Στὸ μαλακὸ κρεβάτι μου,
λευκό μου προσκεφάλι,
τί ὄμορφα πού ῾ναι ἀπάνω σου
νὰ γέρνω τὸ κεφάλι,
τὴν ὥρα ποὺ ἔξω ἡ βροχὴ
λυσσᾷ κι ὅλοι οἱ ἄνεμοι
Κι ἄχ! πῶς φοβᾶται ἡ μικρὴ
καρδούλα μου καὶ τρέμει!
Μὰ ξέρω, Θεέ μου, πὼς ἀλλοῦ
κι ἄλλα παιδάκια θά ῾ναι,
ποὺ πεινασμένα καὶ γδυτὰ
κι ἔρημα θ᾿ ἀγρυπνᾶνε
καὶ ποὺ δὲν θά ῾χουν μαλακὸ
κι ὀλάσπρο προσκεφάλι,
τὸ νυσταγμένο καὶ βαρὺ
νὰ γείρουνε κεφάλι.
Ἄχ! κάνε, Θεέ μου, στὸ ἑξῆς
σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη
παιδὶ ὀρφανὸ κι ἀστέγαστο
κανένα νὰ μὴ μένει.
Κι ὅπου δὲν ἔχουν τὰ φτωχὰ
νὰ γείρουν τὸ κεφάλι,
στέλνε μὲ τ᾿ ἀγγελούδι σου
κι ἀπό ῾να προσκεφάλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου