Μᾶς κάνει ὁ Σύντροφος ὁ σκοτεινὸς τώρα τὸ σκεφτικιστή. Κι' ἔχει δίκιο, τοῦ φαίνεται ἄπειρο κι' ἐρεθίζεται, γιατί τοὺς σοφοὺς τυραγνεῖ μονάχα ἡ ἄγνοια εἲτε ἡ ἀμφιβολία τοῦ τί εἶναι καθαρὰ ζωὴ καὶ θάνατος. Καὶ γιατί τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἀνθρώπους δὲν τοὺς τυραγνεῖ. Ἐτοῦτοι τὄχουνε λυμένο τὸ αἴνιγμα συλλογικά. Ζωὴ εἶναι ἀπὸ τότες ποὺ σὲ γεννάει ἡ μάννα σου. Θάνατος εἶναι ἀπὸ τότες ποὺ σὲ μεταλαβαίνουν καὶ τὰ κλείνεις. Οἱ σοφοὶ αἰστάνονται ἄσοφοι καὶ δὲ βρίσκουν τέλος μήτε καθορισμὸ στὶς φαῦλες τοῦτες ἔννοιες ποὺ τοὺς ξεφεύγουν. Βρίσκει τὴ λύση ὁ σκεφτικιστής, μᾶς κατεβάζει τὸ φολιδωτό, σὰ βράχο τοῦ Ἄθωνα, μὲ τὰ μυριάδες μάτια, τὸν Ἄγγελο μὲ τὶς ἐπίσκεψές του, μὲ τὲς ἀποκάλυψές του, μὲ τὰ δῶρα τὰ προικιά, τὰ διανοιχτικὰ ποὺ χαρίζει.
Μὰ ἔλα ποὺ σ’ ἄλλονα τῆς συντροφιᾶς, στὸ κελλάκι τῆς παγωνιᾶς, ἔρχεται ἐτούτων τῶν καλογέρων ἡ σκέψη. Εἶδε τόσους ἀσκητάδες, τόσους ἐρημῖτες, ποὺ τὰ γεράματα τοὺς φέρουν χιονάτα γένεια, ἷρι εὐλαβητικιά, σουρνάμενα κατὰ γῆς, ποὺ ὁ αἰώνας τῆς ζωῆς, μήνους μήνους, χρόνους χρόνους ποὺ τὸν ἀπεράσαν, κι' εἶναι ἑκατὸν δέκα, κι’ ἑκατὸν εἲκοσι χρονῶ, τοὺς ἔβγαλε τὸ ρύπο κάθε γήινης λίγδας. Εἶδε τόσους ἅγιους καὶ ἄμωμους σὲ τοῦτο τὸ βουνό, ποὔναι ἀκόμα πιὸν ἁπλοϊκοὶ κι' ἀπ' τὰ παιδὶα τὰ νήπια. Κανένας ἄγγελος δὲν ἦρθε νὰ τοὺς ἐπισκεφτεῖ, κι' ἀπόδειξη ποὺ τοὺς λείπουν τὰ μάτια τὰ ἐπουράνια, ποὺ τοὺς λείπει τὸ πνεῦμα τῆς συνέσεως. Κι' ἐν τούτοις κι' ἐτοῦτοι ἔχουν μεταστρέψει τὶς ἀξίες ζωῆς καὶ θανάτου. Ποῦθε ἄντλησαν ἐτούτη τὴ μεταστροφή; Ποῦθε τοὺς γένηκε, τοὺς στάρθηκε γιὰ φίλευμα ἐτοῦτος ὁ παραλογισμός, ποῦθε ἡ ἀσυμμετρία, οἱ ἁπλοϊκοί τοῦ κόσμου, νἄχουνε λύσει τὸ γρῖφο, σύφωνα μὲ τὶς ἔννοιες τὶς κοινότυπες, οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου ν' ἀμφιβάλνουνε γιὰ τὶς ἔννοιες τὶς κοινότυπες καὶ νὰ πασκίζουν νὰ μεταστρέψουν τὶς ἀξίες καὶ νὰ μπαλεύουν, κι' ἐτοῦτοι οἱ ἁπλοϊκοί τῆς ἅγιας ἔρημος νἄχουν ξενωθεῖ ἀπ' τοὺς ἄλλους τοὺς ἁπλοϊκούς, καὶ προσπεράσει τοὺς σοφούς, καὶ μεταστρέψει ἀπὸ μονάχοι τους, ἀπ' τὴν ἁπλότητά τους μέσα τὶς βαθειὲς ἀξίες, καὶ νὰ μὴν πατῆσαν ποτὲς τους σφαλερά, εἴτε γλιστερά, μὰ ἐπὶ τῆς πέτρας, ἀκατάλυτοι; Καὶ φτάνουμε στὴ Χάρη. Δὲ στέρνεται μονάχα ὁ Ἄγγελος ὁ Ἰσκερὸς στὸν κόσμο, νὰ λύσει τὶς διαφορὲς τῶν γρίφων, μὰ στέρνεται κι' ἡ Χάρη, γυναίκα τούτη καὶ λευκότατη καὶ φωτεινή, κι' ἀγαπάει τοὺς ἁπλοϊκούς, καὶ μεταστρέφει καθετὶ κατὰ τὸν ροῦν της καὶ γίνεται τὸ μέγα ρεῦμα τοῦ Ὄρους τοῦ ἁγίου, κι' ἐβγάνει τὸ ἀγαθώτατο τὸ φῶς. Οἱ ἁπλοϊκοὶ τοῦ κόσμου εἶναι οἱ γαληνεμένοι, οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου εἶναι οἱ ταραγμένοι.
Ἐδῶ στὸ Ὄρος, καθὼς καὶ σὲ ὅλες τὶς τάξες τὶς μοναχικές, ὅλοι τους εἶναι καὶ ἁπλοϊκοὶ ἐν τῇ σοφίᾳ, καὶ σοφοὶ μὲ τὸ νὰ εἶναι ἁπλοϊκοί, καὶ γαληνεμένοι μὲ τὸ νὰ κατέχουν τὸ πᾶν ἐν τῷ μηδενί. Ἐτοῦτοι ἀπογδυθῆκαν κάθε γήινο ἔνδυμα, ἐτοῦτοι θαφτῆκαν, κάνοντας τὴν κουρά τους, ἐτοῦτοι votum voverunt impietatis et blasphemiae per vitan eorum, καθὼς ὁ Λέοντας εἰρωνικά τους ὅρκους τοὺς ἀποκαλεῖ, ἐτοῦτοι δὲν ὠχρίασαν στὴ νεκρικὴ ψαλίδα, ποὺ τοὺς ἀπόκοψε τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς των καὶ τοὺς ἕντυσε μαύρη σακκούλα. Ἐτούτους, χειρότερα κι' ἀπὸ νεκρούς, τοὺς ἀπολησμονάει ὁ καθένας τοὺς ἀποτραβηγμένους. Χάνεται ὁ κρίκος τῆς φιλίας, ὁ γάντζος καὶ τὸ ἀγκίστρι τοῦ ἔρωτα. Οἱ φίλοι τοὺς ξεγράφουνε ἀνομολόγητα καὶ λένε τὸ
τηλοῦ φίλοι ναίοντες οὔκ εἰσι φίλοι
καὶ δίκαια, γιατί τί «τηλοῦ», ἐτοῦτοι καλὲ μακρυνθῆκαν πέρα κι' ἀπὸ τ' ἄστρα, γενῆκαν ἀγρίμια καὶ ζηλωτὲς τῶν ἀγριμιῶν. Οὔτε ποὺ λογιάξανε ποτὲς ἢ νιαχτῆκαν γιὰ τὸν κόσμο. Ἂν τοὺς λογιάξαν τοὺς ἔχουν γιὰ «πατρόθεν πορδηκίδες», ποὺ μὲ κληρονομιὰ ἀπὸ παπποὺ σ' ἀγγόνι μαραίνονται σκαλεύοντας τὰ βρώμικα καὶ τὴ σαπρία. «Ἐρρέτω φίλος σὺν ἐχθρῷ». Ἀλλὰ πεθνήσκοντας ἔτσι ζωντανοί, μὴ δὲν ἔχουνε τὸ ξαναγέννημά τους, μὴ δὲν ἀναστηθῆκαν, οἱ ἄξιοι, οἱ μακαριστοί, τί τετραήμεροι, τί τριήμεροι, ἀναστηθῆκαν τῆς στιγμῆς, κι' ἐκεῖνο ποὺ οἱ ὄξω τὄχουν σβέσει ἀπὸ μυαλοῦ των, ἐδῶ λουλουδίζει καὶ φουντώνει. Τί ξένοι οὐρανοί, τί βαρύτατα σύγνεφα καὶ τί πέλαο μεγαλωμένο. Ὅλα ξένα, ὅλα ξένα, ὅλα οὐρανικά τοῦ πέρα κόσμου. Ἐτοῦτος ὁ τάφος εἶναι οὐρανοὶ τῆς 'Ανάστασης. Μερμηγκιάζουν ἐδῶ τὰ στίφη τ' ἀγγελικά. Ἐδῶ νότος κυλίνδει κύματ' εὐρείης ἁλός. Ἀλλὰ εἶναι ἀλλιώτικος ὁ νότος, ἀλλιώτικια κι' ἡ θάλασα, οὐσίας οὐρανίας. Εἶναι σὰν τὸ θυμίαμα ποὺ τὸ σάχνουν ἀλλιώτικα ἐδῶ, μὲ ἐπιμέλεια τόση, καὶ τὸ καῖνε ὄχι στὰ κάρβουνα, καθὼς ἐμεῖς, μὰ σὲ στάχτη ἀπὸ μαραμένα κλήματα, γιὰ νὰ χύνει ἐλεύτερα ὅλες του τὶς εὐωδίες. Ἐνῷ ὁ ταλαίπωρος ὁ Φεντόρ, ἡ πάλη του δὲν εἶχε μπεῖ σὲ τοῦτες τὶς οὐσίες, καὶ δὲν ἐκάρπισε ὅσο θὰ κάρπιζε κλεινάμενη ἐδῶ. Κι' ἐδέτσι ἐκεῖνος μὲ τὸν Ἄγγελό του γίνηκε δυστυχισμένος, δίχως τὴ Χάρη, ἐνῶ σέ μᾶς, μολονότι στὸ λαβύρινθο τοῦ σκότους, μολονότι στὶς ταλάντευσες τῶν δισταγμῶν, μᾶς πέτυχε, στιγμιαία Περιστερά, ἡ Χάρη σήμερα γιὰ λίγο καὶ βρεθήκαμε νεκροὶ ἔνθεοι, φυλακωμένοι θαματουργικά, ζωντανοὶ σωσμένοι. Μὰ τί ὡραῖα, τί μεγάλα, τί θαματερὰ πράγματα εἶναι ὅσα μᾶς συντύχαν ἐδῶ πέρα.
Θέλω καὶ γιὰ τοὺς Λωβιασμένους τοὺς ἁγίους νὰ ξαναφέρω τὸ λόγο, γιατί σὲ αὐτοὺς θέλει νὰ μὲ φέρει ἡ θεία ἡ ἕνωση. Τοὺς Πέτρους Κραὸν τῶν περβολιῶν. Στὴ μάντρα τους τοὺς ἐβρῆκα καὶ βάλθηκα νὰ μπῶ, νὰ μεταλάβω τὰ πλούτια τῆς Λέπρας. Καθὼς εἶμαι σὰν ἀρραβωνιασμένος μὲ τὸ δαχτυλιδάκι τοῦ ἄη-Παντελεήμονα, γίνουμαὶ ὁ ἴδιος ὁ Πέτρος ὁ Κραόν, καὶ τρέχει ὁ νοῦς μου στὰ περιβόλια τῆς Violaine, ἐκείνης τῆς σιωπηλῆς, ποὺ μ' ἒθαψε μὲ πλάκα καὶ μὲ σφράγισε μετὰ τῆς Κουστωδίας, μιὰ κι' ἔφυγα τοῦ κόσμου κι' ἦρθα σὲ τοῦτες τὶς καθαγιασμένες μόνωσες, παρατώντας τη, μὰ ὄχι στὴ σκέψη, καθὼς Ἐκείνη. Ὁ Χορὸς τῶν Λεπρῶν μὲ συντροφεύει τώρα κι' αἰστάνομαι ἀνάμεσό τοὺς σὰ δεσπότης. Πόσο μοῦ εἶναι ἀγαπητοί. Πῶς θὰ βλέπουνε ἕνα κομμάτι τ' οὐρανοῦ, κι' ὅλὸ τὸν οὐρανό, καὶ σὰν πέφτει ὁ μαῦρος χιτώνας τῆς νύχτας, σὰν δὲν εἶναι ὥριμοι πρὸς ὕπνον, πῶς θὰ σιγομιλᾶνε καὶ τὰ χωρατὰ τους τί φαρμάκι θἄχουνε ἐντός. Καὶ πῶς συνταιριάζω τοῦτες τὶς ὁσιώτατες ἀπόλαυσες μὲ τὸ πετράδι ἀπό τοπάζι ὑπερμέγεθες, μὲ τὴ Violaine, μὲ τοὺς γήινους ἐρώτους τῆς Κάτου Ἱερουσαλήμ, τῆς ὁλοπράσινης, ἀπὸ ἄλλο πράσινο, τῆς Κάτου Ἱερουσαλήμ.
Τρεχάτοι προβαίνουμε στὴν κατρακύλα τοῦ τέλους. Βουίζουνε οἱ σκέψες καὶ οἱ λογισμοὶ σὰ σφηκοφωλιά. Ριπίζουνται ὁλοῦθε, σὲ ὅλες τὶς διεύθυνσες τὰ κελλιὰ ἀπὸ τοὺς νοητοὺς σκουλαρικάδες τῶν λογισμῶν. Προβαίνουμε στὸ τέλος. Διαβήκαμε τὰ δασώδη τοῦτα δεκάμερα, διαβήκαμε τὶς ἀγρυπνίες, τοὺς σταυρούς, τὶς λειτουργίες, διαβήκαμε τὶς θαυμαστὲς δρᾶσες τῆς θάλασσας τῆς ἄβατης, τῆς κυμαινόμενης κάτω τοῦ ἀθάνατου βουνοῦ, ποὺ σὰ σάλιαγκος μακραίνει μακραίνει καὶ ἀψηλώνει γιὰ νὰ καταλὴξει στὸ πανύψηλο καὶ ἄγριο ὄγκος τῆς κορφῆς, τὸν τάφο τῶν τρεμόντων, τὸν ἀνάγγιχτον ἀνθῶνα τῶν Ἀμάραντων, τὸ συνομιλητὴ τῶν σύγνεφων τῶν βαριῶν, καὶ τὸ σύνδεσμο μὲ τὰ σπαθωτὰ τ' ἀστροπελέκια. Προβάλθηκαν στὴ μόνωση τῆς σημερνῆς τῆς βαρυχειμωνιᾶς οἱ Ἔρωτοι. Τί ἔχουν νὰ κάνουνε οἱ Ἔρωτοι στὸν ἀσκητισμό; Τούτη τὴν ἕνωση ἒχουνε τὰ δυό, ποὺ εἶναι θεῖες μανίες, περιβλημένες τὴ χλιδὴ τοῦ πάθους. Βλέπεις ἐκείνους τοὺς ρούσσους τοὺς μουζίκους μὲ τὶς πουκαμίσες καὶ τὰ ζουνάρια καὶ τὶς μπὸττες τῶν τριάντα ὀκαδῶν τὶς σουρνάμενες σὰ στρωτῆρες, τοὺς στραγγιγμένους τοὺς μουζίκους ἀπὸ τὴ δουλειὰ καὶ τὴν ἀγγάρεια κι' ἀπὸ τὴν ἀγρύπνια καὶ τὴν κοινοβιακὴ τὴν πεῖνα τῆς ὁσιότητας, βλέπεις τὰ κελλιὰ τους, μ' ἕνα ξύλο γιὰ κρεβάτι, ἐρημωμένα σὰν τοὺς γδυμνωμένους βωμοὺς τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, καὶ πλάι βλέπεις σὰ βασίλισσα Παρθένα βουτημένη στὴν ἡδονὴ τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τῶν ἀρωμάτων τὴν Ἐκκλησία! Ἐκεῖ περνοῦν τὴν ἔκστασή τους οἱ ἀποξεραμένοι τοῦτοι ἐργάτες τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ τὰ θάμπη τους. Ἐκεῖ βρίσκεις τὸ Ἅγιο Δισκοπότηρο μὲ τὰ βαρύτιμα πετράδια, ἐκεῖ τὸ τίμιο Δισκάριο τὸ ὁλόχρυσο τριγύρω μὲ τὸν ἴασπι στὸ μέσο, μὲ τὸν ἀστερίσκο νὰ φεγγοβολᾶ, ὅλα τοῦτα τὰ σκεύη τῆς Εὐχαριστίας κουκουλωμένα στὰ βελοῦδα, μὲ τὸ μουζίκο νὰ ὀνειρεύεται τὸ Πάσχα καὶ τὴ Γέννα καὶ τὶς ἄλλες πανηγύρεις, ποὺ θὰ κάνει τὴν ἕνωση μὲ τὸ Θεό, πεσμένος ἀπὸ τὴ μετάνοια καὶ τὴ νήψη καὶ τὴν ἀγρύπνια, ὥριμος γιὰ νὰ δοθεῖ στὸ στὸ θεωτικὸ τὸν ἔρωτα.
Γιατὶ τὸν ἐδικό μου ἀσκητισμὸ νὰ μὴν τὸν βάψω στὸ ζωηφόρον αἷμα τῆς ἀνάμνησης μιανῆς Ἀγάπης, μουσμουλιᾶς ἀνάλαφρης, τῆς πολιτείας; Γιατὶ καὶ τ’ ὄρθρισμα καὶ τὰ ἑσπερινά μου νὰ μὴν εἶναι δοσμένα στὀ πάθος ἐτοῦτο, ποὺ μοιάζει τὰ μπρούτζινα, εἴτε τὰ ζαφειρένια χρώματα ποὺ παίρνει ὁ οὐρανὸς τὶς ὧρες τοῦτες τῆς Μεγάλης Προσευκῆς. Τὸ ἴδιο Προβόδισμα γιὰ τὸ Θάνατο τὸν ἁπλωτὸ εἶναι οἱ Ἐρῶτοι ὅσο καὶ οἱ ὅρκοι τοῦ Ἀσκητισμοῦ. Περβόλια εἶναι χλιδῆς καὶ τὰ δυό τους. Καὶ δὲν εἶναι καλύτερη εὐλογία ἀπὸ τὸ νὰ συμφύρεσαι στ’ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς Λωβιασμένους, νὰ πειρᾶσαι νὰ μάσεις τὰ ἐλέη τῶν πληγῶν τους καὶ νὰ βλέπεις ν’ἀντιφεγγίζει στὰ μάτια τους ποὺ σβένουν καὶ τὰ λιμάρει ἡ ἀρρώστια τοῦ μυστικοῦ τοῦ κάλλους, δαφνούλα εὐωδιασμένη, τόσο λαμπρὰ ὁλοπράσινη, σὰν νέα σελήνη, δρέπανο, κι’ἐν τούτοις δρέπανο χαδιοῦ, τὴν εἰκόνα, πλάϊ στὶς τόσες τίμιες ποὺ ἀντίκρυσες μονὲς καὶ τὰ κελλιά, ἑνοῦ κοριτσιοῦ μαυρειδεροῦ, πηδηχτοῦ σὰν τὰ νέα κατσίκια τὰ ὁλόμαυρα, ποὺ νὰν τὸ βλέπεις μόνο θυμίζεσαι τοὺς φράχτες τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων.
Λέω τοῦ Λέοντα, τοῦ σκοτεινοῦ συντρόφου: «Φίλε μὲ τὰ ἄγρια γένεια, ἕνα εἶναι ἀλήθεια, τὸ ποὺ προβαίνουμε γιὰ κάπου. Γιὰ κάπου μᾶς προβοδᾶνε. Τώρα, εἴτε τὸ σήμερα εἶναι προβάδισμα γιὰ τὴ Ζωή, εἴτε προβάδισμα γιὰ τοῦ Θανάτου τὰ μέρη, δὲν τὸ ξέρεις. Ἀλλὰ οὔτε καὶ σὲ μέλει. Ἐλπίζεις νὰ εἶναι προβάδισμα γιὰ τὴ ζωή. Ἀλλὰ οὔτε καὶ σὲ μέλει. Κάτι ὅμως μᾶς λέει μέσα μας καὶ τῶν δυονῶν, ποὺ ἐξάπαντος τὸ Θάνατο τὸν ἐγευθήκαμε πιά, καὶ στὸ χτὲς καὶ στὸ σήμερα. Τὸ αὔριο θάναι Ζωή. Ἕναν κέδρο βλέπουμε στὸ βάθος - βάθος, πολὺ πέρα τοῦ καλντεριμιοῦ. Ἕναν κέδρο καὶ θἄχει καὶ πουλιά. Θὰ τὸν φτάσουμε καὶ θἆναι ἡ Ζωή. Θἄχει θέα, ὕστερ' ἀπ' τὸν ἀνήφορο σ' ἐκεῖνο τὸ σύνορο. Ἔχουμε νὰ ἰδοῦμε! Ἔχουμε νὰ ἰδοῦμε! Σὰν νὰ μυρίζουν τὶς οὐσίες τοῦ θανάτου ἐτοῦτα μας τὰ χτές, ἐτοῦτα μας τὰ σήμερα, ποὺ μπερδεύουνται ὅσο πᾶμε πιὸ πολὺ καὶ ξεχωρισμὸ κι' ἀκριβοέπεια δὲν ἔχουν. Στὸ αὔριο ἐκεῖνο τοῦ βάθους τρεχάτο ἕνα λάφι γιὰ τὸ δάσος. Τί τρεχάτο, τί ζωηρὸ ποὺ δρασκέλισε τὸ μονοπάτι κι' ἐχάθη. Τοῦτο τὸ λάφι ἀνήκει στῆς Ζωῆς τὰ μέρη. Λέοντα, ὁ Ἄγγελος ποὺ μᾶς πρόσφερε τὰ μάτια εἶναι καὶ τοῦτος τῆς Ζωῆς. Ἡ Χάρη ποὺ συναντήσαμε νὰ περιίπταται σὲ τοῦτο τὸ βουνὸ ἀφτονώτατη—κανένας δὲν τὴν κυνηγᾶ, ὅλοι ἔχουν τὸ εἶδος της στὴν αὐλή τους, δὲ θέλουν ἄλλη περισσή—εἶναι ἡ Χάρη τῆς Ζωῆς».
Καρυές, βράδυ, 2 Νοεμβρίου 1927.
Ἀπὸ τὴν «Ἄσκηση στὸν Ἄθω» Ἐκδόσεις Ἴκαρος, 1963.
Μὰ ἔλα ποὺ σ’ ἄλλονα τῆς συντροφιᾶς, στὸ κελλάκι τῆς παγωνιᾶς, ἔρχεται ἐτούτων τῶν καλογέρων ἡ σκέψη. Εἶδε τόσους ἀσκητάδες, τόσους ἐρημῖτες, ποὺ τὰ γεράματα τοὺς φέρουν χιονάτα γένεια, ἷρι εὐλαβητικιά, σουρνάμενα κατὰ γῆς, ποὺ ὁ αἰώνας τῆς ζωῆς, μήνους μήνους, χρόνους χρόνους ποὺ τὸν ἀπεράσαν, κι' εἶναι ἑκατὸν δέκα, κι’ ἑκατὸν εἲκοσι χρονῶ, τοὺς ἔβγαλε τὸ ρύπο κάθε γήινης λίγδας. Εἶδε τόσους ἅγιους καὶ ἄμωμους σὲ τοῦτο τὸ βουνό, ποὔναι ἀκόμα πιὸν ἁπλοϊκοὶ κι' ἀπ' τὰ παιδὶα τὰ νήπια. Κανένας ἄγγελος δὲν ἦρθε νὰ τοὺς ἐπισκεφτεῖ, κι' ἀπόδειξη ποὺ τοὺς λείπουν τὰ μάτια τὰ ἐπουράνια, ποὺ τοὺς λείπει τὸ πνεῦμα τῆς συνέσεως. Κι' ἐν τούτοις κι' ἐτοῦτοι ἔχουν μεταστρέψει τὶς ἀξίες ζωῆς καὶ θανάτου. Ποῦθε ἄντλησαν ἐτούτη τὴ μεταστροφή; Ποῦθε τοὺς γένηκε, τοὺς στάρθηκε γιὰ φίλευμα ἐτοῦτος ὁ παραλογισμός, ποῦθε ἡ ἀσυμμετρία, οἱ ἁπλοϊκοί τοῦ κόσμου, νἄχουνε λύσει τὸ γρῖφο, σύφωνα μὲ τὶς ἔννοιες τὶς κοινότυπες, οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου ν' ἀμφιβάλνουνε γιὰ τὶς ἔννοιες τὶς κοινότυπες καὶ νὰ πασκίζουν νὰ μεταστρέψουν τὶς ἀξίες καὶ νὰ μπαλεύουν, κι' ἐτοῦτοι οἱ ἁπλοϊκοί τῆς ἅγιας ἔρημος νἄχουν ξενωθεῖ ἀπ' τοὺς ἄλλους τοὺς ἁπλοϊκούς, καὶ προσπεράσει τοὺς σοφούς, καὶ μεταστρέψει ἀπὸ μονάχοι τους, ἀπ' τὴν ἁπλότητά τους μέσα τὶς βαθειὲς ἀξίες, καὶ νὰ μὴν πατῆσαν ποτὲς τους σφαλερά, εἴτε γλιστερά, μὰ ἐπὶ τῆς πέτρας, ἀκατάλυτοι; Καὶ φτάνουμε στὴ Χάρη. Δὲ στέρνεται μονάχα ὁ Ἄγγελος ὁ Ἰσκερὸς στὸν κόσμο, νὰ λύσει τὶς διαφορὲς τῶν γρίφων, μὰ στέρνεται κι' ἡ Χάρη, γυναίκα τούτη καὶ λευκότατη καὶ φωτεινή, κι' ἀγαπάει τοὺς ἁπλοϊκούς, καὶ μεταστρέφει καθετὶ κατὰ τὸν ροῦν της καὶ γίνεται τὸ μέγα ρεῦμα τοῦ Ὄρους τοῦ ἁγίου, κι' ἐβγάνει τὸ ἀγαθώτατο τὸ φῶς. Οἱ ἁπλοϊκοὶ τοῦ κόσμου εἶναι οἱ γαληνεμένοι, οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου εἶναι οἱ ταραγμένοι.
Ἐδῶ στὸ Ὄρος, καθὼς καὶ σὲ ὅλες τὶς τάξες τὶς μοναχικές, ὅλοι τους εἶναι καὶ ἁπλοϊκοὶ ἐν τῇ σοφίᾳ, καὶ σοφοὶ μὲ τὸ νὰ εἶναι ἁπλοϊκοί, καὶ γαληνεμένοι μὲ τὸ νὰ κατέχουν τὸ πᾶν ἐν τῷ μηδενί. Ἐτοῦτοι ἀπογδυθῆκαν κάθε γήινο ἔνδυμα, ἐτοῦτοι θαφτῆκαν, κάνοντας τὴν κουρά τους, ἐτοῦτοι votum voverunt impietatis et blasphemiae per vitan eorum, καθὼς ὁ Λέοντας εἰρωνικά τους ὅρκους τοὺς ἀποκαλεῖ, ἐτοῦτοι δὲν ὠχρίασαν στὴ νεκρικὴ ψαλίδα, ποὺ τοὺς ἀπόκοψε τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς των καὶ τοὺς ἕντυσε μαύρη σακκούλα. Ἐτούτους, χειρότερα κι' ἀπὸ νεκρούς, τοὺς ἀπολησμονάει ὁ καθένας τοὺς ἀποτραβηγμένους. Χάνεται ὁ κρίκος τῆς φιλίας, ὁ γάντζος καὶ τὸ ἀγκίστρι τοῦ ἔρωτα. Οἱ φίλοι τοὺς ξεγράφουνε ἀνομολόγητα καὶ λένε τὸ
τηλοῦ φίλοι ναίοντες οὔκ εἰσι φίλοι
καὶ δίκαια, γιατί τί «τηλοῦ», ἐτοῦτοι καλὲ μακρυνθῆκαν πέρα κι' ἀπὸ τ' ἄστρα, γενῆκαν ἀγρίμια καὶ ζηλωτὲς τῶν ἀγριμιῶν. Οὔτε ποὺ λογιάξανε ποτὲς ἢ νιαχτῆκαν γιὰ τὸν κόσμο. Ἂν τοὺς λογιάξαν τοὺς ἔχουν γιὰ «πατρόθεν πορδηκίδες», ποὺ μὲ κληρονομιὰ ἀπὸ παπποὺ σ' ἀγγόνι μαραίνονται σκαλεύοντας τὰ βρώμικα καὶ τὴ σαπρία. «Ἐρρέτω φίλος σὺν ἐχθρῷ». Ἀλλὰ πεθνήσκοντας ἔτσι ζωντανοί, μὴ δὲν ἔχουνε τὸ ξαναγέννημά τους, μὴ δὲν ἀναστηθῆκαν, οἱ ἄξιοι, οἱ μακαριστοί, τί τετραήμεροι, τί τριήμεροι, ἀναστηθῆκαν τῆς στιγμῆς, κι' ἐκεῖνο ποὺ οἱ ὄξω τὄχουν σβέσει ἀπὸ μυαλοῦ των, ἐδῶ λουλουδίζει καὶ φουντώνει. Τί ξένοι οὐρανοί, τί βαρύτατα σύγνεφα καὶ τί πέλαο μεγαλωμένο. Ὅλα ξένα, ὅλα ξένα, ὅλα οὐρανικά τοῦ πέρα κόσμου. Ἐτοῦτος ὁ τάφος εἶναι οὐρανοὶ τῆς 'Ανάστασης. Μερμηγκιάζουν ἐδῶ τὰ στίφη τ' ἀγγελικά. Ἐδῶ νότος κυλίνδει κύματ' εὐρείης ἁλός. Ἀλλὰ εἶναι ἀλλιώτικος ὁ νότος, ἀλλιώτικια κι' ἡ θάλασα, οὐσίας οὐρανίας. Εἶναι σὰν τὸ θυμίαμα ποὺ τὸ σάχνουν ἀλλιώτικα ἐδῶ, μὲ ἐπιμέλεια τόση, καὶ τὸ καῖνε ὄχι στὰ κάρβουνα, καθὼς ἐμεῖς, μὰ σὲ στάχτη ἀπὸ μαραμένα κλήματα, γιὰ νὰ χύνει ἐλεύτερα ὅλες του τὶς εὐωδίες. Ἐνῷ ὁ ταλαίπωρος ὁ Φεντόρ, ἡ πάλη του δὲν εἶχε μπεῖ σὲ τοῦτες τὶς οὐσίες, καὶ δὲν ἐκάρπισε ὅσο θὰ κάρπιζε κλεινάμενη ἐδῶ. Κι' ἐδέτσι ἐκεῖνος μὲ τὸν Ἄγγελό του γίνηκε δυστυχισμένος, δίχως τὴ Χάρη, ἐνῶ σέ μᾶς, μολονότι στὸ λαβύρινθο τοῦ σκότους, μολονότι στὶς ταλάντευσες τῶν δισταγμῶν, μᾶς πέτυχε, στιγμιαία Περιστερά, ἡ Χάρη σήμερα γιὰ λίγο καὶ βρεθήκαμε νεκροὶ ἔνθεοι, φυλακωμένοι θαματουργικά, ζωντανοὶ σωσμένοι. Μὰ τί ὡραῖα, τί μεγάλα, τί θαματερὰ πράγματα εἶναι ὅσα μᾶς συντύχαν ἐδῶ πέρα.
Θέλω καὶ γιὰ τοὺς Λωβιασμένους τοὺς ἁγίους νὰ ξαναφέρω τὸ λόγο, γιατί σὲ αὐτοὺς θέλει νὰ μὲ φέρει ἡ θεία ἡ ἕνωση. Τοὺς Πέτρους Κραὸν τῶν περβολιῶν. Στὴ μάντρα τους τοὺς ἐβρῆκα καὶ βάλθηκα νὰ μπῶ, νὰ μεταλάβω τὰ πλούτια τῆς Λέπρας. Καθὼς εἶμαι σὰν ἀρραβωνιασμένος μὲ τὸ δαχτυλιδάκι τοῦ ἄη-Παντελεήμονα, γίνουμαὶ ὁ ἴδιος ὁ Πέτρος ὁ Κραόν, καὶ τρέχει ὁ νοῦς μου στὰ περιβόλια τῆς Violaine, ἐκείνης τῆς σιωπηλῆς, ποὺ μ' ἒθαψε μὲ πλάκα καὶ μὲ σφράγισε μετὰ τῆς Κουστωδίας, μιὰ κι' ἔφυγα τοῦ κόσμου κι' ἦρθα σὲ τοῦτες τὶς καθαγιασμένες μόνωσες, παρατώντας τη, μὰ ὄχι στὴ σκέψη, καθὼς Ἐκείνη. Ὁ Χορὸς τῶν Λεπρῶν μὲ συντροφεύει τώρα κι' αἰστάνομαι ἀνάμεσό τοὺς σὰ δεσπότης. Πόσο μοῦ εἶναι ἀγαπητοί. Πῶς θὰ βλέπουνε ἕνα κομμάτι τ' οὐρανοῦ, κι' ὅλὸ τὸν οὐρανό, καὶ σὰν πέφτει ὁ μαῦρος χιτώνας τῆς νύχτας, σὰν δὲν εἶναι ὥριμοι πρὸς ὕπνον, πῶς θὰ σιγομιλᾶνε καὶ τὰ χωρατὰ τους τί φαρμάκι θἄχουνε ἐντός. Καὶ πῶς συνταιριάζω τοῦτες τὶς ὁσιώτατες ἀπόλαυσες μὲ τὸ πετράδι ἀπό τοπάζι ὑπερμέγεθες, μὲ τὴ Violaine, μὲ τοὺς γήινους ἐρώτους τῆς Κάτου Ἱερουσαλήμ, τῆς ὁλοπράσινης, ἀπὸ ἄλλο πράσινο, τῆς Κάτου Ἱερουσαλήμ.
Τρεχάτοι προβαίνουμε στὴν κατρακύλα τοῦ τέλους. Βουίζουνε οἱ σκέψες καὶ οἱ λογισμοὶ σὰ σφηκοφωλιά. Ριπίζουνται ὁλοῦθε, σὲ ὅλες τὶς διεύθυνσες τὰ κελλιὰ ἀπὸ τοὺς νοητοὺς σκουλαρικάδες τῶν λογισμῶν. Προβαίνουμε στὸ τέλος. Διαβήκαμε τὰ δασώδη τοῦτα δεκάμερα, διαβήκαμε τὶς ἀγρυπνίες, τοὺς σταυρούς, τὶς λειτουργίες, διαβήκαμε τὶς θαυμαστὲς δρᾶσες τῆς θάλασσας τῆς ἄβατης, τῆς κυμαινόμενης κάτω τοῦ ἀθάνατου βουνοῦ, ποὺ σὰ σάλιαγκος μακραίνει μακραίνει καὶ ἀψηλώνει γιὰ νὰ καταλὴξει στὸ πανύψηλο καὶ ἄγριο ὄγκος τῆς κορφῆς, τὸν τάφο τῶν τρεμόντων, τὸν ἀνάγγιχτον ἀνθῶνα τῶν Ἀμάραντων, τὸ συνομιλητὴ τῶν σύγνεφων τῶν βαριῶν, καὶ τὸ σύνδεσμο μὲ τὰ σπαθωτὰ τ' ἀστροπελέκια. Προβάλθηκαν στὴ μόνωση τῆς σημερνῆς τῆς βαρυχειμωνιᾶς οἱ Ἔρωτοι. Τί ἔχουν νὰ κάνουνε οἱ Ἔρωτοι στὸν ἀσκητισμό; Τούτη τὴν ἕνωση ἒχουνε τὰ δυό, ποὺ εἶναι θεῖες μανίες, περιβλημένες τὴ χλιδὴ τοῦ πάθους. Βλέπεις ἐκείνους τοὺς ρούσσους τοὺς μουζίκους μὲ τὶς πουκαμίσες καὶ τὰ ζουνάρια καὶ τὶς μπὸττες τῶν τριάντα ὀκαδῶν τὶς σουρνάμενες σὰ στρωτῆρες, τοὺς στραγγιγμένους τοὺς μουζίκους ἀπὸ τὴ δουλειὰ καὶ τὴν ἀγγάρεια κι' ἀπὸ τὴν ἀγρύπνια καὶ τὴν κοινοβιακὴ τὴν πεῖνα τῆς ὁσιότητας, βλέπεις τὰ κελλιὰ τους, μ' ἕνα ξύλο γιὰ κρεβάτι, ἐρημωμένα σὰν τοὺς γδυμνωμένους βωμοὺς τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, καὶ πλάι βλέπεις σὰ βασίλισσα Παρθένα βουτημένη στὴν ἡδονὴ τοῦ χρυσαφιοῦ καὶ τῶν ἀρωμάτων τὴν Ἐκκλησία! Ἐκεῖ περνοῦν τὴν ἔκστασή τους οἱ ἀποξεραμένοι τοῦτοι ἐργάτες τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ τὰ θάμπη τους. Ἐκεῖ βρίσκεις τὸ Ἅγιο Δισκοπότηρο μὲ τὰ βαρύτιμα πετράδια, ἐκεῖ τὸ τίμιο Δισκάριο τὸ ὁλόχρυσο τριγύρω μὲ τὸν ἴασπι στὸ μέσο, μὲ τὸν ἀστερίσκο νὰ φεγγοβολᾶ, ὅλα τοῦτα τὰ σκεύη τῆς Εὐχαριστίας κουκουλωμένα στὰ βελοῦδα, μὲ τὸ μουζίκο νὰ ὀνειρεύεται τὸ Πάσχα καὶ τὴ Γέννα καὶ τὶς ἄλλες πανηγύρεις, ποὺ θὰ κάνει τὴν ἕνωση μὲ τὸ Θεό, πεσμένος ἀπὸ τὴ μετάνοια καὶ τὴ νήψη καὶ τὴν ἀγρύπνια, ὥριμος γιὰ νὰ δοθεῖ στὸ στὸ θεωτικὸ τὸν ἔρωτα.
Γιατὶ τὸν ἐδικό μου ἀσκητισμὸ νὰ μὴν τὸν βάψω στὸ ζωηφόρον αἷμα τῆς ἀνάμνησης μιανῆς Ἀγάπης, μουσμουλιᾶς ἀνάλαφρης, τῆς πολιτείας; Γιατὶ καὶ τ’ ὄρθρισμα καὶ τὰ ἑσπερινά μου νὰ μὴν εἶναι δοσμένα στὀ πάθος ἐτοῦτο, ποὺ μοιάζει τὰ μπρούτζινα, εἴτε τὰ ζαφειρένια χρώματα ποὺ παίρνει ὁ οὐρανὸς τὶς ὧρες τοῦτες τῆς Μεγάλης Προσευκῆς. Τὸ ἴδιο Προβόδισμα γιὰ τὸ Θάνατο τὸν ἁπλωτὸ εἶναι οἱ Ἐρῶτοι ὅσο καὶ οἱ ὅρκοι τοῦ Ἀσκητισμοῦ. Περβόλια εἶναι χλιδῆς καὶ τὰ δυό τους. Καὶ δὲν εἶναι καλύτερη εὐλογία ἀπὸ τὸ νὰ συμφύρεσαι στ’ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μὲ τοὺς Λωβιασμένους, νὰ πειρᾶσαι νὰ μάσεις τὰ ἐλέη τῶν πληγῶν τους καὶ νὰ βλέπεις ν’ἀντιφεγγίζει στὰ μάτια τους ποὺ σβένουν καὶ τὰ λιμάρει ἡ ἀρρώστια τοῦ μυστικοῦ τοῦ κάλλους, δαφνούλα εὐωδιασμένη, τόσο λαμπρὰ ὁλοπράσινη, σὰν νέα σελήνη, δρέπανο, κι’ἐν τούτοις δρέπανο χαδιοῦ, τὴν εἰκόνα, πλάϊ στὶς τόσες τίμιες ποὺ ἀντίκρυσες μονὲς καὶ τὰ κελλιά, ἑνοῦ κοριτσιοῦ μαυρειδεροῦ, πηδηχτοῦ σὰν τὰ νέα κατσίκια τὰ ὁλόμαυρα, ποὺ νὰν τὸ βλέπεις μόνο θυμίζεσαι τοὺς φράχτες τοῦ Ἄσματος τῶν Ἀσμάτων.
Λέω τοῦ Λέοντα, τοῦ σκοτεινοῦ συντρόφου: «Φίλε μὲ τὰ ἄγρια γένεια, ἕνα εἶναι ἀλήθεια, τὸ ποὺ προβαίνουμε γιὰ κάπου. Γιὰ κάπου μᾶς προβοδᾶνε. Τώρα, εἴτε τὸ σήμερα εἶναι προβάδισμα γιὰ τὴ Ζωή, εἴτε προβάδισμα γιὰ τοῦ Θανάτου τὰ μέρη, δὲν τὸ ξέρεις. Ἀλλὰ οὔτε καὶ σὲ μέλει. Ἐλπίζεις νὰ εἶναι προβάδισμα γιὰ τὴ ζωή. Ἀλλὰ οὔτε καὶ σὲ μέλει. Κάτι ὅμως μᾶς λέει μέσα μας καὶ τῶν δυονῶν, ποὺ ἐξάπαντος τὸ Θάνατο τὸν ἐγευθήκαμε πιά, καὶ στὸ χτὲς καὶ στὸ σήμερα. Τὸ αὔριο θάναι Ζωή. Ἕναν κέδρο βλέπουμε στὸ βάθος - βάθος, πολὺ πέρα τοῦ καλντεριμιοῦ. Ἕναν κέδρο καὶ θἄχει καὶ πουλιά. Θὰ τὸν φτάσουμε καὶ θἆναι ἡ Ζωή. Θἄχει θέα, ὕστερ' ἀπ' τὸν ἀνήφορο σ' ἐκεῖνο τὸ σύνορο. Ἔχουμε νὰ ἰδοῦμε! Ἔχουμε νὰ ἰδοῦμε! Σὰν νὰ μυρίζουν τὶς οὐσίες τοῦ θανάτου ἐτοῦτα μας τὰ χτές, ἐτοῦτα μας τὰ σήμερα, ποὺ μπερδεύουνται ὅσο πᾶμε πιὸ πολὺ καὶ ξεχωρισμὸ κι' ἀκριβοέπεια δὲν ἔχουν. Στὸ αὔριο ἐκεῖνο τοῦ βάθους τρεχάτο ἕνα λάφι γιὰ τὸ δάσος. Τί τρεχάτο, τί ζωηρὸ ποὺ δρασκέλισε τὸ μονοπάτι κι' ἐχάθη. Τοῦτο τὸ λάφι ἀνήκει στῆς Ζωῆς τὰ μέρη. Λέοντα, ὁ Ἄγγελος ποὺ μᾶς πρόσφερε τὰ μάτια εἶναι καὶ τοῦτος τῆς Ζωῆς. Ἡ Χάρη ποὺ συναντήσαμε νὰ περιίπταται σὲ τοῦτο τὸ βουνὸ ἀφτονώτατη—κανένας δὲν τὴν κυνηγᾶ, ὅλοι ἔχουν τὸ εἶδος της στὴν αὐλή τους, δὲ θέλουν ἄλλη περισσή—εἶναι ἡ Χάρη τῆς Ζωῆς».
Καρυές, βράδυ, 2 Νοεμβρίου 1927.
Ἀπὸ τὴν «Ἄσκηση στὸν Ἄθω» Ἐκδόσεις Ἴκαρος, 1963.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου