πλησίασε.
"τι νέα Τόνυ;" ρώτησα.
"σκατά" είπε ο Τόνυ.
"για καινούριο το λες αυτό;"
"σκατά" είπε ο Τόνυ.
"σκατά" είπε ο Μάικ ο ινδιάνος.
σκύψαμε στις μπύρες μας.
"τι γνώμη έχεις για το φεγγάρι;" ρώτησα τον Τόνυ.
"σκατά" είπε ο Τόνυ.
"μά'στα", είπε ο Μάικ ο ινδιάνος "όταν κάποιος είναι μαλάκας στη γη εξακολουθεί να'ναι μαλάκας και στο φεγγάρι. καμιά διαφορά".
"λένε ότι μάλλον δεν υπάρχει ζωή στον Άρη" είπα.
"ε, και;" ρώτησε ο Τόνυ.
"ωχ,σκατά" είπα "φέρε άλλες δυο μπύρες".
ο Τόνυ τις έφερε, πήρε τα λεφτά, τα πέρασε στο ταμείο, ξαναγύρισε. "σκατά, κάνει ζέστη. θα'θελα να'μουν πιο ψόφιος κι απο μεταχειρισμένη καπότα".
"που πάνε οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν, Τόνυ;"
"σκατά. ποιος νοιάζεται;"
"δεν πιστεύεις στο Ανθρώπινο Πνεύμα;"
"σκατά κι απόσκατα!"
" κι ο Τσέ; η Ζαν ντ' Άρκ; ο Κιντ Μπίλλυ ο ληστής; όλοι αυτοί;"
"σκατά κι απόσκατα!"
ρουφούσαμε τις μπύρες μας και το συλλογιζόμασταν.
"κοιτάτε" είπα "πάω να κατουρήσω".
πήγα στην τουαλέτα κι εκεί - όπως πάντα- βρήκα τον Πήτεϋ την κουκουβάγια. την έβγαλα κι άρχισα να κατουράω.
"τι τα θες, είσαι μικροτσούτσουνος" μου είπε.
"μόνο όταν κατουράω και συλλογίζομαι. αλλά γενικά, είμαι από εκείνους τους τύπους που τους τεντώνεται σα λάστιχο. όταν καυλώνω κάθε ίντσα που διαθέτω μετράει για έξι".
"τόσο το καλύτερο για σένα - αν δεν λες ψέμματα. γιατί, εγώ βλέπω το πολύ δύο ίντσες".
"έχω βγάλει μόνο το κεφάλι".
"σου δίνω ένα δολλάριο αν μ'αφήσεις να σου κάνω μια πίπα".
"λίγα".
"δε δείχνεις μόνο το κεφάλι.έχεις βγάλει όλο το πράμα σου στη φόρα".
"άει γαμήσου Πήτ".
"θα ξανάρθεις όταν δεν θα'χεις λεφτά για μπύρες".
βγήκα.
"δυο μπύρες ακόμα" παρήγγειλα.
ο Τόνυ έβαλε μπρος τη γνωστή ρουτίνα. ξανάρθε.
"κάνει τόση ζέστη που νομίζω ότι θα τρελαθώ" είπε.
"η ζέστη σου αποκαλύπτει τον αληθινό σου εαυτό" είπα στον Τόνυ.
"για στάσου! μ'αποκαλείς τρελό;"
"σχεδόν όλοι είμαστε. μα μην το λες σε κανένα το κρατάμε μυστικό".
"ωραία, ας πούμε ότι οι μαλακίες που λες έχουν κάποια βάση. κατά τη γνώμη σου πόσοι λογικοί άνθρωποι υπάρχουν στον κόσμο; ένας; δύο;"
"στα δισεκατομύρρια;"
"ναι,ναι".
"θα'λεγα πέντ'ή έξι".
"πέντ'ή έξι;" είπε ο Μάικ ο ινδιάνος. "άσε ρε φίλε, κάνε μας καμιά πίπα καλύτερα".
"κοίτα" είπε ο Τόνυ. "πως το ξέρεις ότι είμαι παλαβός; κι αν είναι αλήθεια, τότε πως την βγάζουμε καθαρή;"
"ε, μια κι όλοι μας είμαστε παρανοϊκοί, αυτοί που μπορούν να μας κάνουν κουμάντο είναι λίγοι, πολύ λίγοι, κι έτσι μας αφήνουν να κυκλοφορούμε λυτοί. για την ώρα αυτό είναι όλο κι όλο που μπορούν να κάνουν. κάποτε νόμιζα ότι θα πηγαίνανε να μείνουν κάπου στο διάστημα όσο καιρό θα τους έπαιρνε να μας ξεκάνουν. αλλά μετά, κατάλαβα ότι οι παρανοϊκοί ελέγχουν και το διάστημα".
"πως το κατάλαβες;"
"αφού στήσανε την αμερικάνικη σημαία στο φεγγάρι".
"κι αν υποθέσουμε ότι στήσανε οι ρώσοι τη ρώσικη σημαία;"
"το ίδιο κάνει" είπα.
"αυτό σημαίνει ότι δε σ'ενδιαφέρει;" ρώτησε ο Τόνυ.
"απ'τη στιγμή που πρόκειται μόνο και μόνο για διαφορετικές μορφές τρέλας, δε μου κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη".
σωπάσαμε. πίναμε. μαζί κι ο Τόνυ, που κατέβαζε ουίσκυ με νερό. γιατί όχι; το μαγαζί ήταν δικό του, ότι ήθελε έκανε.
" Χριστέ μου, κάνει ζέστη είπε ο Τόνυ.
" σκατά, ναι, κάνει" είπε ο Μάικ ο ινδιάνος.
και τότε ο Τόνυ άρχισε να μιλάει. "η τρέλα λοιπόν" είπε ο Τόνυ "ξέρετε ρε μάγκες, κάτι τελείως παλαβό συμβαίνει εδώ, τούτη ακριβώς τη στιγμή!"
"βέβαια" είπα.
"όχι, όχι, όχι... εννοώ, ΕΔΩ, στο μαγαζί μου!"
"ναι;"
"ναι. είναι τόσο παρανοϊκό που μερικές φορές με φοβίζει".
"πες μου τι συμβαίνει, Τόνυ" είπα, πάντοτε έτοιμος ν'ακούσω τις μαλακίες των συνανθρώπων μου.
ο Τόνυ έσκυψε στ'αυτί μου. "ξέρω έναν τύπο που έχει μια γαμισομηχανή. όχι σαν τις αηδίες που διαβάζεις στις αγγελίες των πορνοπεριοδικών - μπουκάλια ζεστό νερό, μουνιά μιας χρήσης και τα τέτοια. αυτός ο μάγκας έχει φτιάξει κάτι πραγματικά σπουδαίο. είναι ένας γερμανός επιστήμονας που προλάβαμε να τον αρπάξουμε εμείς - δηλαδή η κυβέρνηση - πριν τον αρπάξουν οι ρώσοι. λοιπόν, τώρα άκου, και κοίτα μη σου ξεφύγει τίποτα".
"μα ναι, Τόνυ, φυσικά, έχεις δίκιο..."
" τον λένε Φον Μπράσλιτζ. η κυβέρνηση προσπάθησε να τον βάλει στο διαστημικό πρόγραμμα. τζίφος, μεγαλοφυής ο γέρος, αλλά το μόνο που έχει στο μυαλό του είναι η ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ. νομίζει ότι είναι καλλιτέχνης, αποκαλεί τον εαυτό του Μιχαήλ Άγγελο... του δώσαν σύνταξη πεντακόσια δολλάρια το μήνα, για να κρατηθεί έξω από τα τρελάδικα. για λίγο καιρό τον παρακολουθούσαν, μετά βαρέθηκαν ή τον ξέχασαν, μα οι επιταγές εξακολουθούν να έρχονται. κάπου κάπου, εμφανίζεται κάποιος πράκτορας, του μιλάει για κάνα τεταρτάκι και μετά πάει να αναφέρει ότι είναι ακόμη τρελός. έτσι λοιπόν, τριγύρναγε από πόλη σε πόλη σέρνοντας μαζί του μια μεγάλη κόκκινη βαλίτσα. κάποιο βράδυ καταφθάνει εδώ κι αρχίζει να πίνει. μου λέει ότι είναι ένας κουρασμένος γέρος που ψάχνει μια ήσυχη γωνιά για τις έρευνές του. εγώ, προσπαθούσα να τον αποθαρρύνω. ξέρεις τώρα, πόσοι μουρλοί μαζεύονται εδώ μέσα".
"ναι"είπα.
"και μετά, που λες, γίνεται φέσι και μου τα λέει χαρτί και καλαμάρι. έχει σχεδιάσει, λέει, μια μηχανή γυναίκα που κάνει το καλύτερο γαμίσι των αιώνων, χωρίς καπότες, καυγάδες και τα γνωστά σκατά!"
"σ'όλη μου τη ζωή"του είπα "μια τέτοια γυναίκα έψαχνα".
ο Τόνυ γέλασε. "όλοι οι άντρες, όχι μόνο εσύ. φυσικά, τον πέρασα για τρελό, μέχρι που ένα βράδυ μετά το κλείσιμο, πήγαμε μαζί στο σπίτι του, κι έβγαλε τη ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ απ'την κόκκινη βαλίτσα".
"ναι;"
"ήταν σα να πήγαινες στον παράδεισο πριν πεθάνεις".
"άσε με να μαντέψω τα υπόλοιπα".
"μάντεψε".
"ο Φον Μπράσλιτζ κι η ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ του βρίσκονται αυτή τη στιγμή εδώ, στο μαγαζί σου, στο πάνω πάτωμα".
"αχά" είπε ο Τόνυ.
"πόσα;"
"είκοσι δολλάρια ο καθένας".
"είκοσι δολλάρια για να γαμήσω μια μηχανή;"
έχει ξεπεράσει ότι και να ήταν αυτό που μας Δημιούργησε. θα δεις."
"ο Πήτεϋ η κουκουβάγια μου κάνει πίπα για ένα δολάριο."
"ο Πήτεϋ η κουκουβάγια είναι εντάξει, αλλά ποτέ δεν υπήρξε η εφεύρεση που έβγαλε νόκ άουτ τους θεούς".
Του έδωσα τα είκοσι δολλάριά μου.
"μα το Θεό σου λέω Τόνυ, αν μου κάνεις καμιά παλαβή φάρσα, έχεις χάσει τον καλύτερο πελάτη σου!"
"όπως είπες προηγούμενα, έτσι κι αλλιώς είμαστε όλοι μας τρελοί. εξαρτιέται από σένα".
"σωστά" είπα.
"σωστά είπε κι ο Μάικ ο ινδιάνος. "πάρε και τα είκοσι δικά μου".
"πρέπει να σας πω ότι το πενήντα τοις εκατό το παίρνω εγώ. τα υπόλοιπα πάνε στον Φον Μπράσλιτζ. πεντακόσια δολλάρια σύντομα δεν θα είναι πολύ χρήμα, με τον πληθωρισμό συνεχώς να ανεβαίνει - χώρια οι φόροι. άσε που ο Φον Μπ. ψοφάει για αναψυκτικά".
"άντε πάμε" είπα "τα τσάκωσες τα σαράντα σου δολλάρια. που στο διάολο είναι αυτή η αθάνατη ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ;"
ο Τόνυ σήκωσε το χώρισμα του μπαρ, είπε "ελάτε από δω, ανεβείτε την πίσω σκάλα. χτυπήστε και πείτε μας έστειλε ο Τόνυ".
"οποιαδήποτε πόρτα;"
"νούμερο εξήντα εννιά".
"ω διάβολε, ναι" είπα "τι άλλο;"
"ω διάβολε, ναι" είπε ο Τόνυ "παρ τ'αρχίδια σου".
Βρήκαμε τη σκάλα, ανεβήκαμε. "ο Τόνυ ψοφάει για φάρσες" είπα.
προχωρήσαμε. να 'τη: η πόρτα, αριθμός εξήντα εννιά.
χτύπησα: "μας έστειλε ο Τόνυ"
"α, μα περάστε κύριοι!"
είδαμε ένα γέρικο καυλωμένο φρικιό, μ'ένα ποτήρι αναψυκτικό στο χέρι, γυαλιά με διπλούς φακούς. ακριβώς όπως στις παλιές ταινίες. είχε έναν επισκέπτη, μια νεαρούλα - κοριτσάκι σχεδόν - που έμοιαζε ανάλαφρη και δυνατή συνάμα.
σταύρωσε τα πόδια της δείχνοντας μας τα προσόντα της: νάυλον γόνατα, νάυλον μπούτια κι εκείνο το μικροσκοπικό κομματάκι όπου τέλειωναν οι μακριές κάλτσες κι άρχιζε η σάρκα. ήταν ολόκληρη κώλος και βυζιά, νάυλον πόδια και καταγάλανα γελαστά μάτια...
"κύριοι, από δω η κόρη μου ή Τάνια..."
"τι;"
"ναι, ξέρω, είμαι τόσο... γέρος... αλλά βλέπετε, όπως υπάρχει ο μύθος του ανθρώπου με το τεράστιο πέος, υπάρχει και ο μύθος των πρόστυχων γερογερμαναράδων που δε σταματούν ποτέ να γαμούν. πιστέψτε ότι θέλετε. όπως και να'χει το πράγμα, αυτή είναι η κόρη μου η Τάνια..."
"γεια σας παιδιά" γέλασε.
το βλέμμα όλων μας στράφηκε στην πόρτα με την πινακίδα που έλεγε ΑΠΟΘΗΚΗ ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗΣ.
τέλειωσε το αναψυκτικό του.
"λοιπόν... ήρθατε εδώγια το καλύτερο γαμίσι όλων των εποχών, έτσι;"
"μπαμπά!" είπε η Τάνια "πρέπει πάντα να είσαι τόσο ωμός;"
ξανασταύρωσε τα πόδια της, η φούστα τραβήχτηκε ακόμα πιο ψηλά και κόντεψα να χύσω.
ο καθηγητής ήπιε ακόμα ένα αναψυκτικό, σηκώθηκε και προχώρησε προς την πόρτα που έλεγε ΑΠΟΘΗΚΗ ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗΣ. γύρισε και μας χαμογέλασε, άνοιξε αργά αργά. μπήκε και ξαναβγήκε, σπρώχνοντας κάτι που έμοιαζε κρεβάτι νοσοκομείου με καρούλια.
ήταν μια ΓΥΜΝΗ μάζα παλιοσίδερα.
ο καθηγητής τσούλησε το καταραμένο πράγμα μπροστά μας, κι άρχισε να σφυρίζει ένα βρωμερό σκοπό, κάτι γερμανικό προφανώς.
μια μετάλλινη μάζα με μια τρύπα στη μέση. ο καθηγητής κρατούσε ένα δοχείο με λάδι, το 'βαλε στην τρύπα κι έχυσε κάμποσο μέσα μουρμουρίζοντας όλη την ώρα το παρανοϊκό γερμανικό τραγούδι.
κάποια στιγμή γύρισε και μας κοίταξε "ωραίο ε;" είπε και συνέχισε να χύνει το λάδι.
ο Μάικ ο ινδιάνος με κοίταξε, προσπάθησε να γελάσει, είπε: "άι σιχτίρ... πάλι μας τη φέρανε!"
"ναι" είπα "πάνε πέντε χρόνια που έχω να γαμήσω, αλλά να με πάρει ο διάολος αν βάλω το πράμα μου σ'αυτό το βουνό από ατσάλι!"
ο Φον Μπράσλιτζ γέλασε. πήγε στο μπαράκι, έβαλε ακόμα ένα αναψυκτικό, κάθισε κοιτάζοντάς μας.
"στη Γερμανία, κάποτε καταλάβαμε ότι είχαμε χάσει πια το παιχνίδι κι ότι το δίχτυ όσο πήγαινε και στένευε γύρω μας, με αποκορύφωμα την τελική μάχη του Βερολίνου. ήταν τότε που διαπιστώσαμε ότι ο πόλεμος είχε πάρει ένα νέο νόημα: ο πραγματικός πόλεμος γινόταν για το ποιος θα μαζέψει τους περισσότερους γερμανούς επιστήμονες. όποιοι τα κατάφερναν - ρώσοι ή αμερικάνοι - θα ήταν οι πρώτοι που θα πήγαιναν στο φεγγάρι, πρώτοι στον Άρη... πρώτοι σ'οτιδήποτε. δεν ξέρω πως κατέληξε τούτη η ιστορία... το μόνο που ξέρω είναι ότι εμένα με βρήκαν πρώτο οι αμερικάνοι, μ'άρπαξαν, με χώσανε σ'ένα αυτοκίνητο, μου δώσανε ένα ποτό, μου βάλαν τα πιστόλια στο κεφάλι, μου τάζαν τον ουρανό με τ'άστρα, μίλαγαν σαν τρελοί. υπέγραψα τα πάντα..."
"εντάξει" είπα "το μάθημα Ιστορίας ήταν κανόνι, αλλά φτάνει! εγώ δε βάζω το πουλάκι μου, το καημενούλι μικρό μου πουλάκι μέσα σ'αυτά τα παλιοσίδερα του κερατά, ότι σκατά κι αν είναι! ο Χίτλερ πρέπει να ήταν στ'αλήθεια πολύ τρελός για να νταντεύει τύπους σαν κι εσένα. πολύ θα ήθελα να σε βρίσκανε πρώτο οι ρώσοι! θέλω πίσω τα είκοσί μου δολάρια!"
ο Φον Μπράσλιτζ γέλασε, "χιιι χιιι χιιιι χι... καλέ, αυτό είναι το αστειάκι μου, δεν κατάλαβες; νάιν; χιιι χιιι χιιι χιιιι!"
ξανάβαλε τον ατσάλινο σωρό στην ντουλάπα. έκλεισε την πόρτα. "ω, χι χι χι!" κατέβασε ακόμη ένα αναψυκτικό.
ο Φον Μπ. άνοιξε ακόμα ένα μπουκάλι. τα ρουφούσε σα φίδι. "κύριοι είμαι καλλιτέχνης και εφευρέτης ταυτόχρονα! η πραγματική μου ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ, είναι η κόρη μου, η Τάνια..."
"κι άλλα αστειάκια Φον;" ρώτησα.
"τέρμα τα αστειάκια! Τάνια πήγαινε να καθίσεις στην αγκαλιά του κυρίου!"
η Τάνια γέλασε, σηκώθηκε, ήρθε και κάθισε στα γόνατα μου. ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ; δεν μπορούσα να το πιστέψω! το δέρμα της ήταν πραγματικό δέρμα ή, τουλάχιστον έτσι φαινόταν, κι η γλώσσα της μέσα στο στόμα μου καθώς φιλιόμασταν, δεν ήταν μηχανική - κάθε κίνηση ήταν διαφορετική, ανταποκρινόταν στις δικές μου.

είχα πέσει με τα μούτρα, της ξέσκιζα την μπλούζα, τραβούσα την κυλότα της, πιο καυλωμένος από κάθε άλλη φορά, κι ενωθήκαμε. κάποια στιγμή βρεθήκαμε να να στεκόμαστε, την πήρα στο όρθιο, με τα χέρια μου πλεγμένα στα μακριά ξανθά μαλλιά της, τραβώντας της το κεφάλι προς τα πίσω, πιέζοντάς την σαν τρελός, την ένιωσα να φτάνει σ'οργασμό κι έχυσα μαζί της.

ήταν το καλύτερο γαμίσι της ζωής μου!

η Τάνια πήγε στο μπάνιο, πλύθηκε, ντύθηκε πάλι για τον Μάικ τον ινδιάνο. έτσι πίστευα τουλάχιστον.

"η μεγαλύτερη εφεύρεση του ανθρώπου" είπε σοβαρά ο Φον Μπράσλιτζ.
κι είχε δίκιο.
η Τάνια βγήκε, ήρθε και κάθισε στην αγκαλιά ΜΟΥ.
"ΟΧΙ! ΟΧΙ! ΤΑΝΙΑ! ΕΙΝΑΙ Η ΣΕΙΡΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥΝΟΥ! ΑΥΤΟΝ ΜΟΛΙΣ ΤΟΝ ΓΑΜΗΣΕΣ!"

έμοιαζε σα να μη τον άκουγε. κι ήταν παράξενο, ακόμα και για μια ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ γιατί, στ'αλήθεια, ποτέ δεν υπήρξα ο τέλειος εραστής.

"μ'αγαπάς;" με ρώτησε.
"ναι".
"σ'αγαπώ. κι είμαι πολύ ευτυχισμένη. κανονικά, δε θα'πρεπε να ζω. το ξέρεις, έτσι δεν είναι;"
"Τάνια, το μόνο που ξέρω είναι ότι σ'αγαπώ".
"ο διάολος να σας πάρει" ούρλιαξε ο γέρος. "και σένα και τη ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ!" άνοιξε το κουτί με τ'όνομα ΤΑΝΙΑ γραμμένο στη μια πλευρά. μικρά καλώδια ξεχύνονταν από μέσα, βελόνες που κουνιόνταν πέρα και δώθε καντράν, φωτάκια που αναβόσβηναν, πράγματα που χτυπούσαν ρυθμικά... ο Φον Μπ. ήταν ο πιο μουρλός νταβατζής που είχα δει στη ζωή μου. έπαιζε με τα καντράν και κάποια στιγμή κοίταξε την Τάνια:
"είκοσι πέντε ΧΡΟΝΙΑ! μια ολόκληρη ζωή για να σε φτιάξω! μέχρι που σ'έκρυψα κι από τον ΧΙΤΛΕΡ! και τώρα... πας να μου γίνεις μια συνηθισμένη σκύλα!"
"δεν είμαι είκοσι πέντε" είπε η Τάνια "είμαι 24".
"το'δες; το'δες; σαν τις άλλες χαμούρες κάνεις!"
ξαναγύρισε στα καντράν του.
"άλλαξες κραγιόν" είπα στην Τάνια.
"σ'αρέσει;"
"ω,ναι!"
έσκυψε και με φίλησε.
ο Φον Μπ. συνέχιζε να παίζει με τα καντράν του. το ένιωσα ότι θα νικούσε. Ο Φον Μπ. στράφηκε στον Μάικ τον ινδιάνο. "είναι μόνο ένα βραχυκύκλωμα. έχε μου εμπιστοσύνη. σ'ένα λεπτό θα το διορθώσω, για;"
"το ελπίζω" είπε ο Μάικ ο ινδιάνος. "κάθομαι εδώ με δεκατέσσερις ίντσες που ανυπομονούν, άσε που ακούμπησα και είκοσι δολλάρια".
"σ'αγαπώ" είπε η Τάνια "δε θα ξαναγαμήσω άλλον άντρα στη ζωή μου αν δεν μπορώ να είμαι με σένα, δε θα δεχτώ να πάω με κανένα άλλο".
"Τάνια, πάντα θα σε συγχωρώ, ότι και να κάνεις".
ο καθηγητής κόντευε να διαλυθεί. γύριζε τους διακόπτες, αλλά δε γινόταν τίποτε. "ΤΑΝΙΑ! τώρα πρέπει να ΓΑΜΗΣΕΙΣ τον ΑΛΛΟ! Χριστέ μου... κουράστηκα... να πιω κάτι... να κοιμηθώ... Τάνια..."
"αμάν" είπε η Τάνια "άι στο διάολο βρωμερέ γεροπόρνε! εσύ και τα αναψυκτικά σου! και κάθε βράδυ να μου πιλατεύεις με τις ώρες τα βυζιά, ούτε να κοιμηθώ δεν μπορώ πια! και να σου σηκωνόταν τουλάχιστον! ξέρασμα σαν και σένα, δεν έχω ξαναδεί!"
"ΒΑΣ;"
"ΕΙΠΑ, ΟΥΤΕ ΜΙΣΟ ΠΟΝΤΟ ΔΕ ΣΟΥ ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ!"
"Τάνια, θα μου το πληρώσεις αυτό! εσύ είσαι δικό μου δημιούργημα κι όχι εγώ δικό σου!"
έπαιζε με τα μαγικά του παιχνίδια τη μηχανή εννοώ. ήταν έξω φρενών και οργή του χάριζε μια ζωτική ευφυϊα που ξεπερνούσε τα όριά του.
"μια στιγμούλα Μάικ! το μόνο που θέλω είναι να ελέγξω τα ηλεκτρονικά! στάσου! ένα βραχυκύκλωμα! το βλέπω!"
χοροπηδούσε σα μανιακός. η μεγαλοφυία που σώσαμε απ'τους ρώσους.
κοίταξε τον Μάικ τον ινδιάνο: "το'φτιαξα! η μηχανή είναι εντάξει! καλή διασκέδαση!"
άνοιξε καινούριο μπουκάλι αναψυκτικό, βολεύτηκε για ν'απολαύσει το θέαμα.
η Τάνια σηκώθηκε απ'την αγκαλιά μου και ζύγωσε τον Μάικ τον ινδιάνο. τους είδα να αγκαλιάζονται.
του κατέβασε το φερμουάρ, χούφτωσε το πράμα του - και μα το Χριστό, ήταν πολύ ανεπτυγμένο - ο Μάικ είχε μιλήσει για δεκατέσσερις ίντσες μα εμένα μου φαίνονταν τουλάχιστον είκοσι.
η Τάνια του το'πιασε και με τα δυο χέρια.
ο Μάικ μούγκρισε, χαμένος στη δόξα της ηδονής.
του ξερίζωσε ττο πέος απ'το κορμί του, και το πέταξε στο πάτωμα. το είδα να κυλάει στο χαλί σαν ένα παρανοϊκό λουκάνικο, σημαδεύοντας το διάβα του με μικρές, λυπημένες σταγόνες αίμα. τσούλησε μέχρι τον τοίχο και σταμάτησε. απόμεινε εκεί σαν ένα περίεργο κατασκεύασμα με κεφάλι αλλά δίχως πόδια που δεν είχε πουθενά να πάει... κι αυτό ήταν γεγονός αναμφισβήτητο.
και μετά τ'αρχίδια τινάχτηκαν στον αέρα - θέαμα βαρύ και παλαβό. προσγειώθηκαν στο κέντρο του χαλιού και μην ξέροντας τι άλλο να κάνουν, αιμορραγούσαν.
αιμορραγούσαν, λοιπόν.
ο Φον Μπράσλιτζ, ο ήρωας της Αμερικανο-Ρώσικης εισβολής κοίταζε ότι είχε απομείνει από τον Μάικ τον ινδιάνο, τον παλιό μου σύντροφο των μεθυσιών, που ξάπλωνε στο πάτωμα κατακόκκινος, η πηγή της ροής κάπου στο κέντρο του κορμιού του, και το'βαλε στα πόδια, κουτρουβάλησε τις σκάλες...
στο δωμάτιο εξήντα εννιά είχαν γίνει τα πάντ εκτός απ'αυτό που συμβόλιζε π αριθμός του.
τη ρώτησα "Τάνια, όπου να'ναι καταφθάνουν οι μπάτσοι κι όλος ο υπόλοιπος συρφετός. θ'αφιερώσουμε τον αριθμό του δωματίου στον έρωτά μας;"
μόλις που προλάβαμε πριν ορμήσουν μέσα όλοι οι καθυστερημένοι μαζί.
ένας σοφότατος σπουδαγμένος κύριος δήλωσε ότι ο Μάικ ο ινδιάνος ήταν νεκρός.
κι επειδή ο Φον Μπ. ήταν προϊόν της κυβέρνησης είχε μαζευτεί κάμποσος κόσμος. διάφοροι χέστηδες αξιωματούχοι - πυροσβέστες, δημοσιογράφοι, μπασκίνες, η C.I.A., το F.B.I., κι άλλες ποικίλες μορφές ανθρώπινων σκατών.
η Τάνια ήρθε και κούρνιασε στην αγκαλιά μου. "τώρα θα με σκοτώσουν, σε παρακαλώ, μη λυπηθείς πολύ".
ο Φον Μπράσλιτζ τσίριζε δείχνοντας την Τάνια: "ΚΥΡΙΟΙ, ΣΑΣ Τ'ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ, ΤΗΝ ΕΣΩΣΑ ΑΠ'ΤΟΝ ΧΙΤΛΕΡ, ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ! σας λέω, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ΜΗΧΑΝΗ!"
κανείς δεν πίστευε τον Φον Μπ.
ήταν η πιο όμορφη μηχανή που είχαν ποτέ τους δει.
"σκατά, που να πάρει ο διάολος, ηλίθιοι! όλες οι γυναίκες είναι μηχανές για γαμίσι, καλά, ούτε αυτό δεν καταλαβαίνετε; ανοίγουν τα πόδια τους σ'αυτόν που θα τους δώσει τα περισσότερα! ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΓΑΠΗ. Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΟΠΩΣ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!"
εξακολουθούσαν να μην τον πιστεύουν.
ο Φον Μπράσλιτζ άδραξε το μπράτσο της Τάνιας και της το ξερίζωσε.
και στο εσωτερικό - μέσα στην τρύπα του ώμου της - είδαμε μόνο σωλήνες και καλώδια κουλουριασμένα το ένα μέσα στ'άλλο, σα φίδια, κι ακόμα, μια ουσία που πολύ αόριστα θύμιζε αίμα.
είδα την Τάνια να στέκει με τα σύρματα να ξεχύνονται από τον ώμο της. με κοίταξε:
"σε παρακαλώ κάν'το για μένα! σου ζήτησα να μη λυπηθείς!".
τους έβλεπα να την κομματιάζουν, να την ξεσκίζουν, να την βιάζουν.
δεν άντεξα. έσκυψα το κεφάλι κι έκλαψα...
α, ναι! είναι κι ο Μάικ ο ινδιάνος που έχασε οριστικά κι ανεπανόρθωτα τα είκοσί του δολλάρια.


πέρασαν κάμποσοι μήνες. δεν ξαναγύρισα στο μπαρ. έγινε κάποια δίκη, κι ο Φον Μπ. και η μηχανή του απαλλάχτηκαν. μετακόμισα σ'άλλη πόλη. και μια μέρα που περίμενα τη σειρά μου στο κουρείο, πήρα να ξεφυλλίσω ένα πορνοπεριοδικό. διάβασα την παρακάτω αγγελία: "φουσκώστε μόνος σας την κουκλίτσα σας! δολλάρια είκοσι εννιά και ενενήντα πέντε. ανθεκτικό ελαστικό υλικό με μεγάλη διάρκεια ζωής. αλυσίδες και μαστίγια, δυο περούκες, κραγιόν και μικρή ποσότητα ερωτικού φίλτρου. εταιρεία Φον Μπράσλιτζ".

του έστειλα μια ταχυδρομική επιταγή κάπου στη Μασαχουσέτη. κι αυτός είχε μετακομίσει.
το δέμα έφτασε σε τρεις βδομάδες. μ'έφερε σε πολύ δύσκολη θέση. δεν είχα τρόμπα ποδηλάτου και μου σηκώθηκε μόλις ξετύλιξα το πακέτο. πήγα στο γωνιακό βενζινάδικο και ζήτησα την αντλία τους.
όσο φούσκωνα τόσο καλύτερο φαινόταν. μεγάλα βυζιά. θεόρατος κώλος.
"τ'είν'αυτό, ρε μάγκα;" με ρώτησε ο βενζινάς.
"άκου, φίλε, δανείζομαι λίγο αέρα. εντάξει; από σένα δεν παίρνω την βενζίνη μου; άντε, λοιπόν, κοίτα τη δουλειά σου".
"εντάξει, εντάξει, πάρε όσο αέρα θες. πειράζει που ρωτάω τι στο διάολο φουσκώνεις;"
"ξέχνα το!" είπα.
"ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ. ΚΟΙΤΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΒΥΖΙΑ!"
"ΑΥΤΑ ΚΟΙΤΑΩ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!"
τον άφησα να χάσκει με τη γλώσσα κρεμασμένη έξω, φορτώθηκα την κουκλίτσα στον ώμο και γύρισα σπίτι μου. την κουβάλησα στην κρεβατοκάμαρα.
και τώρα τι θα γινόταν;
άνοιξα τα πόδια της κι έψαξα να βρω κάποιο άνοιγμα.
ο Φον Μπ. τα είχε καταφέρει.
την καβάλησα κι άρχισα να φιλάω το λαστιχένιο της στόμα. κάπου κάπου, ρούφαγα τα τεράστια λαστιχένια βυζιά. της είχα φορέσει μια κίτρινη περούκα κι είχα αλείψει με το ερωτικό φίλτρο το πουλάκι μου. περίσσεψε κάμποσο - φαίνεται ότι θα'χε στείλει ποσότητα για ένα ολόκληρο χρόνο.
τη φιλούσα με πάθος πίσω απ'τ'αυτιά, της έβαζα κωλοδάχτυλο, της τον έμπηγα. σηκώθηκα, της έδεσα τα χέρια πίσω απ'την πλάτη και τη μαστίγωσα στ πισινά με τα δερμάτινα λουριά.
Χριστέ μου, πρέπει να 'μαι θεόμουρλος! σκέφτηκα.
τη γύρισα ανάσκελα και το'βαλα πάλι μέσα. πίεζα κι έσπρωχνα. για να πω την αλήθεια,ήταν μάλλον βαρετό. φαντάστηκα αρσενικά σκυλιά να γαμούν θηλυκά γατιά. φαντάστηκα δύο ανθρώπους να το κάνουν στον αέρα στην κάθετη πτώση τους από το Empire State Building. φαντάστηκα ένα μουνί μεγάλο σα χταπόδι να με πλησιάζει σέρνοντας, στάζοντας και βρωμοκοπώντας, αποζητώντας απελπισμένα έναν οργασμό. θυμήθηκα όλα τα βρακιά, γόνατα, γάμπες, βυζιά, μουνιά που είχα δει στη ζωή μου. το λάστιχο ιδρωκοπούσε΄ ιδρωκοπούσα κι εγώ.
"σ'αγαπώ μωρό μου" ψιθύρισα στο λαστιχένιο αυτί. ντρέπομαι που το λέω, αλλά ανάγκασα τον εαυτό μου να χύσει μέσα σ'αυτή τη βρωμερή λαστιχένια μάζα. δεν ήταν Τάνια αυτό το πράγμα.
πήρα ένα ξυράφι, και την έκοψα σε μικρά κομματάκια. την πέταξα στα σκουπίδια μαζί με τα άδεια κουτάκια μπύρας.
πόσοι άντρες στη Αμερική αγόραζαν τέτοια σκατά;
περπατώντας σ'οποιαδήποτε κεντρική λεωφόρο οποιασδήποτε αμερικάνικης πόλης, προσπερνάς πενήντα τουλάχιστον γαμισομηχανές - με τη μοναδική διαφορά πως αυτές προσποιούνται ότι είναι άνθρωποι.
καημένε μου ινδιάνε Μάικ. με τις είκοσι ίντσες νεκρού πούτσου.
όλοι οι δύστυχοι ινδιάνοι Μάικ. όλοι οι εξερευνητές του διαστήματος. όλες οι πουτάνες του Βιετνάμ και της Ουάσιγκτον.
φτωχή Τάνια, η κοιλιά της ήταν κοιλιά γουρούνας. οι φλέβες της, φλέβες σκυλιού. σπάνια έχεζε και κατουρούσε - μόνο γαμιόταν. η καρδιά της, η φωνή της, η γλώσσα της - όλα δανεικά, εκείνο τον καιρό λέγαν ότι είχαν πετύχει μόνο δεκαεφτά μεταμοσχεύσεις οργάνων. ο Φον Μπ. είχε προχωρήσει πολύ πιο μπροστά από την εποχή του.
η άμοιρη η Τάνια που έτρωγε τόσο λίγο - φτηνό τυρί και σταφίδες, κυρίως. δε γύρευε ούτε λεφτά, ούτε οικόπεδα, ούτε αμάξια τελευταία μοντέλα, ούτε πανάκριβα σπίτια. δε θέλησε έγχρωμη τηλεόραση, καινούρια καπέλα, μπότες, κουβεντούλες με ηλίθιες συζύγους στις πίσω αυλές. δεν έψαξε για σύζυγο γιατρό, χρηματιστή, γερουσιαστη, μπάτσο.
κι ο βενζινάς με ρωτάει "τι έγινε εκείνο το πράγμα που έφερες να φουσκώσεις εδώ;"
τώρα πια δε ρωτάει. άλλαξα βενζινάδικο. δεν ξαναπάτησα στο μπαρμπέρικο που είδα το περιοδικό με την αγγελία του Φον Μπράσλιτζ. κουρεύομαι αλλού. προσπαθώ να ξεχάσω τα πάντα.
τι θα κάνατε εσείς στη θέση μου;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου