τα τραγούδια του δίσκου
1. ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ - ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ
2. ΤΟ ΛΕΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ - ΑΡΛΕΤΑ
3. ΕΙΝΑΙ Ν' ΑΠΟΡΕΙΣ - ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ
4. Η ΟΜΙΧΛΗ ΜΠΑΙΝΕΙ ΑΠΟ ΠΑΝΤΟΥ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ - ΑΡΛΕΤΑ
5. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ - ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ
6. ΣΕ ΕΙΠΑΝΕ ΘΕΟ - ΑΡΛΕΤΑ
7. Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ - ΑΡΛΕΤΑ
8. ΙΔΑΝΙΚΟΣ ΚΙ ΑΝΑΞΙΟΣ ΕΡΑΣΤΗΣ - ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ
9. ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΟΥ - ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ
10. ΠΕΝΤΕ ΝΑΥΤΟΠΟΥΛΑ - ΑΡΛΕΤΑ
11. ΑΝ ΕΙΣΑΙ... (ΠΩΣ ΘΕΣ ΝΑ ΤΟ ΞΕΡΩ) - ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ
12. ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ - ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ
στις παρενθέσεις είναι τα ονόματα των στιχουργών- ποιητών
=====================================
Σπασμένο Καράβι (Γιάννης Σκαρίμπας)
Σπασμένο καράβι να 'μαι πέρα βαθιά
έτσι να 'μαι
με δίχως κατάρτια με δίχως πανιά
να κοιμάμαι
Να 'ν' αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω γύρω
με κουφάρι γειρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω
Να 'ν' η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
έτσι να 'ναι
και τα βράχια κατάπληκτα και τ' αστέρια μακριά
να κοιτάνε
Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές
δίχως χάρη
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές
το φεγγάρι
Έτσι να 'μαι καράβι γκρεμισμένο νεκρό
έτσι να 'μαι
σ' αμμουδιά πεθαμένη και κούφιο νερό
να κοιμάμαι
=============================================
Είναι ν' απορείς (Μαρίνα Λαμπράκη)
Είναι ν' απορείς, που χάθηκε τόσο φως
όλο σ' ένα δίσκο στον ήλιο.
Είναι ν' απορείς, που βρέθηκε τόσο χρυσάφι
όλο σ' ένα ξανθό κεφάλι στο φεγγάρι
Είναι ν' απορείς, που βρέθηκε τόση αγάπη
όλη σ' ένα στενό σάκο στην καρδιά σου.
Είναι ν' απορείς, που βρέθηκε τόση απουσία
όλη σε ένα βλέμμα στα μάτια σου.
Είναι ν' απορείς...
============================================
Ο Στρατιώτης-Ποιητής(Μίλτος Σαχτούρης)
Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου.
Την μιαν ημέρα έτρεμα,
την άλλην ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο,
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου.
Δεν έχω γράψει ποιήματα,
δεν έχω γράψει ποιήματα,
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω.
============================================
ιδανικός κι ανάξιος εραστής (Νίκος Καββαδίας)
θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"
Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
============================================
το πέρασμά σου
Στη ζήση αυτή που τη μισούμε
στη γης αυτή που μας μισεί,
κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε
πόνε πικρέ και πόνε αψύ,
που μας κρατάς και σε κρατούμε.
Ήρθες Εσύ μιαν άγιαν ώρα,
όραμα θείο και ξαφνικό
και γέμισεν ανθόν, οπώρα,
κελαηδισμόν παθητικό
όλ' η καρδιά μας, όλη η χώρα.
Αχ! τόσο λίγο να βαστάξει
τούτ' η γιορτή κι η Πασχαλιά.
Έφυγες κι έχουμε ρημάξει
ξανά και πάλι - η Πασχαλιά
γιατί έτσι λίγο να βαστάξει!
εδώ το ακούμε από τους ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΥς ΚΟΛΥΜΒΗΤΕΣ ===============================================
πώς θες να το ξέρω (Νίκος Καρύδης)
Αν είσαι μια μικρή παραπονεμένη πέτρα
σε μια ερημιά
αν είσαι ένα μοναχικό κυκλάμινο
στο βουνό
αν είσαι ένα ξεχασμένο άστρο
στον ουρανό
πού θες να το ξέρω;
Αν είσαι μια βραδινή βροχή
στη θάλασσα
αν είσαι ένας βαπορίσιος καπνός
στο πέλαγος
αν είσαι ένα παλιό εικόνισμα
σε μια εκκλησιά
πού θες να το ξέρω;
Αν είσαι ένα αγκάθι
στην καρδιά μου
εγώ που σ' αγαπώ
πώς θες να το ξέρω;
====================================================
οι νεκροί
Ποιες καμπάνες τραγουδούν απ' τα μεσάνυχτα τον όρθρο.
Οι νεκροί, οι άδικα νεκροί όλου του κόσμου.
ποιες σκιές γίνανε σύννεφα και πέφτουνε βροχή
Οι νεκροί, οι άδικα νεκροί όλου του κόσμου.
ποιες μέρες και ποιες νύχτες στήσαν χορό στ' αλώνια.
Οι νεκροί, οι άδικα νεκροί όλου του κόσμου.
Ποιοι καβαλάρηδες περνούν και τρέμει η γη σαν φύλλο
Οι νεκροί, οι άδικα νεκροί όλου του κόσμου.
Ποιοι σώπασαν στερνά και συναυλίες φωνών η σιωπή.
Οι νεκροί, οι άδικα νεκροί όλου του κόσμου.
Ποιοι κρέμασαν στεφάνια του Μαγιού τον όρκο της αυγής
Οι νεκροί, οι άδικα νεκροί όλου του κόσμου.
===================================================
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι (Βύρωνας Λεοντάρης)
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
κι όσα για σένα είχες ελπίσει
έχουνε τώρα πια όλα σβήσει
η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
Σκιά ήταν ό,τι για ζωή αγαπήθη
ήχος στεγνός μιας άδειας λέξης
σαν ήρθε η ώρα να διαλέξεις
είπες ας φράξουν τη φωτιά άλλα στήθη
ποτάμι που έχει μείνει ξερή η κοίτη
πώς να 'χεις έτσι ξεστρατίσει
σου άξιζε σένα αλλιώς να ζήσεις
η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
========================================================
Σε είπανε Θεό ( Δημήτρης Δούκαρης)
Σε είπανε Θεό
και δε Σε πίστεψα,
γιατί αν ήσουνα
θάχες φόβο,
θάχες τρόμο
θάχες ντροπή
γιατί αν ήσουνα
θα Σε λυπόμουν.
Σε είπαν επανάσταση
και Σ' ακολούθησα,
ήθελα να γκρεμίσεις,
ήθελα να χτίσεις,
ήθελα να τελειώσεις
και ν' αρχίσεις,
ήθελα ν' αλλάξεις
κι Εσύ
κι εγώ -
και μ' άφησες στους πέντε δρόμους.
==========================================================
το λέει και το τραγούδι (Λίλη Ιακωβίδου)
O ζωντανός ο χωρισμός,
το λέει και το τραγούδι
παρηγοριά δεν έχει,
από την ώρα που 'φυγες
έχει βουρκώσει ο ουρανός
κι η θλίψη σιγοβρέχει.
Παρηγοριά έχει ο θάνατος,
το λέει και το τραγούδι
και λησμοσύνη ο χάρος,
πέτρα που δε μετακυλά
κι ασήκωτο μολύβι
του χωρισμού το βάρος, το βάρος.
Kοιτάζω την εικόνα σου,
παιδί μου αγαπημένο
παρηγοριά για να βρω
και το γλυκό χαμόγελο
της ζωγραφιάς σου κάνει
τον πόνο μου πιο μαύρο.
Η αγάπη πάντα είναι διπλή,
το λέει και το τραγούδι
μα ο καημός περισσός,
άξαφνα μες στη μοναξιά
πληγώνει και τρομάζει
σαν ψέμα και σαν μίσος, σαν μίσος.
Η αγάπη πάντα είναι διπλή,
το λέει και το τραγούδι
μα ο καημός περισσός,
άξαφνα μες στη μοναξιά
πληγώνει και τρομάζει
σαν ψέμα και σαν μίσος, σαν μίσος.
O ζωντανός ο χωρισμός,
το λέει και το τραγούδι
παρηγοριά δεν έχει,
από την ώρα που 'φυγες
παιδί μου αγαπημένο
ο νους μ' εσένα τρέχει.
========================================================
ο θρήνος της μάννας (Ηλίας Σιμόπουλος)
Όλη τη μέρα που 'λειπες το σπίτι μας ρημάδι.
Κι όμως πώς ήταν όμορφα σα γύριζες το βράδυ
Κι ας τρώγαμε ξερό ψωμί κι ας έλειπε το λάδι.
Κι ας έλειπαν τα κάρβουνα φτάνει που ήσουν κοντά μου.
Αχ πώς στο κάθε χτύπημα της πόρτας η καρδιά μου
Ραγίζουνταν, αγόρι μου, και μου 'φευγε η λαλιά μου.
Θυμάσαι τις τριανταφυλλιές μπροστά στο περιβόλι
Που ανθίζανε την άνοιξη και πια την κάθε σκόλη
Γιομίζαμε τριαντάφυλλα την αγκαλιά μας όλη.
Κι ο γέρος ο πατέρας σου καμάρωνε κι αντάμα
Καμάρωνα κι η δόλια εγώ, κι αν έκλαιγα - τι θάμα!-
Περσότερο ξαλάφρωνε η καρδιά μου από το κλάμα.
Μεγάλωσες. Δε μ' άκουγες. Έφευγες όλη μέρα.
Κι όταν τα βράδια μου 'λεγες «Η Λευτεριά μητέρα
Θα ρθεί» μ' άγγιζαν την καρδιά τα λόγια σα φοβέρα.
Μ' αν μου 'φευγες πρωί πρωί, προτού να φέξει, μόνος
Κι αργοκυλούσαν οι ώρες μου, κάθε στιγμή ένας χρόνος
Το 'ξερα πως θα γύριζες κι ήταν γλυκός ο πόνος.
Τώρα στο παραγώνι μας κουβαριασμένη ρέβω
Σαν αστραποκαμένη ελιά και πια δε σε γυρεύω
Τι 'ναι ψηλός ο ανήφορος και δε μπορώ ν' ανέβω.
Γιατί δεν άκουες, γιόκα μου, τη μάνα που σ' εγέννα;
Κι αν έρθει τώρα η Λευτεριά πουν' όλα ρημαγμένα
Τι να την κάνω, αγόρι μου γλυκό, χωρίς εσένα
=============================================
πέντε μικρα ναυτόπουλα (Μήτος Λυγίζος)
Εδώ κοιμούνται μπρος στον ποταμό
Εδώ στην όχθη την παλιά
Στο πράσινο ποτάμι
Πέντε μικρά ναυτόπουλα
Πέντε παιδιά του κόσμου
Εδώ κοιμούνται πλάι στο νερό
Πάνω σε πέντε σύννεφα
Σε πέντε οργιές χορτάρι
Πέντε ναυτάκια πού’γραψαν
Στην όχθη τ’όνομά τους
Ήταν μικρά μικρά μικρά
Κι ήτανε πάντα ξάγρυπνα
Ήταν μικρά μικρά μικρά
Κι ήταν συλλογισμένα
Τώρα κοιμούνται τώρα πια
Τα νανουρίζει ο ποταμός
Νάνι τους λέει νάνι τους
Το πράσινο ποτάμι
Πρωί πρωί ήταν πού’πεσαν
Τα πέντε τα μικρά μικρά
Πρωί πρωί ήταν πού’πεσαν
Βαθιά να κοιμηθούνε
Νάνι τα νανουρίζουνε τα δένδρα στο ποτάμι
Νάνι τους λένε οι φυλλωσιές
Νάνι στην όχθη νάνι
Εδώ κοιμούνται στο μικρό
Μικρούλη κρεβατάκι τους
Εδώ στην όχθη την παλιά
Νάνι μικρά μου νάνι
Πέντε ναυτάκια πέντε απλά
Παιδιά ντουφεκισμένα
==============================================
1. ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ - ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ
2. ΤΟ ΛΕΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ - ΑΡΛΕΤΑ
3. ΕΙΝΑΙ Ν' ΑΠΟΡΕΙΣ - ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ
4. Η ΟΜΙΧΛΗ ΜΠΑΙΝΕΙ ΑΠΟ ΠΑΝΤΟΥ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ - ΑΡΛΕΤΑ
5. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ - ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ
6. ΣΕ ΕΙΠΑΝΕ ΘΕΟ - ΑΡΛΕΤΑ
7. Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ - ΑΡΛΕΤΑ
8. ΙΔΑΝΙΚΟΣ ΚΙ ΑΝΑΞΙΟΣ ΕΡΑΣΤΗΣ - ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ
9. ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΟΥ - ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ
10. ΠΕΝΤΕ ΝΑΥΤΟΠΟΥΛΑ - ΑΡΛΕΤΑ
11. ΑΝ ΕΙΣΑΙ... (ΠΩΣ ΘΕΣ ΝΑ ΤΟ ΞΕΡΩ) - ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ
12. ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ - ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ
στις παρενθέσεις είναι τα ονόματα των στιχουργών- ποιητών
=====================================
Σπασμένο Καράβι (Γιάννης Σκαρίμπας)
Σπασμένο καράβι να 'μαι πέρα βαθιά
έτσι να 'μαι
με δίχως κατάρτια με δίχως πανιά
να κοιμάμαι
Να 'ν' αφράτος ο τόπος κι η ακτή νεκρική
γύρω γύρω
με κουφάρι γειρτό και με πλώρη εκεί
που θα γείρω
Να 'ν' η θάλασσα άψυχη και τα ψάρια νεκρά
έτσι να 'ναι
και τα βράχια κατάπληκτα και τ' αστέρια μακριά
να κοιτάνε
Δίχως χτύπο οι ώρες και οι μέρες θλιβές
δίχως χάρη
κι έτσι κούφιο κι ακίνητο μες σε νύχτες βουβές
το φεγγάρι
Έτσι να 'μαι καράβι γκρεμισμένο νεκρό
έτσι να 'μαι
σ' αμμουδιά πεθαμένη και κούφιο νερό
να κοιμάμαι
=============================================
Είναι ν' απορείς (Μαρίνα Λαμπράκη)
Είναι ν' απορείς, που χάθηκε τόσο φως
όλο σ' ένα δίσκο στον ήλιο.
Είναι ν' απορείς, που βρέθηκε τόσο χρυσάφι
όλο σ' ένα ξανθό κεφάλι στο φεγγάρι
Είναι ν' απορείς, που βρέθηκε τόση αγάπη
όλη σ' ένα στενό σάκο στην καρδιά σου.
Είναι ν' απορείς, που βρέθηκε τόση απουσία
όλη σε ένα βλέμμα στα μάτια σου.
Είναι ν' απορείς...
============================================
Ο Στρατιώτης-Ποιητής(Μίλτος Σαχτούρης)
Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου.
Την μιαν ημέρα έτρεμα,
την άλλην ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο,
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου.
Δεν έχω γράψει ποιήματα,
δεν έχω γράψει ποιήματα,
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω.
============================================
ιδανικός κι ανάξιος εραστής (Νίκος Καββαδίας)
θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"
Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
============================================
το πέρασμά σου
Στη ζήση αυτή που τη μισούμε
στη γης αυτή που μας μισεί,
κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε
πόνε πικρέ και πόνε αψύ,
που μας κρατάς και σε κρατούμε.
Ήρθες Εσύ μιαν άγιαν ώρα,
όραμα θείο και ξαφνικό
και γέμισεν ανθόν, οπώρα,
κελαηδισμόν παθητικό
όλ' η καρδιά μας, όλη η χώρα.
Αχ! τόσο λίγο να βαστάξει
τούτ' η γιορτή κι η Πασχαλιά.
Έφυγες κι έχουμε ρημάξει
ξανά και πάλι - η Πασχαλιά
γιατί έτσι λίγο να βαστάξει!
εδώ το ακούμε από τους ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΥς ΚΟΛΥΜΒΗΤΕΣ ===============================================
πώς θες να το ξέρω (Νίκος Καρύδης)
Αν είσαι μια μικρή παραπονεμένη πέτρα
σε μια ερημιά
αν είσαι ένα μοναχικό κυκλάμινο
στο βουνό
αν είσαι ένα ξεχασμένο άστρο
στον ουρανό
πού θες να το ξέρω;
Αν είσαι μια βραδινή βροχή
στη θάλασσα
αν είσαι ένας βαπορίσιος καπνός
στο πέλαγος
αν είσαι ένα παλιό εικόνισμα
σε μια εκκλησιά
πού θες να το ξέρω;
Αν είσαι ένα αγκάθι
στην καρδιά μου
εγώ που σ' αγαπώ
πώς θες να το ξέρω;
====================================================
οι νεκροί
Ποιες καμπάνες τραγουδούν απ' τα μεσάνυχτα τον όρθρο.
Οι νεκροί, οι άδικα νεκροί όλου του κόσμου.
ποιες σκιές γίνανε σύννεφα και πέφτουνε βροχή
Οι νεκροί, οι άδικα νεκροί όλου του κόσμου.
ποιες μέρες και ποιες νύχτες στήσαν χορό στ' αλώνια.
Οι νεκροί, οι άδικα νεκροί όλου του κόσμου.
Ποιοι καβαλάρηδες περνούν και τρέμει η γη σαν φύλλο
Οι νεκροί, οι άδικα νεκροί όλου του κόσμου.
Ποιοι σώπασαν στερνά και συναυλίες φωνών η σιωπή.
Οι νεκροί, οι άδικα νεκροί όλου του κόσμου.
Ποιοι κρέμασαν στεφάνια του Μαγιού τον όρκο της αυγής
Οι νεκροί, οι άδικα νεκροί όλου του κόσμου.
===================================================
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι (Βύρωνας Λεοντάρης)
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
κι όσα για σένα είχες ελπίσει
έχουνε τώρα πια όλα σβήσει
η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
Σκιά ήταν ό,τι για ζωή αγαπήθη
ήχος στεγνός μιας άδειας λέξης
σαν ήρθε η ώρα να διαλέξεις
είπες ας φράξουν τη φωτιά άλλα στήθη
ποτάμι που έχει μείνει ξερή η κοίτη
πώς να 'χεις έτσι ξεστρατίσει
σου άξιζε σένα αλλιώς να ζήσεις
η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
========================================================
Σε είπανε Θεό ( Δημήτρης Δούκαρης)
Σε είπανε Θεό
και δε Σε πίστεψα,
γιατί αν ήσουνα
θάχες φόβο,
θάχες τρόμο
θάχες ντροπή
γιατί αν ήσουνα
θα Σε λυπόμουν.
Σε είπαν επανάσταση
και Σ' ακολούθησα,
ήθελα να γκρεμίσεις,
ήθελα να χτίσεις,
ήθελα να τελειώσεις
και ν' αρχίσεις,
ήθελα ν' αλλάξεις
κι Εσύ
κι εγώ -
και μ' άφησες στους πέντε δρόμους.
==========================================================
το λέει και το τραγούδι (Λίλη Ιακωβίδου)
O ζωντανός ο χωρισμός,
το λέει και το τραγούδι
παρηγοριά δεν έχει,
από την ώρα που 'φυγες
έχει βουρκώσει ο ουρανός
κι η θλίψη σιγοβρέχει.
Παρηγοριά έχει ο θάνατος,
το λέει και το τραγούδι
και λησμοσύνη ο χάρος,
πέτρα που δε μετακυλά
κι ασήκωτο μολύβι
του χωρισμού το βάρος, το βάρος.
Kοιτάζω την εικόνα σου,
παιδί μου αγαπημένο
παρηγοριά για να βρω
και το γλυκό χαμόγελο
της ζωγραφιάς σου κάνει
τον πόνο μου πιο μαύρο.
Η αγάπη πάντα είναι διπλή,
το λέει και το τραγούδι
μα ο καημός περισσός,
άξαφνα μες στη μοναξιά
πληγώνει και τρομάζει
σαν ψέμα και σαν μίσος, σαν μίσος.
Η αγάπη πάντα είναι διπλή,
το λέει και το τραγούδι
μα ο καημός περισσός,
άξαφνα μες στη μοναξιά
πληγώνει και τρομάζει
σαν ψέμα και σαν μίσος, σαν μίσος.
O ζωντανός ο χωρισμός,
το λέει και το τραγούδι
παρηγοριά δεν έχει,
από την ώρα που 'φυγες
παιδί μου αγαπημένο
ο νους μ' εσένα τρέχει.
========================================================
ο θρήνος της μάννας (Ηλίας Σιμόπουλος)
Όλη τη μέρα που 'λειπες το σπίτι μας ρημάδι.
Κι όμως πώς ήταν όμορφα σα γύριζες το βράδυ
Κι ας τρώγαμε ξερό ψωμί κι ας έλειπε το λάδι.
Κι ας έλειπαν τα κάρβουνα φτάνει που ήσουν κοντά μου.
Αχ πώς στο κάθε χτύπημα της πόρτας η καρδιά μου
Ραγίζουνταν, αγόρι μου, και μου 'φευγε η λαλιά μου.
Θυμάσαι τις τριανταφυλλιές μπροστά στο περιβόλι
Που ανθίζανε την άνοιξη και πια την κάθε σκόλη
Γιομίζαμε τριαντάφυλλα την αγκαλιά μας όλη.
Κι ο γέρος ο πατέρας σου καμάρωνε κι αντάμα
Καμάρωνα κι η δόλια εγώ, κι αν έκλαιγα - τι θάμα!-
Περσότερο ξαλάφρωνε η καρδιά μου από το κλάμα.
Μεγάλωσες. Δε μ' άκουγες. Έφευγες όλη μέρα.
Κι όταν τα βράδια μου 'λεγες «Η Λευτεριά μητέρα
Θα ρθεί» μ' άγγιζαν την καρδιά τα λόγια σα φοβέρα.
Μ' αν μου 'φευγες πρωί πρωί, προτού να φέξει, μόνος
Κι αργοκυλούσαν οι ώρες μου, κάθε στιγμή ένας χρόνος
Το 'ξερα πως θα γύριζες κι ήταν γλυκός ο πόνος.
Τώρα στο παραγώνι μας κουβαριασμένη ρέβω
Σαν αστραποκαμένη ελιά και πια δε σε γυρεύω
Τι 'ναι ψηλός ο ανήφορος και δε μπορώ ν' ανέβω.
Γιατί δεν άκουες, γιόκα μου, τη μάνα που σ' εγέννα;
Κι αν έρθει τώρα η Λευτεριά πουν' όλα ρημαγμένα
Τι να την κάνω, αγόρι μου γλυκό, χωρίς εσένα
=============================================
πέντε μικρα ναυτόπουλα (Μήτος Λυγίζος)
Εδώ κοιμούνται μπρος στον ποταμό
Εδώ στην όχθη την παλιά
Στο πράσινο ποτάμι
Πέντε μικρά ναυτόπουλα
Πέντε παιδιά του κόσμου
Εδώ κοιμούνται πλάι στο νερό
Πάνω σε πέντε σύννεφα
Σε πέντε οργιές χορτάρι
Πέντε ναυτάκια πού’γραψαν
Στην όχθη τ’όνομά τους
Ήταν μικρά μικρά μικρά
Κι ήτανε πάντα ξάγρυπνα
Ήταν μικρά μικρά μικρά
Κι ήταν συλλογισμένα
Τώρα κοιμούνται τώρα πια
Τα νανουρίζει ο ποταμός
Νάνι τους λέει νάνι τους
Το πράσινο ποτάμι
Πρωί πρωί ήταν πού’πεσαν
Τα πέντε τα μικρά μικρά
Πρωί πρωί ήταν πού’πεσαν
Βαθιά να κοιμηθούνε
Νάνι τα νανουρίζουνε τα δένδρα στο ποτάμι
Νάνι τους λένε οι φυλλωσιές
Νάνι στην όχθη νάνι
Εδώ κοιμούνται στο μικρό
Μικρούλη κρεβατάκι τους
Εδώ στην όχθη την παλιά
Νάνι μικρά μου νάνι
Πέντε ναυτάκια πέντε απλά
Παιδιά ντουφεκισμένα
==============================================
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου