Μπρόβαλε μέρα λιβανὴ κι ὀνειροξεδιαλύτρα
νὰ διώξῃς τὰ ἠσκιώματα τοῦ ὕπνου ἀπὸ κοντά μου·
μπρόβαλε μέρα, κοίμισε τὴν ὑπνοφαντασιά μου,
ποὺ ἐνῷ κοιμοῦμαι ξαγρυπνᾷ ἡ νυχτοπαρωρίτρα.
Γιατὶ νεκρούς, γιατὶ χλωμοὺς σὰν μαραμένα κίτρα,
μὲς στὰ παράξενα πολὺ καὶ ἄγρια πολὺ ὄνειρά μου,
εἶδα καὶ τοὺς πενήντα γυιοὺς τοῦ παλαιοῦ Πριάμου
καὶ τὴν Ἑκάβη ἐπάνω τοὺς βουβὴ μοιρολογήτρα.
Δάκρι δὲν εἶχε στὸ στεγνὸ γεροντικό της μάτι
καὶ -μόσχον ἀξεθύμαστο- τὸν πόνο της ἐκράτει
μέσα στὰ στήθια της κλειστὸν ἀπ᾿ τοὺς παλιούς τους χρόνους.
Μὰ ἐσύ, καρδιά μου, πέτρινη γιὰ τὰ δικά σου πάθη,
δάκρυα ἀρχινᾷς στὸν ὕπνο σου νὰ χύνῃς γι᾿ ἄλλου πόνους
σὰν σταλαχτίτες τοῦ γκρεμνοῦ ἀπ᾿ τῆς σπηλιᾶς τὰ βάθη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου