Σελίδες

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Άμμος και Αφρός

Διαλέγουμ’ όλες τις χαρές μας και την κάθε θλίψη,
προτού, για να τις ζήσουμε, μας πέσουν, κάπου απ’ τα ύψη…

*

Ένας μοσότοιχος, και μόνο, τίποτ’ άλλο: η θλίψη,
που κήπους βλέπει ο άνθρωπος, σ’ όποια πλευρά του αν σκύψει…

*

Όταν να μεγαλώσ’ η λύπη σου ή η χαρά – λέει η μοίρα –
να γίνεται μικρότερος ο κόσμος, βλέπεις, γύρα…

*

Ο πόθος η μισή-ζωή, στου βίου μας την πορεία
και είναι μισός – θάνατος, η απλή αδιαφορία…

*

Αυτό, τη σημερνή μας λύπη πιο μικρή, που κάνει
της χτεσινής μας της χαράς η θύμιση-βοτάνι…

*

Μου λένε, «Ανάγκη τώρα να διαλέξεις
του κόσμου τούτου αν θέλεις τις χαρές
ή τ’ άλλου, που μια μόνη εκφράζει λέξις:
«γαλήνη», τώρα πες σε μας ποιες θες».

Γι’ απόκριση, να, ο λόγος ο δικός μου,
«Διάλεξα και τα δυο – με λίγο νου –
Ποθώ και τις χαρές αυτού του κόσμου
και τη γαλήνη θέλω τ’ αλλουνού.

Γιατί η καρδιά μου ξέρει ότι ένα ποίημα
έγραψεν ο Μεγάλος ο Ποιητής,
μα είναι ποίημα τέλειο και στη ρίμα
μα και στο μέτρο τέλειο – αποξαρχής –».

*

Η πίστη είναι μια όαση, μες στης καρδιάς τα βάθη,
που όποιος: του νου το καραβάνι πάρει – δέ θα μάθει…

*

Ψηλά, στο μπόι στου φτάνοντας, πέφτεις στ’ άφταστα εκείνα
το να ποθείς πόθο που σ’ άλλον πόθο θα σε βγάλει,
το να πεινάς μα μοναχά για πιο μεγάλη πείνα,
και να διψάς, για κάποια δίψα απείρως πιο μεγάλη…

*

Τα μυστικά σου αν μπιστευτείς, κάποτε, στον αγέρα
να μην τον ψέξεις που τα λέει, κι αυτός, στα δέντρα πέρα.

*

Άνοιξης λούλουδα: όνειρα που η χειμωνιά μας στέλνει
λόγια, που στα συμπόσια τους, αντάλλαζαν οι αγγέλοι.

*

Στο κρίνο είπ’ η νυφίτσα, «Δες γοργά
πως τρέχω και πηδώ πάνω στο χώμα,
αυτό που εσέν’ ακούνητο κρατά
και σε μποδά και να σουρθείς ακόμα».

Κι ο κρίνος στη νυφίτσα λέει, «Ω, εσύ,
στα θαυμαστά τα γοργοβήματά σου,
φόρτωσε, ευγένεια πόχεις περισσή,
και γρήγορα από μπρος μου, αν θέλεις χάσου».

*

Πληροφορίες καλύτερες, αν θες, για δρόμου αγώνες,
κάλλιο: λαγούς να μη ρωτήσεις – ρώτησε χελώνες…

*

Κάτι – σοφό – της φύσης λεν τα χείλη
– παράξενο – τα πλάσματα όλ’ αυτά,
χωρίς σπονδυλική, που ζούνε, στήλη,
να ’χουν καβούκια από τα πιο σκληρά…

*

Αυτός που φλυαρεί και πιο πολύ,
είναι λιγότερο έξυπνος· συνάμα:
στο ρήτορα και στον πληστηριαστή,
διαφορά: που υπάρχει; Σε ποιο πράμα;

*

Ευγνώμων νοιώθε πάντα εσύ, που δέ χρωστάς τη ζήση
στ’ όνομα του πατέρα σου, στου θειού σου τη διαθήκη,
μα πιότερο που ούτε κανείς μια ζήση δέ θα στήσει
στ’ όνομα και στα πλούτια σου, να τα ’χειρότερο δεκανίκι…

*

Ταχυδακτυλουργός ξεχνάει σ’ εμέ τα χρέη του όλα τ’ άλλα
και μόνο μου φωνάζει «βοήθεια» σαν χαθεί του η μπάλα…

*

Ο φθονερός, δεν ξέρει ο δόλιος, πως του φθόνου η χλεύη
ανυποψίαστά του επαίνους μου επιδαψιλεύει…

*

Στης μάνας σου, του κάθε ονείρου, χρόνια ήσουν τη σφαίρα,
ωσότου, για να σε γεννήσει, ξύπνησε μια μέρα…

*

Όλο το σπέρμα της φυλής πουλί που έχει φωλιάσει,
στη νοσταλγία, της μάνας σου, για τα παρθένα δάση…

*

Η μάνα κι ο πατέρας μου, παιδί
πόθησαν, κ’ έτσι γέννησαν εμένα.
Μα όποιος πατέρα, μάνα, λαχταρεί
τη νύχτα και τη θάλασσα έχει γέννα…

*

Απ’ τα παιδιά μας μερικά, δικαιολογία μας, μόνο…
Και τ’ άλλα είν’ η μετάνοια μας, για λίγο φως στο χρόνο…

*

Σαν έρθ’ η νύχτα και σε βρει στο νου σκοτεινιασμένο,
πλάγιασ’ εκούσια σκοτεινός και μείν’ εκεί στο χώμα.
Το χάραμα, αν συ σκοτεινός μένεις στα βάθη ακόμα
σήκω κ’ εκούσια, «σκοτεινός ακόμα είμαι» πες για αίνο.

Ανόητο να υποκρίνεσαι, στη νύχτα και στη μέρα.
Κι οι δυο τους, κοροϊδεύοντας, θέ να σε διώξουν πέρα.

*

Ομιχλοσκέπαστο κι αν είναι το βουνό
μικρό λοφάκι δεν μπορεί να γίνει.
Και βροχερό, η βελανιδιά, καιρό
δέ γίνεται μια ιτιά: που δάκρυα χύνει…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου