Σελίδες

Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

ο δρόμος του Λευτέρη Παπαδόπουλου σε μουσική του Μίμη Πλέσσα

Γέλαγε η Μαρία (Γ. Πουλόπουλος)



Κύλαγε το τσέρκι στην οδό Φυλής
άστραφτε στον ήλιο κάποια τζαμαρία
άρπαζες την πέτρα δίχως να σκεφτείς
τίναζες το χέρι κάτω η τζαμαρία
γέλαγε η Μαρία η Μαρία

Κόβαμε διχάλες απ' τη μυγδαλιά
είχαμε ρημάξει τη φτωχή πλατεία
έβαζες σημάδι γλόμπους και πουλιά
και του κυρ Αλέκου τη χοντρή κυρία
γέλαγε η Μαρία η Μαρία

Πάνω στο πατίνι με τα ρουλεμάν
τρέλαινες τον κόσμο απ' τη φασαρία
κι οι νοικοκυραίοι φώναζαν αμάν
λέγαν θα καλέσουν την αστυνομία
γέλαγε η Μαρία η Μαρία

Φραγκόκλησσα (Γ. Πουλόπουλος - Π. Αστεριάδη)


Κρατούσες στα χείλη
γλυκιά φυσαρμόνικα
Γινήκαμε φίλοι
με λέγανε Μόνικα

Κοίτα με για να γενώ
δυνατός σαν τη φωτιά
Όμορφος σαν δειλινό
να σου κλέψω την καρδιά

Παλιό καλοκαίρι
κοντά στη Φραγκόκκλησα
Σου πήρα το χέρι
στο χέρι μου το ‘κλεισα

Μέθυσε απόψε το κορίτσι μου (Γ. Πουλόπουλος)

Μέθυσε απόψε το κορίτσι μου
και το χειλάκι του που καίει
κομμένα λόγια γιασεμάκια μου
παραπονιάρικα μου λέει

μέθυσε απόψε το κορίτσι μου
και γλυκογέρνει μου στον ώμο
βασιλεμένα τα ματάκια του
σαν λυχναράκια μες στο δρόμο

μέθυσε απόψε το κορίτσι μου
κι έχει νυχτώσει και μου τρέμει
μα είναι ορθάνοιχτη η καρδούλα μου
να βρει απάγκιο κι απανέμι

Ο τρελός (Γ. Πουλόπουλος)

Είχε μιαν απλή καρδιά
και τον λέγαν Γιάννη
κάθε που ‘πεφτε η βραδιά
βγαίναμε σεργιάνι
στον γαλάζιο ουρανό
- Θεέ μου πώς πονώ

Τον φωνάζανε τρελό
κάτι καλοπαίδια
του κρεμάγαν στο λαιμό
άδεια τενεκέδια
και τον δέρναν στο στενό
-Θεέ μου πώς πονώ

Η απλή του η καρδιά
πια δε θα στενάζει
Του την κλέψαν τα παιδιά
για να κάνουν χάζι
μια βραδιά στην Αχαρνώ
-Θεέ μου πώς πονώ


Πρώτη φορά (Ρ. Κουμιώτη)

Τα μάτια μου στα μάτια σου
και τ’ άστρο πάνωθέ μου.
Αχ, να μην τέλειωνε ποτέ
η ώρα ετούτη, θεέ μου.

Ο πυρετός σου μέσα μου
φωτιά που σπαρταράει.
Έγιν’ ο κόσμος μια σταλιά
και πια δε με χωράει.

Πρώτη φορά που σ’ αγαπώ,
πρώτη που σε μαθαίνω,
πρώτη στα χέρια σου φορά
γεννιέμαι και πεθαίνω.

Πήρα σύννεφο δυο τόπια (Γ. Πουλόπουλος)

Πήρα σύννεφο δυο τόπια
για να ράψω ρούχα
φόρεσα και δίσολο σεβρό
Βρήκα κοκκινέλι,το 'πια
και στη σούρα που 'χα
είπα να κινήσω να σε βρω

Έκοψα το φεγγαράκι
το 'βαλα στο πέτο
κι ήρθα στην παλιά μας τη φωλιά
Έβγα λίγο απ' το πορτάκι
μ΄ένα σπαρματσέτο
φέξε μου ν' ανέβω τα σκαλιά

Βάλ' τα ρούχα μου στο ράφι
κρέμασ' την τραγιάσκα
κι έλα ν' αγαπήσουμε ξανά
Έψαχνα να βρω χρυσάφι
χρόνια στην Αλάσκα
κι ήταν το χρυσάφι εδωνά!

Ξημερώνει Κυριακή (Γ. Πουλόπουλος)

Ο παλιός φωνόγραφος
πάνω στο τραπέζι
άρχισε να παίζει
μες στη σιγαλιά

Κι η καρδιά σου έλιωσε
κι έγινε ένα δάκρυ
στων ματιών την άκρη
σα δροσοσταλιά

Ξημερώνει Κυριακή
μη μου λυπάσαι
Έιναι όμορφη η ζωή
να το θυμάσαι

Ο παλιός φωνόγραφος
πάνω στο τραπέζι
έπαψε να παίζει
μέσα στη νυχτιά

Το τραγούδι τέλειωσε
μα η λύπη μένει
σαν ναυαγισμένη
στη θολή ματιά

Η Μυρσίνη βάζει τα άσπρα (Γ. Πουλόπουλος-Π. Αστεριάδη)

Η Μυρσίνη βάζει τ' άσπρα
και γιομίζ' η γειτονιά
τριανταφυλλάκια κι άστρα
κι ανοιξιάτικα κλωνιά
Η Μυρσίνη τ΄άσπρα βάζει
άσπρο κρίνο στο περβάζι
και μεθάει η γειτονιά

Να 'χα λέει ένα βαρκάκι
με πανάκι σταυρωτό
και με σένα Μυρσινάκι
μια βραδιά να ξανοιχτώ
στου πελάου τα μονοπάτια
μαύρα όμορφά μου μάτια
που μπροστά σας ξενυχτώ

Μα δεν έχω τη βαρκούλα
να σε κλέψω μια βραδιά
έχω μόνο μια καρδούλα
πικραμένη και βαριά
Και τη ρίχνω στο περβάζι
μπας και δεις ότι σπαράζει
να μου κάνεις την καρδιά

Δώδεκα μαντολίνα (Γ. Πουλόπουλος)

Θα πάρω δώδεκα παιδιά
δώδεκα παιδιά
δώδεκα μαντολίνα

Να τα πληρώνω μάτια μου
μάτια μου,
για σένα με το μήνα

Τα έξι κάθε πρωινό
να σε γλυκοξυπνάνε
και τ' άλλα κάθε δειλινό
από τη γη ως τον ουρανό
σεργιάνι να σε πάνε

Θα σπάσω τους καθρέφτες σου
καθρέφτες σου
σαρανταδυό κομμάτια

Να βλέπεις να χτενίζεσαι
χτενίζεσαι
μες στα δικά μου μάτια

Τ' αποχτενίδια θα κρατώ
που πέφτουν στην ποδιά σου
και θα τα κάνω αγάπη μου
μαλαματένιο φυλαχτό
να δέσω την καρδιά σου

Το άγαλμα (Γ. Πουλόπουλος)

Χθες μεσάνυχτα και κάτι κατηφόρισα
στην μικρή την πλατεΐτσα που σε γνώρισα
Κάποιο άγαλμα που μ’ είδε με θυμήθηκε
και τον πόνο μου να ακούσει δεν αρνήθηκε

Και του μίλησα για σένα και για μένανε
και τα μάτια του βουρκώναν και όλο κλαίγανε
Του ’πα για το φέρσιμό σου και για τα άλλα σου
τα ασυγχώρητα τα λάθη τα μεγάλα σου

Κι ύστερα με πιάσαν θεέ μου κάτι κλάματα
που με βρήκανε κουρέλι τα χαράματα
Με το άγαλμα ως το δρόμο προχωρήσαμε
μου εσκούπισε τα μάτια και χωρίσαμε

Δώσε μου το στόμα σου (Ρ. Κουμιώτη)


Σαν χελιδονάκι στο μπαλκόνι μου
γύρεψες την πρώτη σου φωλιά.
Γείρε να πλαγιάσεις στο σεντόνι μου
να γέμισ’ η κάμαρη πουλιά.

Τρέχει το νερό πάνω στο σώμα σου,
τρέχω το κατόπι σου κι εγώ.
Δώσε μου, αγόρι μου, το στόμα σου
στο βαθύ φιλί σου να πνιγώ.

Η ζωή μου αρχίζει μες στα χέρια σου,
ήμουνα αγέννητη ως τα χτες.
Πάρε με, αγόρι μου, στα χέρια σου,
πάρε με και κάνε με ό,τι θες.


Έπεφτε βαθιά σιωπή (Γ. Πουλόπουλος)


Έπεφτε βαθιά σιωπή
στο παλιό μας δάσο
"τρέξε να σε πιάσω"
μου χες πρωτοπεί
Και όταν έτριζε η βροχή
στα πεσμένα φύλλα,
πόση ανατριχίλα
μέσα στην ψυχή.

Κίτρινο πικρό κρασί,
κίτρινο φεγγάρι,
φεύγαν οι φαντάροι
έφευγες και συ.
Κι είχες μέσα στην ματιά
ένα σκούρο θάμπος,
ένα σκούρο...σάμπως
να ‘πεφτε η νυχτιά

Κάποια κόκκινη πληγή
που δεν λέει να κλείσει,
το μικρό ξωκλήσι
δίπλα στην πηγή
Και μια κίτρινη σιγή
στο παλιό μας δάσο,
πώς να σε ξεχάσω
που σε πήρε η γη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου