Μὲ τὸ μικρὸ βενζινόπλοιο ποὺ κάνει τὴν τακτικὴ συγκοινωνία ἀπὸ τὴ Μεγίστη Λαύρα ὥς τὴ Δάφνη, παραπλέουμε τὸ νότιο ἄκρο τοῦ Ἄθω. Στὸ σημεῖο αὐτό, ἡ χερσόνησος ἀπότομα ἀλλάζει σχῆμα. Ἡ ἤπια, καταπράσινη βουνοσειρά της ξεπετιέται στὰ ὕψη, σχηματίζοντας ἕνα θεώρατο λίθινο κῶνο ποὺ πλησιάζει τὶς δυὸ χιλ. μέτρα. Πρὸς τὴ θάλασσα, τὸ ἔδαφος γίνεται ἀπόκρημνο, αἰχμηρό, ἐπικίνδυνο καὶ γιὰ τοὺς πεζοπόρους καὶ γιὰ τὰ πλοιάρια, ἂν ὁ καιρὸς εἶναι κακός. Εἶναι μιὰ διαδοχὴ ἀπὸ ἄβατες, σχεδὸν κάθετες πλαγιὲς καὶ ἀπὸ σκισμάδες βράχων ποὺ κρύβουν σπήλαια ἀπλησίαστα. Τὴν τελευταία ἥμερη εἰκόνα ποὺ ἀντικρύζουμε μᾶς τὴ δίνουν τὰ ὀνομαστὰ Καυσοκαλύβια, χτισμένα σ' ἕνα φυσικὸ ἀμφιθέατρο, ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα. Τὴ μεγάλη αὐτὴ σκήτη τὴν ἀποτελοῦν καμιὰ σαρανταριὰ οἰκήματα, τριγυρισμένα ἀπὸ περιβόλια, ποὺ ζώνουν τὸν κεντρικό της ναό. Ἡ περιοχὴ ἔχει νερὸ καὶ ἀρκετὴ πρασινάδα ποὺ τῆς δίνει τὴν ὄψη ἑνὸς εἰδυλλιακοῦ χωριοῦ.
Πέρα ἀπ' ἐκεῖ, τὸ τοπίο ἀγριεύει ὁλότελα. Τὰ βραχώδη κράσπεδα τοῦ μεγάλου βουνοῦ προβάλλουν ὁλοένα πιὸ ψηλά. Ἡ φυτεία ἀραιώνει, ὁ τόπος εἶναι ἄνυδρος, ἀπροσπέλαστος, ἀπωθεῖ κάθε ζωή. Μονάχα μερικοὶ θάμνοι, μερικὰ ἀγριόδεντρα προσθέτουν ἐδῶ κι ἐκεῖ λίγο πράσινο στὶς σκληρές, πέτρινες ἐπιφάνειες. Καθὼς ἀτενίζει κανείς, ἀπὸ τὸ πέλαγος, τὸ θέαμα ποὺ συνθέτουν οἱ φοβεροὶ βράχοι καὶ τὰ βάραθρα, ἔχει τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ κινηθοῦν ἄνθρωποι σ’αὐτὰ τὰ μέρη. Εἶναι ἡ λεγόμενη Ἔρημος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ μοναδικὴ γωνιὰ τῆς γῆς ὅπου συνεχίζεται ἡ παλαιοχριστιανικὴ παράδοση τῶν ἐρημιτῶν τῆς Αἰγύπτου, τοῦ Σινᾶ, τῆς Παλαιστίνης. Ἐκεῖ καταφεύγουν καὶ ἀπομονώνονται οἱ μοναχοὶ τῶν ἄκρων, καθὼς θὰ λέγαμε μὲ τὴν κοσμική μας ὁρολογία οἱ «ἐξτρεμιστές», οἱ πιὸ ἀδιάλλακτοι, οἱ ἀπόλυτοι, ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦν ὅτι ἀκόμα καὶ τοῦ μοναστηριοῦ ἡ ζωὴ εἶναι μιὰ παραχώρηση στὴν κοινωνικότητα, μιὰ ἀδυναμία, ἕνας συμβιβασμός. Μέσα στὴν τέλεια Ἡσυχία, στὴν ὅσο τὸ δυνατὸ πιὸ ὁλοκληρωτικὴ ἀπογύμνωσή τους ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τῆς ὑλικῆς ὕπαρξης κι ἀπὸ τὶς φροντίδες τοῦ κόσμου, ἀγωνίζονται νὰ συλλάβουν καὶ νὰ ζήσουν τὸ πνεῦμα στὴν πιὸ ἄδολη οὐσία του, στὰ τελευταῖα σύνορα, στὶς ἐσχατιὲς τοῦ «ἐνθάδε» πρὸς τὸ «ἐπέκεινα». Διατύπωσα παραπάνω τὴν ἄποψη ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι μιὰ μεταφυσικὴ ἐμπροσθοφυλακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἔρημος εἶναι ἡ ἐμπροσθοφυλακὴ τῆς ἐμπροσθοφυλακῆς.
Φτάνουμε στὸ Νυμφαῖο ἀκρωτήριο, τὴν τελευταία νότια αἰχμὴ τῆς χερσονήσου. Ἐκεῖ μᾶς περιμένει τὸ πιὸ ὀνομαστό, τὸ πιὸ θρυλικὸ σημεῖο τῆς Ἐρήμου, ποὺ παλαιότεροι συγγραφεῖς τὸ ἔλεγαν τὸ «φρικτόν», τὸ «φρικαλέον» Καροῦλι. Εἶναι ἕνας πανύψηλος βράχος, σωστὸ πέτρινο βουνό, στημένο ἀπόκρημνα ἀπάνω στὴ θάλασσα. Στὶς σπηλιές του καὶ στὶς προεξοχές του βρίσκονται χτισμένα ἀρκετὰ μικρὰ καλύβια, σὲ ἀπόσταση τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Οἱ ταξιδιῶτες τὰ παρομοίασαν μὲ φωλιὲς γλάρων, κοράκων ἢ γυπαετῶν. Φαίνονται πολὺ δυσπρόσιτα καὶ λέγεται ὅτι οἱ ἐρημῖτες ποὺ τὰ κατοικοῦν ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸν ἔξω κόσμο κατεβάζοντας μὲ καροῦλι ἕνα καλάθι ὡς τὴ θάλασσα. Ἀπὸ τοῦτο τὸ πρωτόγονο μηχάνημα πῆρε τὸ ὄνομά της ἡ περιοχή. Τὴ σκηνὴ αὐτὴ δὲν τὴν εἶδα, πιστεύω ὅμως πώς, ὅταν χαλνᾶ ὁ καιρός, κάθε κίνηση στὸ στενὸ χεῖλος τῶν γκρεμνῶν θὰ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνη κι ἡ ἀπομόνωση τῶν ἀσκητῶν θὰ εἶναι σχεδὸν ἀπόλυτη.
Πῶς περνοῦν τὴ ζωή τους; ἀναρωτιέται κανείς. Ἡ κυριότερη ἀπασχόλησή τους εἶναι ἡ προσευχή, τὸ ἀδιάκοπο τέντωμα τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν ὑπέρτατο σκοπὸ ποὺ ἔχουν τάξει στὸν ἑαυτό τους. Ἡ ὑλική τους ζωὴ ἔχει περιοριστεῖ στὸ ἐλαχιστότατο ὅριο ποὺ μπορεῖ ἡ διάνοια νὰ συλλάβει. Ἕνα τριμμένο ράσο, ἕνα σκεπασμένο μέρος γιὰ νὰ κοιμοῦνται, ξεροὶ καρποὶ καὶ κανένα παξιμάδι γιὰ νὰ μὴν πεθάνουν τῆς πείνας, ἴσως τὸ καλοκαίρι κανένα λαχανικό, κανένα νωπὸ φροῦτο: μ' αὐτὰ συντηροῦνται. Νερὸ συνάζουν ἀπὸ τὴ βροχή, ὅταν βρέξει. Γιὰ νὰ προμηθευτοῦν τὴ στοιχειώδη τροφή τους, ἀσκοῦν μερικὲς χειροτεχνίες. Πλέκουν καλάθια, κατασκευάζουν κομπολόγια, ξύλινους σταυροὺς κι ἄλλα μικρὰ ἀντικείμενα ποὺ τὰ πηγαίνουν, σὲ ἀραιὰ διαστήματα, καὶ τὰ πουλοῦν ἢ τὰ ἀνταλλάσσουν μὲ τρόφιμα στὴ Δάφνη ἢ σὲ κανένα μοναστήρι.
Μιὰ μικρὴ προβλήτα, καινούργιο ἀπόκτημα τοῦ τόπου, ἐπιτρέπει σήμερα στὰ πλοιάρια ν' ἀράξουν κάτω ἀπὸ τὰ Καρούλια, χωρὶς δυσκολία. Ἕνα μονοπάτι σὲ κορδέλες ἀνεβαίνει στὴν κορυφὴ τοῦ βράχου, ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρά του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη δὲν ὑπάρχει καμιὰ ὁμαλὴ διάβαση. Στὸ μέρος ἐκεῖνο οἱ ἐρημῖτες ὅταν ἀποφασίσουν νὰ ἀφήσουν τὰ ἡσυχαστήριά τους, πηγαινοέρχονται ἀπὸ ἀνεμόσκαλες ἢ πιασμένοι ἀπὸ ἁλυσίδες, σὲ γλιστερὰ περάσματα, ἀπάνω ἀπὸ ἀβύσσους. Ψηλότερα ἀπὸ τὰ Καρούλια, βρίσκονται τὰ Κατουνάκια, σὲ μιὰ ὀρεινὴ περιοχὴ τῆς Ἐρήμου κάπως ὁμαλότερη. Ἐκεῖ πρόκειται νὰ φιλοξενηθοῦμε, στὸν ἀγιογραφικὸ οἶκο τῶν Δανιηλαίων, σὲ ὓψος, καθώς μοῦ λένε, ἀπάνω ἀπὸ τριακόσια πενήντα μέτρα.
Ὁ φίλος μας ὁ πολιτικὸς διοικητὴς ἔχει ὀργανώσει τὴ μετακίνησή μας μὲ πολλὴ μεθοδικότητα, ἀλλιῶς, βέβαια, δὲν θὰ εἶταν εὔκολο νὰ τραβήξουμε στὴν τύχη, σ' αὐτὰ τὰ ἄγρια μέρη. Τὰ Κατουνάκια ἔχουν εἰδοποιηθεῖ. Ὁ πατὴρ Γερόντιος, ἀπὸ τοὺς προϊσταμένους τοῦ ἁγιογραφικοῦ οἲκου, μεσόκοπος, ζωντανὸς καὶ ἀνοιχτόκαρδος μοναχός, βρίσκεται στὴν προβλῆτα τῶν Καρουλιῶν καὶ μᾶς περιμένει. Ἔφερε κι ἕνα μουλάρι γιὰ νὰ σηκώσει τὶς ἀποσκευές μας. Παίρνουμε σιγά-σιγὰ τὸν ἀνήφορο, γεμάτο πέτρες κοφτερὲς ποὺ κυλοῦν κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας, ἐνῷ ὁ συνοδός μας μιλᾶ γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἐρημιτῶν.
— Ἐδῶ λίγο παραπάνω, μᾶς λέει, ἀσκητεύει ἕνας Ρῶσος μοναχός, ἕνας πρίγκιπας τῆς παλαιᾶς Ρωσίας. Μεγάλος θεολόγος, ὀνομαστός. Μὰ δὲν μιλᾶ ἑλληνικά. Ἂν ξέρετε ξένες γλῶσσες, μποροῦμε νὰ δοκιμάσουμε νὰ τὸν δοῦμε.
Ναί, ἔχουμε ἀκούσει ἀρκετὰ γιὰ τὸν πατέρα Νίκωνα, τὸ Ρῶσο πρίγκιπα τῶν Καρουλιῶν. Ὁ πατὴρ Παῦλος, στὴ Μεγίστη Λαύρα, μᾶς σύστησε θερμὰ νὰ τὸν πλησιάσουμε. Θὰ θέλαμε πολὺ νὰ τὸν συναντήσουμε, ἂν εἶχε διάθεση νὰ μᾶς δεχτεῖ.
__ Θὰ προσπαθήσω, λέει ὁ πατὴρ Γερόντιος. Εἶναι πολὺ γέρος καὶ ἀποφεύγει τὶς συζητήσεις.
— Πῶς ζεῖ; ρωτοῦμε.
__ Ἔχει ἕναν παραγιὸ ποὺ τοῦ μπλέκει καλάθια. Ρῶσος κι αὐτός, μὰ ἔμαθε ἐλληνικὰ καὶ τοῦ κάνει καὶ τὸ διερμηνέα. Πουλοῦν τὰ καλάθια καὶ πορεύονται. Ὁ Νίκων βρίσκεται ἐδῶ καμιὰ τριανταριὰ χρόνια, ἴσως καὶ περισσότερα. Εἶταν ἀξιωματικὸς στὸ στρατὸ τοῦ Τσάρου. Ταξίδεψε πολύ, γνώρισε καλὰ τὸν κόσμο. Λένε πὼς ἔχει συγγένεια μὲ βασιλιάδες.
Σταματοῦμε ἐμπρὸς σ' ἕνα περιφραγμένο πεζοῦλι ὅπου βρίσκεται ἕνα ταπεινὸ κελλί. Ὁ πατὴρ Γερόντιος μᾶς συστήνει νὰ περιμένουμε ἀπ’ ἔξω καὶ μπαίνει νὰ ζητήσει τὴν ἄδεια νὰ παρουσιαστοῦμε. Ἐπιστρέφει σὲ λίγο καὶ μᾶς λέει ὅτι ὁ πατὴρ Νίκων θὰ μᾶς δεχτεῖ, ἀλλὰ στὸ πόδι. Δὲν θὰ μᾶς βάλει νὰ καθήσουμε γιατὶ δὲν θέλει νὰ μᾶς κρατήσει πολλὴ ὥρα.
Προχωροῦμε σ' ἕνα μισοσκότεινο καμαράκι ὅπου ὁ παραγιός, καθισμένος χάμω, μπλέκει τὰ καλάθια του. Εἶναι μορφὴ Ρώσου καλογἐρου κλασική, θὰ ἔλεγα, μὲ καστανόξανθα γένια, βλέμμα ἀνοιχτὸ κι ἐκεῖνον τὸν ἀπροσδιόριστο σλαβικὸ ἀέρα ποὺ περιέχει ζωικὴ ὁρμὴ καὶ μυστικοπάθεια, ἀνθρωπιὰ ἀπέραντη καὶ καταστροφή. Μᾶς χαμογελᾶ καὶ συνεχίζει τὴ δουλειά του. Ἀπὸ ἕνα διπλανὸ δωμάτιο, προβάλλει ὁ πατὴρ Nίκων, χαμογελαστὸς κι αὐτὸς καὶ μᾶς χαιρετᾶ.
Εἶναι ἴσιος, μᾶλλον ὑψηλός, μὲ λίγα ἄσπρα γένια. Δὲν φαίνεται καθόλου κουρασμένος, οὔτε σωματικὰ οὔτε διανοητικά, παρὰ τὴ μεγάλη του ἡλικία. Τουναντίο, βαδίζει μὲ ἄνεση καὶ τὸ βλέμμα του σπιθοβολεῖ, ὁλοζώντανο. Ἔχει μιὰ γοητεία παράξενη, πολὺ ἰσχυρή, ποὺ κατακτᾶ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τὸ συνομιλητή του. Ἡ ὄψη του ὑποβάλλει μιὰ βαθιά, ἄδολη, πολυδουλεμένη καὶ πολὺ ἔμπειρη πνευματικότητα, μιὰ ἤρεμη ἐγκαρτέρηση, μιὰ ἀδιατάρακτη ἐσωτερικὴ γαλήνη καί, μαζί, μιὰν ἐξαίρετη εὐγένεια καταγωγῆς καὶ ἤθους, μιὰ πολὺ μεγάλη ἀρχοντιά. Ἡ παραμικρή του κίνηση ἀναδίνει μιὰ κομψότητα, μιὰ λεπτότητα, μιὰ χάρη ποὺ δὲν βρίσκονται πιὰ στὴ σημερινὴ κοινωνία καὶ πού μοῦ φάνηκαν σὰν ἐπιβιώσεις ἀνακτορικὲς ἀπὸ ἕναν ἄλλον αἰώνα.
Μᾶς μίλησε πρῶτα ἀγγλικά, ὕστερα ἡ συζήτηση κύλησε αὐθόρμητα στὰ γαλλικά. Μεταχειριζότανε καὶ τὶς δύο γλῶσσες τέλεια. Εἴπαμε μερικὰ πράματα γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ τὶς ἐντυπώσεις μας ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψή μας.
— Ἐδῶ μᾶς φυλάει ἡ Παναγία, εἶπε. Μιλήσαμε λίγο καὶ γιὰ τὸν κόσμο καὶ εἴδαμε πὼς εἶταν ἐνήμερος γιὰ τὴ γενικὴ κατάσταση τῶν πραγμάτων. Ἄφησε νὰ διαφανεῖ ἡ ἀπογοήτευσή του γιὰ τὴν ἐξέλιξη τοῦ πολιτισμοῦ μας. Τοῦ εἶπα ὅτι πιστεύω σὲ μιὰ μελλοντικὴ πνευματικὴ ἀναγέννηση ποὺ θὰ ἀκολουθήσει, μιὰ μέρα, τὴ σημερινὴ ὑποχώρηση τῶν ἀξιῶν τοῦ πνεύματος. Πρόσθεσα, μάλιστα, ὅτι θεωρῶ πιθανό, σὲ μιὰ τέτοια ἀνόρθωση, νὰ παίξει μεγάλο ρόλο ἡ πατρίδα του, ἡ Ρωσία.
— Ὄχι, κύριε, ἀποκρίθηκε σιγανά, μ' ἕνα ὕφος• γεμάτο κατανόηση καὶ ἐπιείκεια, σὰν νὰ ἤξερε καλὰ τί ἐννοοῦσα καὶ σὰν νὰ τὸ εἶχε ξεπεράσει ἀπὸ πολὺν καιρό. Ὄχι, κύριε, δὲν θὰ γίνει τέτοιο πράμα σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, οὔτε στὴν πατρίδα μου οὔτε ἀλλοῦ.
Μὲ κοίταξε στὰ μάτια μ’ ἕναν τρόπο σὰν νὰ ἤθελε νὰ μοῦ δώσει μιὰν εἴδηση ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ τὴν εἶχα ὑπ' ὄψη μου. Δὲν ἐπέμενε ὅμως σ' αὐτὸ ποὺ ἔλεγε, ἁπλῶς τὸ σημείωνε.
— Ζοῦμε τὸ τέλος τῶν καιρῶν, εἶπε.
Nous vivons la fin des temps.
Καὶ καθὼς κόμπιαζα κάπως, μὲ ρώτησε ἂν διάβασα τὴν Ἀποκάλυψη. Ναί, τὴν εἶχα διαβάσει.
— Ἐκεῖ τὰ βλέπετε ὅλα καθαρά, εἶπε. Κι αὐτὰ ποὺ γίνονται καὶ τὰ ὅσα θὰ συμβοῦν.
Προτοῦ φύγουμε, τὸν παρακαλέσαμε νὰ μᾶς εὐλογήσει. Στάθηκε μιὰ στιγμή.
— Εἶστε ὀρθόδοξοι; ρώτησε.
— Ναί.
— Ὢ τότε... εἶπε μὲ μία κίνηση ποὺ σήμαινε πώς, ἀφοῦ εἴμασταν ὀρθόδοξοι, δὲν ὑπῆρχε δυσκολία σ' αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητούσαμε.
Μᾶς εὐλόγησε καὶ τοῦ φιλήσαμε τὸ χέρι.
Σὰν ξαναπήραμε τὸ μονοπάτι, ὁ πατὴρ Γερόντιος μοῦ ζήτησε νὰ τοῦ μεταφράσω ἑλληνικὰ τὴ συζήτηση. Τοῦ τὰ εἶπα ὅλα.
— Σωστά σᾶς μίλησε, εἶπε. Πολὺ σωστά. Αὐτὰ πιστεύουμε ὅλοι μας ἐδῶ.
Στὰ πόδια μας τώρα χαίνει ὁ γκρεμνὸς τῶν Καρουλιῶν. Γιὰ νὰ μᾶς τονώσει στὸν ἀνήφορο, ὁ συνοδός μας κόβει καὶ μᾶς προσφέρει κλωνάρια ἀπὸ μιὰν ἐρημική, μεγάλη φασκομηλιὰ ποὺ κανεὶς δὲν ξέρει πῶς ξεπετάχτηκε, σὲ μιὰ στροφὴ τοῦ μονοπατιοῦ, (ἀπὸ τοὺς βράχους. Τόσο ἔντονη εὐωδιὰ δὲν θυμοῦμαι νὰ αἰσθάνθηκα ἄλλη φορὰ ἀπὸ θάμνο. Εἶναι ἄραγε τὸ κλίμα ποὺ τῆς δίνει τὸ χάρισμα νὰ ἀναδίνει τόσο ἄρωμα; Εἶναι μήπως ἡ δύναμη ποὺ πρέπει νὰ βάλει τὸ φυτὸ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ὑπάρξει καὶ νὰ φουντώσει μέσα στὴν τόση ξηρότητα; Μὲ θέλγει τόσο ποὺ κρατῶ τὰ φύλλα της ἀκατάπαυστα κοντὰ στὸ πρόσωπό μου.
Φτάσαμε στὴν κορυφὴ τῶν Καρουλιῶν. Προχωροῦμε λίγο ἀκόμα, ἀπὸ ἕνα κάπως ὁμαλότερο μονοπάτι, στὶς ὑπώρειες τῆς μεγάλης κορυφῆς τοῦ Ἄθω, καὶ βρισκόμαστε μέσα σ' ἕνα μεγαλόπρεπο τοπίο ποὺ ἁπλώνεται πλατιὰ στὴ νοτιοδυτικὴ πλευρὰ τῆς χερσονήσου. Ἀλλεπάλληλες μεγάλες χαράδρες σκίζουν τὸ βουνὸ καὶ σχηματίζουν μιὰ σειρὰ βραχώδη παραπετάσματα ποὺ κατεβαίνουν ὥς τὴ θάλασσα. Ἀρκετὰ σκόρπια κελλιὰ βλέπουμε σὲ πετρώδεις πλαγιές, ἀνάμεσα σὲ ἄγριους θάμνους, πιὸ προσιτὰ ὅμως ἀπὸ κεῖνα τῶν Καρουλιῶν, σὰν ἐξοχικά, ἀπόμερα καλύβια γεωργῶν. Πρὸς τὰ ἀπάνω εἶναι τὰ Κατουνάκια. Τὰ ἡσυχαστήρια ποὺ βλέπουμε σκορπισμένα στὴν ἀπέναντί μας πλαγιὰ ἀποτελοῦν τὴ Μικρὴ Ἁγία Ἄννα. Πέρα ἀπὸ ἄλλες χαράδρες ἀπλώνεται ἀμφιθεατρικὰ ἡ καθαυτὸ Ἁγία Ἄννα, μεγάλη σκήτη, ὁλόκληρο χωριό, σὰν τὰ Καυσοκαλύβια, μὲ πολλὲς οἰκοδομὲς καὶ φουντωμένα περιβόλια. Ἐκεῖ πιὰ ἡ Ἔρημος ἔχει τελειώσει.
Ἀφήνουμε δίπλα μας ἕνα μικρὸ ἐλαιώνα, φυτεμένο σὲ πεζούλια, περνοῦμε μιὰ ἀγροτικὴ πόρτα, προχωροῦμε κάτω ἀπὸ μιὰ κληματαριά. Βρισκόμαστε σ' ἕναν ὡραῖο κῆπο σὰν ταράτσα ποὺ ἀγναντεύει, ἀπὸ πολὺ ψηλά, τὴ θάλασσα. Ὁ ἥλιος βασιλεύει ἀπέναντί μας, ὁλοπόρφυρος. Στεκόμαστε μερικὰ λεπτὰ μαγεμένοι ἀπὸ τὴ σιγή, ἀπὸ τὰ φλογερὰ χρώματα τοῦ οὐρανοῦ, ἀπὸ τὴ δύναμη αὐτῆς τῆς φύσης. Τελειότερο περίγυρο γιὰ ν' ἀφοσιωθεῖ κανεὶς ὁλότελα στὴ ζωὴ τοῦ πνεύματος δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ. Ὁ νοῦς, ἐδῶ, ἀπορίχνει αὐθόρμητα ὅ,τι περιττὸ καὶ μάταιο σέρνει μαζί του καὶ συγκεντρώνεται στὰ οὐσιώδη. Ἡ ἔξαρση, σὲ μιὰ τέτοια ἀτμόσφαιρα, πρέπει νὰ εἶναι συνηθισμένη κατάσταση, κανόνας ζωῆς. Ἀκοῦμε νερὸ νὰ κελαρύζει. Τὸ ἔφεραν πρόσφατα οἱ Δανιηλαῖοι, ἀπὸ μακριά, στὴν καρδιὰ τῆς Ἐρήμου, καὶ γλύκαναν κάπως τούτη τὴ γωνιά της. Εἲμαστε στὸν περίβολο τοῦ ἁγιογραφικοῦ τους οἴκου. Ὁ προϊστάμενός του, ὁ γέροντας Στέφανος, μᾶς περιμένει καὶ προχωρεῖ, εὐγενικὸς καὶ γλυκομίλητος, νὰ μᾶς καλωσορίσει.
Ἀπό τo «Ταξίδι στὴ Μέση Ἀνατολὴ καὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος», Ἀθήνα, Ἐκδόσεις Ἑστία, 1961.
Πέρα ἀπ' ἐκεῖ, τὸ τοπίο ἀγριεύει ὁλότελα. Τὰ βραχώδη κράσπεδα τοῦ μεγάλου βουνοῦ προβάλλουν ὁλοένα πιὸ ψηλά. Ἡ φυτεία ἀραιώνει, ὁ τόπος εἶναι ἄνυδρος, ἀπροσπέλαστος, ἀπωθεῖ κάθε ζωή. Μονάχα μερικοὶ θάμνοι, μερικὰ ἀγριόδεντρα προσθέτουν ἐδῶ κι ἐκεῖ λίγο πράσινο στὶς σκληρές, πέτρινες ἐπιφάνειες. Καθὼς ἀτενίζει κανείς, ἀπὸ τὸ πέλαγος, τὸ θέαμα ποὺ συνθέτουν οἱ φοβεροὶ βράχοι καὶ τὰ βάραθρα, ἔχει τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ κινηθοῦν ἄνθρωποι σ’αὐτὰ τὰ μέρη. Εἶναι ἡ λεγόμενη Ἔρημος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ μοναδικὴ γωνιὰ τῆς γῆς ὅπου συνεχίζεται ἡ παλαιοχριστιανικὴ παράδοση τῶν ἐρημιτῶν τῆς Αἰγύπτου, τοῦ Σινᾶ, τῆς Παλαιστίνης. Ἐκεῖ καταφεύγουν καὶ ἀπομονώνονται οἱ μοναχοὶ τῶν ἄκρων, καθὼς θὰ λέγαμε μὲ τὴν κοσμική μας ὁρολογία οἱ «ἐξτρεμιστές», οἱ πιὸ ἀδιάλλακτοι, οἱ ἀπόλυτοι, ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦν ὅτι ἀκόμα καὶ τοῦ μοναστηριοῦ ἡ ζωὴ εἶναι μιὰ παραχώρηση στὴν κοινωνικότητα, μιὰ ἀδυναμία, ἕνας συμβιβασμός. Μέσα στὴν τέλεια Ἡσυχία, στὴν ὅσο τὸ δυνατὸ πιὸ ὁλοκληρωτικὴ ἀπογύμνωσή τους ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τῆς ὑλικῆς ὕπαρξης κι ἀπὸ τὶς φροντίδες τοῦ κόσμου, ἀγωνίζονται νὰ συλλάβουν καὶ νὰ ζήσουν τὸ πνεῦμα στὴν πιὸ ἄδολη οὐσία του, στὰ τελευταῖα σύνορα, στὶς ἐσχατιὲς τοῦ «ἐνθάδε» πρὸς τὸ «ἐπέκεινα». Διατύπωσα παραπάνω τὴν ἄποψη ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι μιὰ μεταφυσικὴ ἐμπροσθοφυλακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἔρημος εἶναι ἡ ἐμπροσθοφυλακὴ τῆς ἐμπροσθοφυλακῆς.
Φτάνουμε στὸ Νυμφαῖο ἀκρωτήριο, τὴν τελευταία νότια αἰχμὴ τῆς χερσονήσου. Ἐκεῖ μᾶς περιμένει τὸ πιὸ ὀνομαστό, τὸ πιὸ θρυλικὸ σημεῖο τῆς Ἐρήμου, ποὺ παλαιότεροι συγγραφεῖς τὸ ἔλεγαν τὸ «φρικτόν», τὸ «φρικαλέον» Καροῦλι. Εἶναι ἕνας πανύψηλος βράχος, σωστὸ πέτρινο βουνό, στημένο ἀπόκρημνα ἀπάνω στὴ θάλασσα. Στὶς σπηλιές του καὶ στὶς προεξοχές του βρίσκονται χτισμένα ἀρκετὰ μικρὰ καλύβια, σὲ ἀπόσταση τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Οἱ ταξιδιῶτες τὰ παρομοίασαν μὲ φωλιὲς γλάρων, κοράκων ἢ γυπαετῶν. Φαίνονται πολὺ δυσπρόσιτα καὶ λέγεται ὅτι οἱ ἐρημῖτες ποὺ τὰ κατοικοῦν ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸν ἔξω κόσμο κατεβάζοντας μὲ καροῦλι ἕνα καλάθι ὡς τὴ θάλασσα. Ἀπὸ τοῦτο τὸ πρωτόγονο μηχάνημα πῆρε τὸ ὄνομά της ἡ περιοχή. Τὴ σκηνὴ αὐτὴ δὲν τὴν εἶδα, πιστεύω ὅμως πώς, ὅταν χαλνᾶ ὁ καιρός, κάθε κίνηση στὸ στενὸ χεῖλος τῶν γκρεμνῶν θὰ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνη κι ἡ ἀπομόνωση τῶν ἀσκητῶν θὰ εἶναι σχεδὸν ἀπόλυτη.
Πῶς περνοῦν τὴ ζωή τους; ἀναρωτιέται κανείς. Ἡ κυριότερη ἀπασχόλησή τους εἶναι ἡ προσευχή, τὸ ἀδιάκοπο τέντωμα τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν ὑπέρτατο σκοπὸ ποὺ ἔχουν τάξει στὸν ἑαυτό τους. Ἡ ὑλική τους ζωὴ ἔχει περιοριστεῖ στὸ ἐλαχιστότατο ὅριο ποὺ μπορεῖ ἡ διάνοια νὰ συλλάβει. Ἕνα τριμμένο ράσο, ἕνα σκεπασμένο μέρος γιὰ νὰ κοιμοῦνται, ξεροὶ καρποὶ καὶ κανένα παξιμάδι γιὰ νὰ μὴν πεθάνουν τῆς πείνας, ἴσως τὸ καλοκαίρι κανένα λαχανικό, κανένα νωπὸ φροῦτο: μ' αὐτὰ συντηροῦνται. Νερὸ συνάζουν ἀπὸ τὴ βροχή, ὅταν βρέξει. Γιὰ νὰ προμηθευτοῦν τὴ στοιχειώδη τροφή τους, ἀσκοῦν μερικὲς χειροτεχνίες. Πλέκουν καλάθια, κατασκευάζουν κομπολόγια, ξύλινους σταυροὺς κι ἄλλα μικρὰ ἀντικείμενα ποὺ τὰ πηγαίνουν, σὲ ἀραιὰ διαστήματα, καὶ τὰ πουλοῦν ἢ τὰ ἀνταλλάσσουν μὲ τρόφιμα στὴ Δάφνη ἢ σὲ κανένα μοναστήρι.
Μιὰ μικρὴ προβλήτα, καινούργιο ἀπόκτημα τοῦ τόπου, ἐπιτρέπει σήμερα στὰ πλοιάρια ν' ἀράξουν κάτω ἀπὸ τὰ Καρούλια, χωρὶς δυσκολία. Ἕνα μονοπάτι σὲ κορδέλες ἀνεβαίνει στὴν κορυφὴ τοῦ βράχου, ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρά του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη δὲν ὑπάρχει καμιὰ ὁμαλὴ διάβαση. Στὸ μέρος ἐκεῖνο οἱ ἐρημῖτες ὅταν ἀποφασίσουν νὰ ἀφήσουν τὰ ἡσυχαστήριά τους, πηγαινοέρχονται ἀπὸ ἀνεμόσκαλες ἢ πιασμένοι ἀπὸ ἁλυσίδες, σὲ γλιστερὰ περάσματα, ἀπάνω ἀπὸ ἀβύσσους. Ψηλότερα ἀπὸ τὰ Καρούλια, βρίσκονται τὰ Κατουνάκια, σὲ μιὰ ὀρεινὴ περιοχὴ τῆς Ἐρήμου κάπως ὁμαλότερη. Ἐκεῖ πρόκειται νὰ φιλοξενηθοῦμε, στὸν ἀγιογραφικὸ οἶκο τῶν Δανιηλαίων, σὲ ὓψος, καθώς μοῦ λένε, ἀπάνω ἀπὸ τριακόσια πενήντα μέτρα.
Ὁ φίλος μας ὁ πολιτικὸς διοικητὴς ἔχει ὀργανώσει τὴ μετακίνησή μας μὲ πολλὴ μεθοδικότητα, ἀλλιῶς, βέβαια, δὲν θὰ εἶταν εὔκολο νὰ τραβήξουμε στὴν τύχη, σ' αὐτὰ τὰ ἄγρια μέρη. Τὰ Κατουνάκια ἔχουν εἰδοποιηθεῖ. Ὁ πατὴρ Γερόντιος, ἀπὸ τοὺς προϊσταμένους τοῦ ἁγιογραφικοῦ οἲκου, μεσόκοπος, ζωντανὸς καὶ ἀνοιχτόκαρδος μοναχός, βρίσκεται στὴν προβλῆτα τῶν Καρουλιῶν καὶ μᾶς περιμένει. Ἔφερε κι ἕνα μουλάρι γιὰ νὰ σηκώσει τὶς ἀποσκευές μας. Παίρνουμε σιγά-σιγὰ τὸν ἀνήφορο, γεμάτο πέτρες κοφτερὲς ποὺ κυλοῦν κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας, ἐνῷ ὁ συνοδός μας μιλᾶ γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἐρημιτῶν.
— Ἐδῶ λίγο παραπάνω, μᾶς λέει, ἀσκητεύει ἕνας Ρῶσος μοναχός, ἕνας πρίγκιπας τῆς παλαιᾶς Ρωσίας. Μεγάλος θεολόγος, ὀνομαστός. Μὰ δὲν μιλᾶ ἑλληνικά. Ἂν ξέρετε ξένες γλῶσσες, μποροῦμε νὰ δοκιμάσουμε νὰ τὸν δοῦμε.
Ναί, ἔχουμε ἀκούσει ἀρκετὰ γιὰ τὸν πατέρα Νίκωνα, τὸ Ρῶσο πρίγκιπα τῶν Καρουλιῶν. Ὁ πατὴρ Παῦλος, στὴ Μεγίστη Λαύρα, μᾶς σύστησε θερμὰ νὰ τὸν πλησιάσουμε. Θὰ θέλαμε πολὺ νὰ τὸν συναντήσουμε, ἂν εἶχε διάθεση νὰ μᾶς δεχτεῖ.
__ Θὰ προσπαθήσω, λέει ὁ πατὴρ Γερόντιος. Εἶναι πολὺ γέρος καὶ ἀποφεύγει τὶς συζητήσεις.
— Πῶς ζεῖ; ρωτοῦμε.
__ Ἔχει ἕναν παραγιὸ ποὺ τοῦ μπλέκει καλάθια. Ρῶσος κι αὐτός, μὰ ἔμαθε ἐλληνικὰ καὶ τοῦ κάνει καὶ τὸ διερμηνέα. Πουλοῦν τὰ καλάθια καὶ πορεύονται. Ὁ Νίκων βρίσκεται ἐδῶ καμιὰ τριανταριὰ χρόνια, ἴσως καὶ περισσότερα. Εἶταν ἀξιωματικὸς στὸ στρατὸ τοῦ Τσάρου. Ταξίδεψε πολύ, γνώρισε καλὰ τὸν κόσμο. Λένε πὼς ἔχει συγγένεια μὲ βασιλιάδες.
Σταματοῦμε ἐμπρὸς σ' ἕνα περιφραγμένο πεζοῦλι ὅπου βρίσκεται ἕνα ταπεινὸ κελλί. Ὁ πατὴρ Γερόντιος μᾶς συστήνει νὰ περιμένουμε ἀπ’ ἔξω καὶ μπαίνει νὰ ζητήσει τὴν ἄδεια νὰ παρουσιαστοῦμε. Ἐπιστρέφει σὲ λίγο καὶ μᾶς λέει ὅτι ὁ πατὴρ Νίκων θὰ μᾶς δεχτεῖ, ἀλλὰ στὸ πόδι. Δὲν θὰ μᾶς βάλει νὰ καθήσουμε γιατὶ δὲν θέλει νὰ μᾶς κρατήσει πολλὴ ὥρα.
Προχωροῦμε σ' ἕνα μισοσκότεινο καμαράκι ὅπου ὁ παραγιός, καθισμένος χάμω, μπλέκει τὰ καλάθια του. Εἶναι μορφὴ Ρώσου καλογἐρου κλασική, θὰ ἔλεγα, μὲ καστανόξανθα γένια, βλέμμα ἀνοιχτὸ κι ἐκεῖνον τὸν ἀπροσδιόριστο σλαβικὸ ἀέρα ποὺ περιέχει ζωικὴ ὁρμὴ καὶ μυστικοπάθεια, ἀνθρωπιὰ ἀπέραντη καὶ καταστροφή. Μᾶς χαμογελᾶ καὶ συνεχίζει τὴ δουλειά του. Ἀπὸ ἕνα διπλανὸ δωμάτιο, προβάλλει ὁ πατὴρ Nίκων, χαμογελαστὸς κι αὐτὸς καὶ μᾶς χαιρετᾶ.
Εἶναι ἴσιος, μᾶλλον ὑψηλός, μὲ λίγα ἄσπρα γένια. Δὲν φαίνεται καθόλου κουρασμένος, οὔτε σωματικὰ οὔτε διανοητικά, παρὰ τὴ μεγάλη του ἡλικία. Τουναντίο, βαδίζει μὲ ἄνεση καὶ τὸ βλέμμα του σπιθοβολεῖ, ὁλοζώντανο. Ἔχει μιὰ γοητεία παράξενη, πολὺ ἰσχυρή, ποὺ κατακτᾶ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τὸ συνομιλητή του. Ἡ ὄψη του ὑποβάλλει μιὰ βαθιά, ἄδολη, πολυδουλεμένη καὶ πολὺ ἔμπειρη πνευματικότητα, μιὰ ἤρεμη ἐγκαρτέρηση, μιὰ ἀδιατάρακτη ἐσωτερικὴ γαλήνη καί, μαζί, μιὰν ἐξαίρετη εὐγένεια καταγωγῆς καὶ ἤθους, μιὰ πολὺ μεγάλη ἀρχοντιά. Ἡ παραμικρή του κίνηση ἀναδίνει μιὰ κομψότητα, μιὰ λεπτότητα, μιὰ χάρη ποὺ δὲν βρίσκονται πιὰ στὴ σημερινὴ κοινωνία καὶ πού μοῦ φάνηκαν σὰν ἐπιβιώσεις ἀνακτορικὲς ἀπὸ ἕναν ἄλλον αἰώνα.
Μᾶς μίλησε πρῶτα ἀγγλικά, ὕστερα ἡ συζήτηση κύλησε αὐθόρμητα στὰ γαλλικά. Μεταχειριζότανε καὶ τὶς δύο γλῶσσες τέλεια. Εἴπαμε μερικὰ πράματα γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ τὶς ἐντυπώσεις μας ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψή μας.
— Ἐδῶ μᾶς φυλάει ἡ Παναγία, εἶπε. Μιλήσαμε λίγο καὶ γιὰ τὸν κόσμο καὶ εἴδαμε πὼς εἶταν ἐνήμερος γιὰ τὴ γενικὴ κατάσταση τῶν πραγμάτων. Ἄφησε νὰ διαφανεῖ ἡ ἀπογοήτευσή του γιὰ τὴν ἐξέλιξη τοῦ πολιτισμοῦ μας. Τοῦ εἶπα ὅτι πιστεύω σὲ μιὰ μελλοντικὴ πνευματικὴ ἀναγέννηση ποὺ θὰ ἀκολουθήσει, μιὰ μέρα, τὴ σημερινὴ ὑποχώρηση τῶν ἀξιῶν τοῦ πνεύματος. Πρόσθεσα, μάλιστα, ὅτι θεωρῶ πιθανό, σὲ μιὰ τέτοια ἀνόρθωση, νὰ παίξει μεγάλο ρόλο ἡ πατρίδα του, ἡ Ρωσία.
— Ὄχι, κύριε, ἀποκρίθηκε σιγανά, μ' ἕνα ὕφος• γεμάτο κατανόηση καὶ ἐπιείκεια, σὰν νὰ ἤξερε καλὰ τί ἐννοοῦσα καὶ σὰν νὰ τὸ εἶχε ξεπεράσει ἀπὸ πολὺν καιρό. Ὄχι, κύριε, δὲν θὰ γίνει τέτοιο πράμα σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, οὔτε στὴν πατρίδα μου οὔτε ἀλλοῦ.
Μὲ κοίταξε στὰ μάτια μ’ ἕναν τρόπο σὰν νὰ ἤθελε νὰ μοῦ δώσει μιὰν εἴδηση ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ τὴν εἶχα ὑπ' ὄψη μου. Δὲν ἐπέμενε ὅμως σ' αὐτὸ ποὺ ἔλεγε, ἁπλῶς τὸ σημείωνε.
— Ζοῦμε τὸ τέλος τῶν καιρῶν, εἶπε.
Nous vivons la fin des temps.
Καὶ καθὼς κόμπιαζα κάπως, μὲ ρώτησε ἂν διάβασα τὴν Ἀποκάλυψη. Ναί, τὴν εἶχα διαβάσει.
— Ἐκεῖ τὰ βλέπετε ὅλα καθαρά, εἶπε. Κι αὐτὰ ποὺ γίνονται καὶ τὰ ὅσα θὰ συμβοῦν.
Προτοῦ φύγουμε, τὸν παρακαλέσαμε νὰ μᾶς εὐλογήσει. Στάθηκε μιὰ στιγμή.
— Εἶστε ὀρθόδοξοι; ρώτησε.
— Ναί.
— Ὢ τότε... εἶπε μὲ μία κίνηση ποὺ σήμαινε πώς, ἀφοῦ εἴμασταν ὀρθόδοξοι, δὲν ὑπῆρχε δυσκολία σ' αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητούσαμε.
Μᾶς εὐλόγησε καὶ τοῦ φιλήσαμε τὸ χέρι.
Σὰν ξαναπήραμε τὸ μονοπάτι, ὁ πατὴρ Γερόντιος μοῦ ζήτησε νὰ τοῦ μεταφράσω ἑλληνικὰ τὴ συζήτηση. Τοῦ τὰ εἶπα ὅλα.
— Σωστά σᾶς μίλησε, εἶπε. Πολὺ σωστά. Αὐτὰ πιστεύουμε ὅλοι μας ἐδῶ.
Στὰ πόδια μας τώρα χαίνει ὁ γκρεμνὸς τῶν Καρουλιῶν. Γιὰ νὰ μᾶς τονώσει στὸν ἀνήφορο, ὁ συνοδός μας κόβει καὶ μᾶς προσφέρει κλωνάρια ἀπὸ μιὰν ἐρημική, μεγάλη φασκομηλιὰ ποὺ κανεὶς δὲν ξέρει πῶς ξεπετάχτηκε, σὲ μιὰ στροφὴ τοῦ μονοπατιοῦ, (ἀπὸ τοὺς βράχους. Τόσο ἔντονη εὐωδιὰ δὲν θυμοῦμαι νὰ αἰσθάνθηκα ἄλλη φορὰ ἀπὸ θάμνο. Εἶναι ἄραγε τὸ κλίμα ποὺ τῆς δίνει τὸ χάρισμα νὰ ἀναδίνει τόσο ἄρωμα; Εἶναι μήπως ἡ δύναμη ποὺ πρέπει νὰ βάλει τὸ φυτὸ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ὑπάρξει καὶ νὰ φουντώσει μέσα στὴν τόση ξηρότητα; Μὲ θέλγει τόσο ποὺ κρατῶ τὰ φύλλα της ἀκατάπαυστα κοντὰ στὸ πρόσωπό μου.
Φτάσαμε στὴν κορυφὴ τῶν Καρουλιῶν. Προχωροῦμε λίγο ἀκόμα, ἀπὸ ἕνα κάπως ὁμαλότερο μονοπάτι, στὶς ὑπώρειες τῆς μεγάλης κορυφῆς τοῦ Ἄθω, καὶ βρισκόμαστε μέσα σ' ἕνα μεγαλόπρεπο τοπίο ποὺ ἁπλώνεται πλατιὰ στὴ νοτιοδυτικὴ πλευρὰ τῆς χερσονήσου. Ἀλλεπάλληλες μεγάλες χαράδρες σκίζουν τὸ βουνὸ καὶ σχηματίζουν μιὰ σειρὰ βραχώδη παραπετάσματα ποὺ κατεβαίνουν ὥς τὴ θάλασσα. Ἀρκετὰ σκόρπια κελλιὰ βλέπουμε σὲ πετρώδεις πλαγιές, ἀνάμεσα σὲ ἄγριους θάμνους, πιὸ προσιτὰ ὅμως ἀπὸ κεῖνα τῶν Καρουλιῶν, σὰν ἐξοχικά, ἀπόμερα καλύβια γεωργῶν. Πρὸς τὰ ἀπάνω εἶναι τὰ Κατουνάκια. Τὰ ἡσυχαστήρια ποὺ βλέπουμε σκορπισμένα στὴν ἀπέναντί μας πλαγιὰ ἀποτελοῦν τὴ Μικρὴ Ἁγία Ἄννα. Πέρα ἀπὸ ἄλλες χαράδρες ἀπλώνεται ἀμφιθεατρικὰ ἡ καθαυτὸ Ἁγία Ἄννα, μεγάλη σκήτη, ὁλόκληρο χωριό, σὰν τὰ Καυσοκαλύβια, μὲ πολλὲς οἰκοδομὲς καὶ φουντωμένα περιβόλια. Ἐκεῖ πιὰ ἡ Ἔρημος ἔχει τελειώσει.
Ἀφήνουμε δίπλα μας ἕνα μικρὸ ἐλαιώνα, φυτεμένο σὲ πεζούλια, περνοῦμε μιὰ ἀγροτικὴ πόρτα, προχωροῦμε κάτω ἀπὸ μιὰ κληματαριά. Βρισκόμαστε σ' ἕναν ὡραῖο κῆπο σὰν ταράτσα ποὺ ἀγναντεύει, ἀπὸ πολὺ ψηλά, τὴ θάλασσα. Ὁ ἥλιος βασιλεύει ἀπέναντί μας, ὁλοπόρφυρος. Στεκόμαστε μερικὰ λεπτὰ μαγεμένοι ἀπὸ τὴ σιγή, ἀπὸ τὰ φλογερὰ χρώματα τοῦ οὐρανοῦ, ἀπὸ τὴ δύναμη αὐτῆς τῆς φύσης. Τελειότερο περίγυρο γιὰ ν' ἀφοσιωθεῖ κανεὶς ὁλότελα στὴ ζωὴ τοῦ πνεύματος δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ. Ὁ νοῦς, ἐδῶ, ἀπορίχνει αὐθόρμητα ὅ,τι περιττὸ καὶ μάταιο σέρνει μαζί του καὶ συγκεντρώνεται στὰ οὐσιώδη. Ἡ ἔξαρση, σὲ μιὰ τέτοια ἀτμόσφαιρα, πρέπει νὰ εἶναι συνηθισμένη κατάσταση, κανόνας ζωῆς. Ἀκοῦμε νερὸ νὰ κελαρύζει. Τὸ ἔφεραν πρόσφατα οἱ Δανιηλαῖοι, ἀπὸ μακριά, στὴν καρδιὰ τῆς Ἐρήμου, καὶ γλύκαναν κάπως τούτη τὴ γωνιά της. Εἲμαστε στὸν περίβολο τοῦ ἁγιογραφικοῦ τους οἴκου. Ὁ προϊστάμενός του, ὁ γέροντας Στέφανος, μᾶς περιμένει καὶ προχωρεῖ, εὐγενικὸς καὶ γλυκομίλητος, νὰ μᾶς καλωσορίσει.
Ἀπό τo «Ταξίδι στὴ Μέση Ἀνατολὴ καὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος», Ἀθήνα, Ἐκδόσεις Ἑστία, 1961.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου