Σοὔγραφε ροδοθάνατο ἡ τριμεροῦσα ἡ Μοῖρα!
πὲ τὸ στερνὸ τραγούδι σου, ἀγλύκαντη καρδιά,
κι ὅλο ἀνεβαίνει ἀκράτητα ἡ μυστικιὰ ἡ πλημμύρα,
ποὺ ἀφρίζει μὲ ροδόφυλλα καὶ πνίγει μ᾿ εὐωδιά.
Ποιὸς σὲ εἶπε νεκροθάλασσα ἀτάραγη καὶ στεῖρα,
κῦμα, ποῦ σῴνεται κουφὸ στὴν ἄκαρπη ἀμμουδιά;
καὶ σύ ῾σαι - στρῶμα ἑνὸς φτωχοῦ μιανῆς νυχτιᾶς πορφύρα,
γιὰ τὴ ζωή μου ὁλάκερη μία ἐρωτικὴ βραδιά.
Ἦρθε ἡ ἀράθυμη ψυχὴ σ᾿ ἀκρογιαλιὰ κ᾿ ἐστάθη,
ὅπου φεγγάρι ἀπόκρυφο τραβάει φυρονεριὰ
καὶ τὴ ξεσέρνει ἀνίδεη στῆς θάλασσας τὰ βάθη.
Μὰ δὲν σοῦ βαρυγνώμησεν, Ἀγάπη, οὐδ᾿ ἐκεῖ κάτου,
κι ἂν τὴν καρδιά της σκόρπησες μὲ τόση ἁπλοχεριὰ
τὰ ρόδα τοῦ Ἠλιογάβαλου, τὰ ρόδα τοῦ Θανάτου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου