Σελίδες

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Μετανάστες : Στίχοι Γιώργος Σκούρτης και μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου Τραγούδι : Βίκυ Μοσχολιού και Λάκης χαλκιάς


Εδώ στην ξένη χώρα

Εδώ στην ξένη χώρα
αχ τι στεναχώρια
Τι θα φάω τι θα πιω
τι θα στείλω στο χωριό
οι γυναίκες είναι χύμα
Καίγομαι σαν τις κοιτώ
δεν με θέλουν κι είναι κρίμα

Εδώ στην ξένη χώρα
αχ τι στεναχώρια
Κάθε βράδυ στον σταθμό
τριγυρίζω για να πω
μια κουβέντα σ' ένα φίλο
Κι αν μια νύχτα δεν τον βρω
μοιάζω με χαμένο σκύλο

Εδώ στην ξένη χώρα
αχ τι στεναχώρια
Θα γυρίσω στο χωριό
δεν αντέχω δεν βαστώ
τι κορμί βασανισμένο
Ψάχνω νά'βρω αδερφό
κι όλοι με φωνάζουν ξένο


Είπες Απρίλη πως θαρθείς

Είπες Απρίλη πως θαρθείς
κοντά μου να πλαγιάσεις
κι όλες τις νύχτες ξαγρυπνώ
μετρώ τα χρόνια και γερνώ
ίσως και να με χάσεις.

Ξεχάστηκα κι απ' το Θεό
μα ελπίζω στο μικρό μου γιο.

Σαν μεγαλώσει το παιδί
τα γράμματα θα μάθει
για να σπουδάσει και να δει
τι σ' έσπρωξε να πας εκεί
τα ίδια να μην πάθει.

Ξεχάστηκα κι απ' το Θεό
μα ελπίζω στο μικρό μου γιο.


Η αντάρα, το Λενάκι κι η Ρηνιώ


Η αντάρα, το Λενάκι κι η Ρηνιώ
φύγαν μια νύχτα απ' το χωριό,
κρατούσανε για χρόνια δυο
συμβόλαιο συλλογικό.

Η αντάρα, το Λενάκι κι η Ρηνιώ
μπήκαν αμέσως στο χορό,
κομμάτια βγάζουν εκατό
να πάρουνε καλό μισθό.

Στην αντάρα, στο Λενάκι, στη Ρηνιώ
βάζουνε δίπλα τη Φωφώ
κι αυτή δουλεύει όσο δυο,
χτυπάει διπλό το εκατό.

Κι η αντάρα, το Λενάκι κι η Ρηνιώ
όλο φωνάζουν στη Φωφώ
"Σιγά, Φωφώ, σκέψου κι εμάς
σιγά, Φωφώ, μας τυραννάς"
όλο της φωνάζουν
η αντάρα, το Λενάκι κι η γριά Ρηνιώ.




η μπαλάντα του μετανάστη


Σε ξένη χώρα μια βραδιά
εβρέθηκα στα ξαφνικά
με μια φτερούγα στην καρδιά
και με πασπόρτ εργάτη

Δεν ξέρω πώς να περπατώ
και πώς τη γλώσσα να μιλώ
κρατιέμαι να μη τρελαθώ
μα τρέμω και κομμάτι

Ρίχνει και χιόνι δυνατό
μα εγώ δεν έχω ούτε παλτό
στην χώρα μου το μήνα αυτό
γυρνάμε με σακάκι

Αλλιώς μου τά'παν στο χωριό
εγώ δεν ήθελα να'ρθώ
μου είπαν θά'βρω τον χρυσό
και βρήκα το φαρμάκι

Τον δρόμο παίρνω τον μακρύ
η νύχτα είναι φοβερή
και η βαλίτσα μου ανοιχτή
την κουβαλώ στην πλάτη

Ανοίγει η πόρτα του μπιστρό
πετάνε έξω έναν ξανθό
σκύβω στο φως για να τον δω
και βλέπω τον Σταμάτη

Με πήρε σπίτι ώρα δυο
και μού'βρασε βαρύ γλυκό
μα εγώ ξεσπάω σε λυγμό
και μού'δωσε ουζάκι

Την άλλη μέρα στις οχτώ
πήγα να δω τ' αφεντικό
μα δεν μου άνοιξε να μπω
κι είδα τον επιστάτη

Κι από τις πέντε το πρωί
με βάλανε μες στο κελί
Δευτέρα με Παρασκευή
δίπλα σ' ενα παιδάκι

Δουλεύω τώρα χρόνια δυο
ξέχασα τον μικρό μου γιο
και τη φτερούγα μου μαδώ
σε τούτη εδώ την άκρη


η φάμπρικα

Η φάμπρικα δε σταματά
δουλεύει νύχτα μέρα
και πώς τον λεν το διπλανό
και τον τρελό τον Ιταλό
να τους ρωτήσω δεν μπορώ
ούτε να πάρω αέρα

Δουλεύω μπρος στη μηχανή
στη βάρδια δύο δέκα
κι από την πρώτη τη στιγμή
μου στείλανε τον ελεγκτή
να μου πετάξει στο αυτί
δυο λόγια νέτα σκέτα

Άκουσε φίλε εμιγκρέ
ο χρόνος είναι χρήμα
με τους εργάτες μη μιλάς
την ώρα σου να την κρατάς
το γιο σου μην το λησμονάς
πεινάει κι είναι κρίμα

Κι εκεί στο πόστο μου σκυφτός
ξεχνάω τη μιλιά μου
είμαι το νούμερο οχτώ
με ξέρουν όλοι με αυτό
κι εγώ κρατάω μυστικό
ποιο είναι τ' όνομά μου


κλείσε την πόρτα

Κλείσε την πόρτα, κλείσε την πόρτα,
κλείσε την πόρτα να φύγει το κρύο,
μη με ρωτήσεις, μη με ρωτήσεις γιατί δε μιλάω
μη με φιλήσεις, μη με φιλήσεις μα βάλε να φαω.

Φεύγει το παιδί, πάει τ' αγοράκι,
μέρα για δυο, μέρα φαρμάκι.

Κλείσε τα μάτια, κλείσε τα μάτια,
κλείσε τα μάτια και γείρε στην άκρη,
μη μου μιλήσεις, μη μου μιλήσεις, μονάχα κοιμήσου
είμαι κοντά σου, είμαι κοντά σου, είμαι μαζί σου.

Φεύγει το παιδί, πάει τ' αγοράκι,
νύχτα για δυο, νύχτα φαρμάκι,
φεύγει το παιδί, πάει τ' αγοράκι,
νύχτα για δυο, νύχτα φαρμάκι.



Μη μου μιλήσεις πάλι για ταξίδια


Μη μου μιλήσεις πάλι για ταξίδια
το νου μου μη γυρνάς όλο στα ίδια
Γιατί αν φύγουμε ξανά
θα πάμε πέρα μακριά
εκεί που τραίνο δεν περνά
Ο,τι γυρίσαμε - ήταν αυτό
δεν έχει άλλο

Μη μου μιλήσεις πάλι για ταξίδια
Το νου μου μη γυρνάς όλο στα ίδια
Τώρα που φτάσαμε ως εδώ
σε δρόμο δίχως γυρισμό
τέρμα εσύ τέρμα κι εγώ
Ο,τι γυρίσαμε - ήταν αυτό
δεν έχει άλλο


Μιλώ για τα παιδιά μου

Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω
έχω ένα χρόνο να τα δω και λιώνω.
Μου γράφει η γιαγιά τους πως ρωτάνε
τα τρένα που 'ναι στο σταθμό πού πάνε.

Αδύνατος μου γράφει ο Στελάκης
έχει ανάγκη θάλασσας ο Τάκης
αρχίζει το σχολείο η Μαρίνα
θέλει να γίνει κάποτε γιατρίνα.

Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω
έχω ένα χρόνο να τα δω και λιώνω.
Αγόρασα λαχείο στ' όνομά τους
αχ να κερδίσω να σταθώ σιμά τους


ο Ρόκκο και οι άλλοι

Έκανε κρύο κι εμείς δουλεύαμε
Ημουν εγώ ο Κωνσταντής
ο Παμπλο και ο Ρόκκο

Έκανε κρύο κι εμείς φορτώναμε
Ημουν εγώ κι ο Κωνσταντής
κι ο Ιταλός ο Ρόκκο

Έκανε κρύο κι εμείς γκρεμίζαμε
Ημουν εγώ κι ο φίλος μου
ο Ιταλός ο Ρόκκο

Έκανε κρύο κι εμείς παγώναμε
Ημουν εγώ κι ο σκύλος
που έκλαιγε τον Ρόκκο



Οκτώ χωριάτες

Ήσανε οχτώ χωριάτες
κι είχαν κι οι οχτώ παιδιά
φύγανε σαν μετανάστες
παρατήσαν τα χωριά

Μόλις φτάσανε στα ξένα
βρήκαν οι μισοί δουλειά
και τους άλλους λησμονήσαν
πριν περάσει μια βραδιά

Ήσανε οχτώ χωριάτες
και ξεκίνησαν μαζί
άλλοι πήγανε στον νότο
κι ένας στην Ανατολή

Και περάσανε τα χρόνια
γέρασαν στην ξενητειά
κάπου κάπου σιγοκλαίνε
και θυμούνται τα παλιά

Ήσανε οχτώ χωριάτες
κάποιος λέει ακόμα ζουν
τα παιδιά τους μεγαλώσαν
κι άλλη γλώσσα πια μιλούν

Ήσανε οχτώ χωριάτες
μετανάστες στον χαμό
τα χωράφια παρατήσαν
και κερδίσαν τον καημό

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου