Ω, εσύ που μίλαες στα πουλιά, στου δάσους τα γυμνά κλαδιά,
στου αγρού τα κρίνα και γλυκά στον κάθε πόνο εστράφης-
σου κρέμασαν στο χέρι σου μιαν αρμαθιά βαριά κλειδιά
να κλεις μπουντρούμια, ιδιώνυμα γελώντας να υπογράφεις.
Συχώρα τον αμαρτωλό, Χριστέ, ο εργάτης σήμερα
καθώς πέφτει στη σκέψη του των φυλακών η αυλαία
σε βλέπει μ’ όψη βλοσυρή και με τα μάτια ανήμερα
να του απαγγέλεις την ποινήν ίδιος με εισαγγελέα.
Χριστέ, που εδιάβης κι άνθισαν κρίνα οι ευλογίες σου λευκά
κ’ ήπιες νερό στου πένητα την ταπεινή παράγκα
κ’ έφεγγε η νύχτα ως έστρεφες γύρω τα μάτια σου γλαυκά,
τώρα φρουρό σε βάλανε μπρος στων πλουσίων τη μπάγκα.
Θάπρεπε να σε βλέπουνε τ’ αθώα παιδιά με σκιερά
μάτια στην κούνια στην κούνια γείρανε και σώπασαν στον ύπνο
κι όμως σε βλέπουν οι κλητοί σου μες στον κύκλο του παρά
να στρώνεις, δούλος ταπεινός, των τυράννων το δείπνο.
Και τ’ όνομά σου θάπρεπε να ψιθυρίζουν ν’ απαντούν
στάχυ στο στάχυ, καλαμιές που δείχνουν το φεγγάρι.
Τώρα τα μαύρα στόματα των πυροβόλων το βροντούν,
και στίβεις μες στα χέρια σου τις νέες καρδιές σφουγγάρι.
Χριστέ, φραγμό σε στήσανε μπροστά στο δρόμο του φτωχού
και τ’ οργισμένο του ύψωναν σ’ εκστάσεις όλβιες μάτι,
μα βάρυνε πολύ ο κασμάς σε χέρι εργάτη και πριχού
σκάψει τον τάφο του γκρεμίζει το άδειο σου παλάτι.
Χριστέ, η καρδιά σου ήταν καρδιά όλου του κόσμου
μα έμεινε στην υποταγή δεμένη για να δένει
κι αν τρόμαξαν ποτέ οι εχθροί για την πλατιά σου τη φωνή
οι ίδιοι σου στεφανώσανε την όψη αντεστραμμένη.
Μα ο πόνος τώρα ωρίμασε κ’ έκφραση δίκιου βρήκε η οργή,
σπάνε οι αλυσίδες της σκλαβιάς κ’ η υπομονή σου εχάθη,
και σε θωρώ στο νέο σταυρό, Χριστέ, στη ρόδινη αυγή,
απ’ το στερνό σου θάνατο η ζωή χαρά να πλάθει.
στου αγρού τα κρίνα και γλυκά στον κάθε πόνο εστράφης-
σου κρέμασαν στο χέρι σου μιαν αρμαθιά βαριά κλειδιά
να κλεις μπουντρούμια, ιδιώνυμα γελώντας να υπογράφεις.
Συχώρα τον αμαρτωλό, Χριστέ, ο εργάτης σήμερα
καθώς πέφτει στη σκέψη του των φυλακών η αυλαία
σε βλέπει μ’ όψη βλοσυρή και με τα μάτια ανήμερα
να του απαγγέλεις την ποινήν ίδιος με εισαγγελέα.
Χριστέ, που εδιάβης κι άνθισαν κρίνα οι ευλογίες σου λευκά
κ’ ήπιες νερό στου πένητα την ταπεινή παράγκα
κ’ έφεγγε η νύχτα ως έστρεφες γύρω τα μάτια σου γλαυκά,
τώρα φρουρό σε βάλανε μπρος στων πλουσίων τη μπάγκα.
Θάπρεπε να σε βλέπουνε τ’ αθώα παιδιά με σκιερά
μάτια στην κούνια στην κούνια γείρανε και σώπασαν στον ύπνο
κι όμως σε βλέπουν οι κλητοί σου μες στον κύκλο του παρά
να στρώνεις, δούλος ταπεινός, των τυράννων το δείπνο.
Και τ’ όνομά σου θάπρεπε να ψιθυρίζουν ν’ απαντούν
στάχυ στο στάχυ, καλαμιές που δείχνουν το φεγγάρι.
Τώρα τα μαύρα στόματα των πυροβόλων το βροντούν,
και στίβεις μες στα χέρια σου τις νέες καρδιές σφουγγάρι.
Χριστέ, φραγμό σε στήσανε μπροστά στο δρόμο του φτωχού
και τ’ οργισμένο του ύψωναν σ’ εκστάσεις όλβιες μάτι,
μα βάρυνε πολύ ο κασμάς σε χέρι εργάτη και πριχού
σκάψει τον τάφο του γκρεμίζει το άδειο σου παλάτι.
Χριστέ, η καρδιά σου ήταν καρδιά όλου του κόσμου
μα έμεινε στην υποταγή δεμένη για να δένει
κι αν τρόμαξαν ποτέ οι εχθροί για την πλατιά σου τη φωνή
οι ίδιοι σου στεφανώσανε την όψη αντεστραμμένη.
Μα ο πόνος τώρα ωρίμασε κ’ έκφραση δίκιου βρήκε η οργή,
σπάνε οι αλυσίδες της σκλαβιάς κ’ η υπομονή σου εχάθη,
και σε θωρώ στο νέο σταυρό, Χριστέ, στη ρόδινη αυγή,
απ’ το στερνό σου θάνατο η ζωή χαρά να πλάθει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου