Σελίδες

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2012

Ερατώ (από τα Λυρικά)

Α’ – ΨΑΛΤΗΣ
 
Τὴν ἄνοιξη μιὰ μέρα,
ἐκεῖ ποὺ τραγουδοῦσα,
ψηλά ‘πὸ τὸν αἰθέρα
κατέβηκεν ἡ Μούσα,
ἡ ψάλτρα Ἐρατώ.
 
Μὲ λέγ’: ἡ Ἀφροδίτη,
ὁποὺ τὸν κόσμ’ ὁρίζει
πιστόν της σὲ κηρύττει
καὶ ψάλτην σὲ ψηφίζει
στὴν γῆν, ὅπου πατῶ.
 
Καὶ θέλει, ὅσο ζήσεις,
νὰ ζεῖς στὸν ὁρισμό της˙
κι εἰς τὸ ἑξῆς ν’ ἀρχίσεις
αὐτὴν καὶ τὸ μωρό της
γλυκὰ νὰ τραγουδεῖς.
 
Καὶ δι’ αὐτὴ τὴ χάρη
σὲ τάζει, λέγει, ἄλλη
νὰ ἔρθει, σὰν τὸν Πάρη
μὲ ὅλα της τὰ κάλλη
γυμνὴ νὰ τὴν ἰδεῖς.
 
Ἔτζ’ εἶπε˙ καὶ κινῶντας
μ' ἀγκάλιασε τὸ σῶμα,
καὶ πρόσχαρα γελώντας,
μὲ φίλησε στὸ στόμα
καὶ πέταξε ψηλά.
 
Κι εὐθὺς καθὼς ἐγεύθη
τὸ στόμα μ’ τὸ φιλί της,
ἀμέσως ἐμαγεύθη
ἀπὸ τὴ μουσική της
στὸ ψάλσιμο λωλά.
 
Καὶ ὅταν τώρ’ ἀρχίσει
τὰ χείλη του ν’ ἀνοίξει,
καὶ τύχει νὰ λαλήσει,
ἢ ἐλαφρὰ ν’ ἀγγίξει
τὴ γλώσσα μοναχή,
 
εὐθὺς τὸ μαγεμένο,
χωρὶς ποτὲ νὰ σφάλει,
ὡσὰν ὁρμηνεμένο,
τὴν Ἀφροδίτη ψάλλει,
τὸν Ἔρωτ’ ἀντηχεῖ.
 
 
Β’ – ΑΝΟΙΞΗ
Στὰ δένδρα τ’ ἀηδονάκι,
τ'  ἀκοίμητο πουλάκι,
βοάει, λαλεῖ καὶ ψάλλει
τῆς ἄνοιξης τὰ κάλλη˙
 
κι ὁ Ζέφυρος μαζί του
κατόπ’ ἀπ’ τὴ φωνή του
σιγά-σιγά ‘πὸ πίσω
γλυκὰ φυσάει τὸ ἴσο.
 
Ὁ ἥλιος κατὰ τάξη
μὲ τὸ λαμπρὸ τ’  ἁμάξι
γυρίζει κάθε μέρα
στὴ μέση τὸν αἰθέρα˙
 
κι ἡ γῆ γελάει ἐμπρός του
καὶ χαίρεται τὸ φῶς του˙
καὶ χαίροντας προβάλλει
τ’ ἀμίμητά της κάλλη.
 
Οἱ κάμποι πρασινίζουν,
οἱ κῆποι λουλουδίζουν
κι εἰς τ’ ἄνθη τους ὁ Ἔρως
πετᾶ ‘πὸ κάθε μέρος.
 
Ἀγάπη μ’, τί ἀργοῦμε;
στὸν κῆπο ἂς ἐβγοῦμε,
τὸν Ἔρωτα νὰ βροῦμε,
μαζί του να χαροῦμε.
 
 
Γ’ – ΦΙΛΕΥΜΑ
Στὸν κῆπον τῶν Χαρίτων
ὁ Ἔρωτάς μου ἦτον
κι ἐγὼ μ’ αὐτόν, κι ἡ νέα
ἡ Χάρη ἡ ὡραία,
κι ἡ Ἄνοιξη μαζί.
 
Κι ἐκεῖ φιλεύουμάσθουν
καὶ συνευφραίνουμάσθουν
συμπαίζοντας, γελώντας,
τὸν Ἔρωτα φιλώντας,
φωνάζοντας νὰ ζεῖ.
 
Τ' ἀηδόνι κελαϊδοῦσε˙
ὁ Ἔρωτας κερνοῦσε
φιλιὰ μὲ τὸ ποτήρι˙
καὶ μ’ ἓν ἀνεμιστήρι
ἀέριζε συχνά.
 
Κι ἐμεῖς ἀγκαλιασμένοι,
μὲς στ’ ἄνθη κυλισμένοι,
φιλιούμασταν στὰ χείλη,
σὰν σύμψυχοι δυὸ φίλοι,
φιλήματα πυκνά.
 
Κι ἀπάνω στὰ πυκνά μας,
γλυκὰ φιλήματά μας,
ἐγὼ κι ἡ Χάρ’ ἡ νέα,
στὰ χόρτα τὰ ὡραῖα,
καὶ στ’ ἄνθη τὰ πολλά,
 
κοιμηθήκαμε τέλος,
μὲς στ’ ἀηδονιοῦ τὸ μέλος˙
κι ἀέριζεν ὁ Ἔρως,
ἀπ’ τό ‘να στ’ ἄλλο μέρος
φυσώντας ἁπαλά.
 
 
Δ’ – ΑΓΚΑΘΩΜΕΝΟΣ
Ἡ Χάρη μὲ τὸν Ἔρωτα,
ἐπῆγε νὰ διαλέξει
στὸν κῆπο τριαντάφυλλα,
κορῶνα νὰ τὸν πλέξει.
 
Κι ὁ Ἔρωτας χαρούμενος
ἐδῶ κι ἐκεῖ πετοῦσε
καὶ μόνος τὰ ἐκλάδευε
καὶ τὴν ὑπηρετοῦσε.
 
Κλαδεύοντας ἀπρόσεχτα,
ὡσὰν λωλὸ παιδάκι,
τὸν πλήγωσε τὸ δάχτυλο
πικρὰ ἕν’ ἀγκαθάκι.
 
Πετάει τὰ τριαντάφυλλα,
τὸ κλαδευτήρι ρίχνει,
καὶ κλαίγοντας τὸ δάχτυλο
τὴ Χάρη του τὸ δείχνει:
 
- Γένεται, λέγει Χάρη μου,
ἕν’ ἀγκαθάκι μόνον,
λεπτότατο μικρότατο,
νὰ δίνει τόσον πόνον;
 
- Δὲν εἶν’, τὸν λέει, παράξενο,
δὲν εἶν’ γιατὶ κι ἐκείνη
ἡ τόση σαϊτίτζα σου
μεγάλον πόνον δίνει.
 
 
Ε’ – ΔΕΣΙΜΟ
Εἰς ἀνθηρὴ μυρσίνη
ἡ Χάρη Εὐφροσύνη
στοῦ κήπου τὸ νερὸν
τὸν Ἔρωτα δεμένον
τὸν εἶχε τὸν καημένον
μὲ ἅλυσον σκληρόν.
 
Περνῶ ἀπὸ μπροσθά του,
θωρῶ τὰ βάσανά του,
καὶ τρέχω βιαστικός,
τὸ χέρι μου τοῦ δίνω,
κι ἀρχίζω καὶ τὸν λύνω
σὰν φίλος καρδιακός.
 
Ἐκεῖ ποὺ τὸν ἐλοῦσα
καὶ τὸν καταφιλοῦσα
μὲ πόνον καὶ καημόν,
ἀνέλπιστα ἐβγαίνει,
κι εὐθὺς ἐκεῖ προφθαίνει,
κι ἡ Χάρη μὲ θυμόν.
 
Ἀπ’ τὰ μαλλιὰ μ’ ἁρπάζει:
Αὐθάδη, μὲ φωνάζει,
πῶς τάχ’ ἀποκοτᾶς;
πῶς λεῖς αὐτὸν τὸν ψεύτην,
τῶν λουλουδιῶν μου κλέφτην,
καὶ πῶς δὲν μ’ ἐρωτᾶς;».
 
Κι εὐθύς-εὐθὺς ἀρχίζει,
τὰ χέρια μου τὰ γυρίζει,
στὸ δένδρο μὲ κουντᾶ˙
καὶ ὅλη θυμωμένη
μὲ σφίγγει καὶ μὲ δένει
στὸν Ἔρωτα κοντά.
 
 
ΣΤ’ – ΕΡΩΤΑΣ
Μαρμαρένιο Ἐρωτάκι
τῆς θεᾶς μ’ ἀγαλματάκι,
στὴ μυρτιὰ ἁλυσιδωμένο,
μὲς στὸν κῆπον κλειδωμένο,
 
σιγά˙ μὴ παραπονεῖσαι,
διατὶ δεμένο εἶσαι.
Νά, δεμένον μέτ’ ἐσένα
ἔχεις πάντοτε κι ἐμένα.
 
Ἀκριβό μου συντροφάκι,
τῆς ψυχῆς μου εἰδωλάκι,
μετ’ ἐσένα συνδεμένος
πάντοτ’εἶμ’ εὐτυχισμένος.
 
Νά, πιστὰ σὲ βεβαιώνω˙
μὰ τὴ Χάρη σου, ἀμόνω,
μὲ τὰ πύριν’ ἄρματά σου
δὲν χωρίζ’ ἀπὸ κοντά σου.
 
 
Ζ’ – ΦΕΓΓΑΡΙ
Λαμπροφόρο μου φεγγάρι,
ποῖον ἥλιον ἀντικρύζεις
καὶ μὲ φῶς πολὺ καὶ χάρη
τώρ’ ἀστράφτεις καὶ φωτίζεις;
 
Τάχα, λέγεις, δὲν εὑρίσκω
πόθεν ἔρχεται κι ἐμπαίνει
στὸ ὁλόφωτό σου δίσκο
τούτ’ ἡ λάμψη σου ἡ ξένη;
 
Τῆς ἀγάπης μου τὸ κάλλος
ἀπ’ τὴν γῆν εἰς τὸν αἰθέρα
φῶς λαμπρό, σὰν ἥλιος ἄλλος,
στὴ δική σου ρίχνει σφαίρα.
 
Εὐτυχέστατο φεγγάρι,
εἰς τὴν κύκλον ὅπου τρέχεις,
θαυμαστὴν ἀπόψε χάρη
ἀξιώθηκες νὰ ἔχεις.
 
Μὰ τ' αὐτὸν τὸν ἥλιόν σου,
σὲ φθονῶ, τῆ ἀληθεία,
στὸν καλὸν ἀντικρυσμόν σου
καὶ στὴ νέα συζυγία.
 
 
Η’ – ΚΑΝΑΡΙ
Πρόσεχε, κι ἰδὲ μὲ χάρη
νὰ φερθῆς, χρυσὸ κανάρι·
νὰ τανύσεις τὰ φτερά σου
ἐμπροσθὰ εἰς τὴν Κερά σου,
 
κι ἐλαφρά-‘λαφρὰ κινώντας,
περπατώντας καὶ πατώντας
τεχνικὰ νὰ κελαϊδήσει
καὶ αὐτὰ νὰ τὴ λούσεις:
 
- Ὁ ἀφέντης μου, Κυρία,
μὲ χαρὰ καὶ προθυμία,
ὅρσε, δῶρο μὲ προσφέρει
στὸ προσκυνητό σου χέρι.
 
Καὶ σ’ ὁρκίζει εἰς αὐτά σου
τὰ πολλὰ τὰ θέλγητρά σου
καὶ στὸν ἕναν ἔρωτά του,
νὰ δεχθῆς τὸ χάρισμά του.
 
Εἶμ’ ἀλήθεια, μικρὴ χάρις
δὲν ἀξίζω νὰ μὲ πάρεις
ὅμως μ’ ὅλη τὴ μικράδα
ἔχω κάποια νοστιμάδα.
 
Κελαϊδῶ τὴ μουσική μου
κατὰ τέχνην στὸ κλουβί μου
καὶ νικῶ στὰ τραγουδάκια
ὅλα τ' ἄλλα τὰ πουλάκια.
 
Καθαρό ‘ν’ τὸ φαγητό μου,
καθαρό ‘ν’ τὸ πιοτό μου·
δὲν τζιμπῶ ποτὲ σπυράκι,
ἂν δὲν εἶν’ ἀπὸ χεράκι.
 
Δὲν μπορῶ ἀλλιῶς νὰ ζήσω,
ἀπὸ στόμ’ ἂν δὲν ρουφήσω·
οὔτε πίνω, ἂν οἱ φίλοι
δὲν μὲ δώσουν μὲ τὰ χείλη.
 
Εἶμ’ ἀκόμα χαδένο
κι εἰς τοὺς κόρους μέσα μπαίνω.
Κι ἂν στὸν κόρφο σου μὲ βάλεις,
δὲν ζητῶ γιὰ νὰ μ’ ἐβγάλεις.
 
Ὅλ’ αὐτά, ἰδέ, Κερά μου,
εἶν’ τὰ προτερήματά μου·
καὶ μ’ αὐτά, ὅσο μπορέσω,
θὰ πασχίσω νὰ σ’ ἀρέσω.
 
 
Θ’ – ΚΩΝΩΠΑΣ
Κλέφτη κώνωπα κι αὐθάδη,
πῶς τολμοῦσες κάθε βράδι
καὶ τζιμποῦσες μὲς στὸ στρῶμα
τὴν ἀγάπη μου στὸ στόμα;
 
Πῶς τὰ χείλη της τζιμπώντας,
καὶ τὸ αἷμα τους ρουφώντας,
δὲν λυπούσουν νὰ μὴ χάσουν
τὴ βαφή τους, καὶ χλωμιάσουν;
 
Νά, σὲ λέγω, πὼς ζηλεύω·
κι ἂν σὲ πιάσω, σὲ παιδεύω·
κι ἰδὲ πλέον μὴ τολμήσεις
στὸ ἑξῆς νὰ τὴν τζιμπήσεις.
 
Ἐπειδὴ (σὲ βεβαιώνω,
καὶ φρικτότατα σ’ ἀμώνω)
μὰ τὰ χείλη που δαγκάνεις,
ἂν σὲ πιάσω, θὰ πεθάνεις!
 
 
Ι’ – ΠΡΟΣΤΑΓΗ
Κύματ’ ἀφράτα καὶ νερὰ
τοῦ Καταστένου δροσερά,
γυρίστ’ ἀγάλια-ἀγάλια
παντοῦ τὰ περιγιάλια.
 
Καὶ πρὸς τῆς δύσης τὲς μεριὲς,
ρωτήστε ὅλες τὲς στεριές,
εἰς ποιὰν ἀκρογιαλιά σας
κοιμᾶται ἡ θεά σας;
 
Κι ὅπου σᾶς ποῦν αὐτὲς ἐκεῖ
«Ἐδῶ στὴν ἄκραν κατοικεῖ»,
ἐκεῖ κι ἐσεῖς σταθῆτε,
αὐτὰ νὰ τὴν εἰπῆτε:
 
- «Θεά πηγὴ τῆς εὐμορφιᾶς
τῆς δυτικῆς αὐτῆς στεριᾶς
θεά, τοῦ στολισμένου
τῆς γῆς μας Καταστένου,
 
μὲ τί καρδιά, μὲ τί ψυχή,
καὶ πῶς κοιμᾶσαι μοναχή;
Τὴ νύχτα δὲν φοβᾶσαι
μονάχη νὰ κοιμᾶσαι;»
 
 
ΙΑ’ – ΦΙΛΗΜΑΤΑ
Ὁρκίζω σε, Σελήνη,
στῆς νύχτας τὴ γαλήνη,
στὸν ἄπειρον αἰθέρα,
καὶ στ’ οὐρανοῦ τὴ σφαίρα,
 
ποτὲ νὰ μὴ τολμήσεις,
διὰ νὰ μαρτυρήσεις
αὐτὰ τὰ βραδινά μας
γλυκὰ φιλήματά μας.
 
Ἐμεῖς δὲν σ’ ἀδικοῦμε,
ἂν ἴσως φιληθοῦμε·
ὁ Ἔρωτας τὸ θέλει
ἐσένα τί σὲ μέλει;
 
Ποιός ἄραγε, Σελήνη,
εἰπέ με, ποιός δὲν κλίνει
εἰς τοῦτες τὲς γλυκές του
κι ἡδονικὲς ὁρμές του;
 
Κι ἐσύ, κι ἐσὺ ἡ ἴδια
τὰ θέλεις τὰ παιγνίδια
καὶ τρέχεις γιὰ νὰ εὕρεις
τὸν φίλον ὅπου ξεύρεις.
 
Λοιπόν, καλὴ Σελήνη,
κανένας ἂς μὴ κρίνει.
Ὁ λόγος τοῦτος σώνει
δὲν εἴμεσθ’ ἐμεῖς μόνοι.
 
 
ΙΒ’ – ΝΥΧΤΑ
Θεοί, ἀστέρες φωτεροί,
τῆς νύχτας ἔφορ’ ἱλαροί,
τὲς ὧρες ἐμποδίστε·
κι ἀργά - ἀργὰ κινῆστε.
 
Κι ἂν ἴσως εἶναι δυνατόν,
κι ἀπὸ τὸν τόπον σας αὐτόν,
παρακαλῶ (νὰ ζῆτε),
ποτὲ μὴ ταραχθῆτε.
 
Κι ἐσὺ τὸ ἄστρο τῆς αὐγῆς,
κρυβήσου πλέον, μὴ ἐβγεῖς,
κι εἰπέ κι ὁ ἥλιος πέρα,
νὰ φύγ’ εἰς ἄλλη σφαίρα.
 
Ἡ νύχτα τούτη ἂς γενεῖ
στὸν οὐρανὸν παντοτινὴ
κι ἡμέρ’ ἂς μὴ σιμώσει
ποτέ νὰ ξημερώσει,
 
γιὰ νὰ χαρῶ παντοτινὰ
τὸν ἔρωτά μου σιγανὰ
σ’ αὐτὴν τὴν αἰωνίαν
τῆς νύχτας ἡσυχίαν.
 
 
ΙΓ’ – ΑΥΓΗ
Ἡλιομηνύτρ’ Αὐγή μου,
τί ἔπαθες, χρυσή μου;
Παράκαιρα τί θέλεις
καὶ λάμπεις κι ἀνατέλλεις;
 
Ὁ κόσμος εἶν’ στὸ στρῶμα,
κι οἱ πετεινοὶ ἀκόμα
δὲν φώναξαν ὣς τώρα
τῆς χαραυγῆς τὴν ὥρα.
 
Τ’ εἶν’ τούτ’ ἡ ἀταξία,
κι ἡ τόση σου ἡ βία;
Μεσάνυχτα τί  ἔχεις;
τί ξύπνησες; ποῦ τρέχεις;
 
Ναί, ναί! ὁ Τιθωνός σου
εἶν’ γέρος, ὁ καλός σου·
γιὰ τοῦτο τὸν ἀφήνεις,
καὶ πᾶς ἀλλοῦ νὰ μείνεις.
 
Ἐγὼ ὅμως κι ἡ γλυκή μου
(ροδόξανθη Αὐγή μου)
νέοι· εἴμεσθε ἀκόμα
καὶ παίζομε στὸ στρῶμα.
 
 
ΙΔ’ – ΣΩΜΑ
Ὁ Πάρης, Ἀφροδίτη,
τὸ κάλλος σου κηρύττει,
ὅποὺ γυμνὸ στὴν Ἴδα
τὸ εἶδε παρ’ ἐλπίδα.
 
Μ’ ἂν ἔβλεπεν ἀκόμα
γυμνὸ ἕν’ ἄλλο σῶμα,
σὲ λίγο, ἀπ’ τὸν φίλο
δὲν ἔπαιρνες τὸ μῆλο.
 
Ποῦ στόμα; πῶς τὰ χείλη;
τί χέρι, ποιό κοντύλι
μπορεῖ ν’ ἀποτολμήσει
νὰ σὲ τὸ ζωγραφίσει;
 
Ἂν θέλεις, ἔλα βράδι,
τὴ νύχτα, στὸ σκοτάδι,
νὰ πιάσω, νὰ τ’ ἀνοίξω,
γυμνὸ νὰ σὲ τὸ δείξω.
 
 
ΙΕ’ – ΑΠΟΘΕΩΣΗ
Ἡ Ἀφροδίτη
σ' εἶδε καὶ φρίττει
καὶ ἀπορεῖ,
πῶς τέτοια κάλλη
νά ‘χει καὶ ἄλλη
ποτὲ μπορεῖ.
 
Καὶ μόνη βλέπει,
ὅτι σὲ πρέπει
ὁ οὐρανός,
διὰ νὰ μείνεις
στὸν τόπο κείνης
Αὐγερινός.
 
Κι ἡ ἴδια μόνη
σ' ἀφιερώνει
καὶ τὸν κεστόν,
καὶ τὸν υἱόν της
τὸν φλογερόν της
δοῦλον πιστόν.
 
Καὶ σὲ προβάλλει
στὰ νέα κάλλη
καὶ παλαιά,
εἰς τὸν αἰώνα
νά ‘σαι κορώνα,
νά ‘σαι Θεά.
 
 
ΙΣΤ’ – ΤΑΞΙΔΕΥΤΡΑ
Ἡ Ἀφροδίτη, θάλασσα,
ἡ γαληνὴ θεά σου,
σὲ παραγγέλνει, πρόσεχε
τ’ ἀπέραντα νερά σου.
 
Χαλίνωνε τὰ κύματα,
τὰ ρεύματα συγκέρνα
καὶ τὴν ὁρμήν τους φρόνιμα,
ὅσο μπορεῖς, κυβέρνα.
 
Καὶ δέξου τὴν ἀγάπη μου
μὲ τὰ λαμπρά της κάλλη,
καὶ πέρασέ την ἥσυχα
μὲ προσοχὴ μεγάλη.
 
Κι ἐσεῖς, καλοί μου δέλφινες
προστάζ’ ἡ Ἀφροδίτη,
νὰ τὴν ξεπροβαδήσετε,
ὡσὰν τὴν Ἀμφιτρίτη.
 
Κι ὕστερ’, ἀφοῦ φθάσετε,
παρακαλῶ, νὰ ζῆτε,
ἀμέσως νὰ γυρίσετε,
νά ‘ρθητε νὰ μὲ πῆτε.
 
 
ΙΖ’ – ΠΟΘΟΣ
Ἂς γένομουν καθρέφτης,
νὰ βλέπεσαι σ’ ἐμένα,
κι ἐγὼ νὰ βλέπω πάντα
τὸ κάλλος σου κι ἐσένα.
 
Ἂς γένομουν χτενάκι,
σιγὰ - σιγὰ ν’ ἀρχίζω
νὰ σχίζω τὰ μαλλιά σου,
νὰ σ’ τὰ συχνοχτενίζω.
 
Ἂς ἤμουν ἀεράκης,
καὶ ὅλος νὰ κινήσω,
στὰ στήθη σου νὰ πέσω,
νὰ σὲ τὰ ἀερίσω.
 
Ἂς ἤμουν, τέλος, ὕπνος,
νὰ ἔρχομαι τὸ βράδι,
νὰ κλείνω τὰ γλυκά σου
ματάκια στὸ σκοτάδι.
 
 
ΙΗ’ – ΠΑΡΑΠΟΝΑ
Σειρήν’, ἀγάπη μου ἐσύ,
ὡς πότε πλέον στὸ νησί,
στὴν θάλασσαν κλεισμένη,
στὸ κῦμα βουτημένη;
 
Δὲν ἐβαρέθης τὲς σπηλιὲς
καὶ τῶν ἀνέμων τὲς φωλιές;
Ὣς  πότε τὰ πελάγη;
(ἡ φλόγα νὰ τὰ φάγει!).
 
Πῶς ἔχει τόσ’ ὑπομονὴ
ἡ ἀηδονίσια σου φωνή,
νὰ τὴν ἀκοῦν μονάχοι
στὰ κύματα οἱ βράχοι;
 
Ἄμποτε νἄρχιζε νοτιά,
μὲ σιγανὴ φυσηματιά,
ταΐσια νὰ φυσήξει
στὴ γῆ μας νὰ σὲ ρίξει.
 
 
ΙΘ’ – ΑΗΔΟΝΙ
Κίν’, ἀηδονάκι μου, γιαλό·
πέταξε πρίμα στὸ καλὸ
καὶ πήγαινε νἀ μ’ εὕρεις
ἐκείνην ὁποὺ ξεύρεις.
 
Κι εἰς ὅποιον τόπον τὴν ἰδεῖς
ἀρχίνα ‘κεῖ νὰ κελαϊδεῖς
μελωδικὰ μὲ χάρη,
νὰ ἔρθει νὰ σὲ πάρει.
 
Ἂν σ’ ἐρωτήσει, τ’ εἶσ’ ἐσὺ
καὶ ποιὸς σὲ στέλν’ εἰς τὸ νησί
εἰπέ· πὼς εἶμαι δῶρο
πουλὶ στεναγμοφόρο,
 
πὼς ὁ ἀφέντης μου ἐδῶ
μὲ στέλνει, νὰ σὲ τραγουδῶ,
τὰ πάθη του νὰ λέγω,
τοὺς πόνους του νὰ κλαίγω.
 
Ὕστερα σκύψε ταπεινὰ
καὶ λάλησέ την σιγανά,
καὶ ὅρκισ’ την στὰ κάλλη,
στὸν κόρφο νὰ σὲ βάλει.
 
Ἂχ, ἀηδονάκι, δὲν βαστῶ
θὰ σὲ τὸ πῶ· εἶσαι πιστό;
ἐπίβουλο μὴ γένεις
στὸν κῆπο ὁποὺ ἐμπαίνεις.
 
Νά, σὲ τὸ λέγω φανερὰ
καὶ σὲ προστάζω αὐστηρά·
νὰ μη, νὰ μὴ τολμήσεις,
τὰ μῆλα νὰ τζιμπήσεις.
 
Ὅτι ἂν ἴσως τὰ γευθῆς,
κόφτω τὴ γλώσσα σου εὐθύς,
σὰν ὁ Τηρεύς! Θυμήσου
καὶ πρόσεχε· κρατήσου!
 
 
Κ’ – ΦΛΟΓΕΡΑ
Φιλέρημη φλουέρα,
νά τοῦτον τὸν ἀέρα
κι ἀρχίνα νὰ φυςᾶς.
Κι ἂν ἴσως καὶ σὲ καίγει,
εἶν’ στεναγμός μου, λέγει
καὶ μὲ τὸν μισᾶς.
 
Ὁδήγησ’ τον νὰ φθάσει
πρὸς τοῦτ’ αὐτοῦ τὰ δάση
στὸ στόμα τῆς Ἠχῶς·
κι ἀπ’ τὴν Ἠχὼ ν’ ἀρχισει,
ἐκεῖ νὰ καταντήσει
ποὺ ξεύρει μοναχός.
 
Εἰπέ τον νὰ προσέχει,
στοὺς βράχους ὅπου τρέχει
νὰ μὴν ἐμποδισθῆ,
μον’ ἴσια νὰ περάσει,
ἀτάραχα νὰ φθάσει,
νὰ κράξει, ν’ ἀκουσθῆ.
 
 
ΚΑ’ – ΠΕΤΕΙΝΟΣ
Ἄχ, ἐχθρὲ παντοτινέ,
νυχτοκράχτη πετεινέ,
τί τὰ τινάζεις τὰ φτερὰ
καὶ φωνάζεις τρομερά;
 
Οὔτε στ’ ὄνειρο, σκληρὲ
καὶ αὐθάδη τολμηρέ,
δὲν μ’ ἀφήνεις νὰ χαρῶ
τὴν ψυχὴν ποὺ λαχταρῶ;
 
Τί ἀσίγητ’ ἀγρυπνᾶς
Τί ἀσίγητ’ ἀγρυπνᾶς,
μὲ αὐτές του τὲς τρανὲς
καὶ παντάγριες φωνές;
 
Ἂν σὲ πιάσω, δυστυχῆ,
μὲς στὰ χέρια μ’ τὸ ταχύ,
θὰ σὲ μάθω νὰ πηδᾶς,
στὴν ἠχὸ ποὺ τραγουδᾶς.
 
 
ΚΒ’ – ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ
Θεά μου Ἀφροδίτη,
ὁ Ἔρωτας μὲ πλήττει,
καὶ εἶμαι ὁ καημένος
καταποκαμωμένος.
 
Δὲν ἔχω ἡσυχία
ποτὲ στιγμὴ καμμία.
Μερόνυχτα τσιρίζει
καὶ μὲ καταζαλίζει.
 
Καὶ νά, σχεδὸν χαράζει,
κι ὁ πετεινὸς φωνάζει,
καὶ πάλι θὰ ξυπνήσει
τὰ κλάματα ν’ ἀρχίσει.
 
Ξουξού! ἀρχεῖο ὀρνίθι,
νὰ σὲ κοποῦν τὰ στήθη!
Ξουξού!, ποὺ νὰ πλαντάξεις,
ὡς πότε θὰ φωνάξεις;
 
Ἀλίμονο, θεά μου,
νὰ πάλε τὰ κακά μου·
ὁ Ἔρωτας ἀρχίζει,
νά, πάλε νὰ τσιρίζει.
 
Μικούτζικο νινί μου
στὴν ἀγκαλιά μου κοίμου.
Κοιμήσου (νὰ μὲ θάψεις!)
κι ἡσύχασε· μὴ κλάψεις.
 
Μὴ δά, μὴ κλαῖς δά· φθάνει!
καὶ κάμε τώρα νάνι.
Νάνι τὸ παλληκάρι
μὲ τὸ χρυσὸ δοξάρι.
 
Ὤχ! Ἔρωτα, δὲν ἠξεύρω
τί ὑπνωτικὸ νὰ σ’ εὕρω,
καὶ πῶς νὰ καταντήσω,
νὰ σὲ ἀποκοιμίσω.
 
 
ΚΓ’ – ΑΓΡΥΠΝΙΑ
Ματάκια μου σβησμένα,
στὰ δάκρυα πνιγμένα,
τὴ νύχτα κἂν σταθῆτε
στιγμὴ ν’ ἀναπαυθῆτε.
 
Κι ἐσεῖς, πικρά μου στήθη,
ἀφήσετε τὰ πλήθη,
τὰ πλήθ τῶν πυκνῶν σας
πυρίνων στεναγμῶν σας.
 
Πουλιὰ εὐτυχισμένα,
ἐσεῖς ἀνταμωμένα
πλαγιάζετε ζευγάρια
στῶν δένδρων τὰ κλωνάρια.
 
Κι ἐγὼ μόν’ ὁ καημένος
κυλιοῦμαι χωρισμένος
μὲς στ’ ἄχαρο κρεβάτι
χωρὶς νὰ κλείσω μάτι!
 
 
ΚΔ’ – ΥΠΝΟΣ
Πολυπόθητη, κερά μου,
τί ξετάζεις τ’ ὄνομά μου;
Ὕπνος εἶμαι ὁ καημένος,
ὕπνος ἄπονα διωγμένος.
 
Δοῦλος δούλευα μὲ ζ[λον
τὸν πιστότατόν σου φίλον,
πλὴν ἀπόψε δὲν μὲ στέργει,
δὲν μὲ δέχεται, μὲ λέγει.
 
Τὰ κακά μου συλλογίσου,
καὶ τὴν τύχη μου λυπήσου,
κι ἄφησέ μ’ ἐδῶ, κερά μου,
ν’ ἀπεράσω τὴ βραδιά μου.
 
Ν’ ἀνέβω μὲ τὰ φτεράκια
στὰ ὡραῖα σου ματάκια,
τὰ ματόφυλλα νὰ κλείσω,
καὶ αὐτοῦ νὰ ξενυχτήσω.
 
Καὶ πωρνὸ νὰ μὲ τὸν γράψεις
καὶ τὴ μοίρα μου νὰ κλάψεις,
νὰ σὲ κάμει, ‘πέ τον, χάρη,
δοῦλον πάλε νὰ μὲ πάρει.
 
 
ΚΕ’ – ΗΛΙΟΣ
Ἥλιε τώρα π’ ἀνατέλλεις
στὸν αἰθέρα φλογερά,
τὴν ἀγάπη μου, ἂν θέλεις,
στάσου, ‘δέ την μιὰ φορά.
 
Δυὸ ἀκτίνες τίναξέ την,
καὶ μ’ ἐκεῖνες σιγανὰ
ἕνας φίλος της, εἰπέ την,
ταπεινὰ τὴν προσκυνᾶ.
 
Φίλος πρὶν εὐτυχισμένος,
τώρα ὅμως μόλις ζεῖ·
καὶ ἂν ζεῖ, ‘ναι νεκρωμένος,
ἐπειδὴ δὲν ζεῖ μαζί.
 
Ὥραν - ὥρα κινδυνεύει
καὶ σχεδὸν ψυχομαχεῖ
καὶ ὁ θάνατος κοντεύει
νὰ τὸν πάρει τὴν ψυχή.
 
Σὰν πεθάνει, νὰ τὸν κλάψει
κι ὑστερνὰ νὰ θυμηθῆ
εἰς τὸν Ἅδη νὰ τὸν γράψει
καὶ νὰ τὸν συλληπηθῆ.
 
Κι ὅταν τύχει καὶ διαβαίνει
ἀπ’ τὸν τάφον τὸν πικρὸν
νὰ σταλάζει, νὰ τὸν ραίνει,
μ’ ἕνα δάκρυ της μικρόν.
 
Τοῦτα, ἥλιε μου, νὰ ζήσεις,
πέρνα τώρα, στὸ καλό,
σιγανὰ νὰ τὰ μηνύσεις,
νὰ τὰ πεῖς, παρακαλῶ.
 
 
ΚΣΤ’ – ΘΡΗΝΟΣ
Στενάξτε, τριαντάφυλλα,
δακρύσατε, μυρσίνες!
Θρηνήστε, κῆποι σύδενδροι,
καὶ κλάψετε, Σειρῆνες.
 
Ἐχάθηκ’ ἡ ἀγάπη μου,
ἐσβήσθηκε τὸ φῶς μου,
ὁ ἥλιος ἐσκοτείνιασε
καὶ μαύρισεν ἐμπρός μου.
 
Μαυροφορέστε νάρκισσοι·
μαυροφορέστε, κρίνοι·
καὶ κάθε ἄνθος δάκρυα
φαρμακωμέν’ ἂς χύνει.
 
Ὁ Θάνατος ὁ ἄγριος,
ποὺ αἵματα βυζαίνει,
ἐθέρισε τὸ ἄνθος μου
μὲ τὸ σκληρὸ δρεπάνι!
 
Ὀρφανεμένε μ’ Ἔρωτα,
ποῦ εἶχες τὸ δοξάρι;
Ποῦ ἦταν οἱ σαΐτες σου,
ποῦ τ’ ἄχαρο κοντάρι;
 
Ἡμέρα τρομερότατη,
ἀπελπισμένη ὥρα!
Ἄχ! εἴδηση φρικτότατη,
ὁποὺ μὲ ἦρθες τώρα!
 
Ἀπέθανες, ἀγάπη μου;
νεκρώθηκαν τὰ κάλλη;
μαράθηκαν τὰ θέλγητρα;
Ζωὴ δὲν μ’ ἔμειν’ ἄλλη!
 
 
ΚΖ’ – ΓΡΑΜΜΑ
Παντάθλιε μου τάφε,
κοντύλι πάρ’ καὶ γράφε·
κι ἐγὼ μελάνι δίνω
τὰ δάκρυα ποὺ χύνω.
 
Καὶ γράψε πρὸς τὸν Ἅδη,
στ’ ἀνήλιο τὸ σκοτάδι,
αὐτὰ ποὺ σ’ ὁρμηνεύω
καὶ σὲ ὑπαγορεύω:
 
Ἄχ, Ἅδη κοσμοφθόρε,
ἀμάλακτ’ αἱμοβόρε,
πολλά  ‘ναι τὰ κακά σου
φρικτὴ ἡ σκληρότητά σου!
 
Μ’ ἐπῆρες τὴν ψυχή μου,
μ’ ἐπῆρες τὴν γλυκή μου,
δὲν ἔπαιρνες ἀκόμα
κι ἐμέν’ αὐτὸ τὸ σῶμα;
 
Ἂν ἔλεος κανένα
σὲ μένει καὶ γιὰ μένα,
παρακαλῶ, λυγίσου,
σπλαχνίσου με, λυπήσου!
 
Τὰ δάκρυα δέξου δῶρα,
καὶ στεῖλ’ ἀμέσως τώρα
τὸν Χάρον νὰ μὲ πάρει·
καὶ σὲ γνωρίζω χάρη.
 
 
ΚΗ’ – ΨΥΧΗ
Στὸν ὕπνον χθὲς τὸ βράδι
ψυχὴν ἀπὸ τὸν Ἅδη,
ψυχὴν ὁπ’ ἀγαποῦσα
μ’ ἐφάνη πὼς φιλοῦσα.
 
Κι αὐτὴ καταθλιμένη
καὶ παραπονεμένη
θωρώντας σιωποῦσε
καὶ μὲ παρατηροῦσε.
 
Καὶ τέλος, σιωπώντας
σκυφτὰ ‘ποχαιρετώντας,
ἐστέναξ’ ἀπ’ τὰ βάθη
καὶ σὰν καπνὸς ἐχάθη.
 
Ψυχὴ καταθλιμένη
καὶ καταστεναγμένη,
Ψυχή μου, τὸ γνωρίζω,
ἐγὼ ὅτι σὲ συγχίζω,
 
γιατὶ ὀργανεμένην
καὶ παραπονεμένην
σὲ ἀφησα στὸν Ἅδη
μονάχην στὸ σκοτάδι.
 
Μὴν ὅμως, μὴ λυπεῖσαι,
μόν’ βέβαιη νὰ εἶσαι
ὅτ’ εἰς ὀλίγην ὥρα
κι ἐγὼ θὰ σ’ ἔρθω τώρα.
 
 
ΚΘ’ – ΦΗΜΗ
Βάσκανη φήμη φθονερή
φιδογλωσσοὺ φαρμακερή,
πικρὴ κακομηνύτρα,
καὶ πάντοτε πλανήτρα,
 
δὲν σὲ χτυποῦσ’ ἡ ἀστραπή,
προτοῦ νὰ φθάσει νὰ μὲ πεῖ
ἡ ἄπονή σου γλώσσα
τὰ τρομερὰ τὰ τόσα;
 
Ζεῖ ἡ ἀγάπη μου!  καὶ ζεῖ
μ’ ὅλα τὰ κάλλη της μαζί·
καὶ πῶς ἐσύ, κακία,
νὰ πεῖς τὰ ἐναντία;
 
Πῶς νὰ προφέρεις σὰν πιστά,
τὰ τόσα λόγια τὰ πλαστά;
Ποιός σ’ εἶπε νὰ τὰ πλάσεις,
νὰ ‘ρθῆς νὰ μὲ γελάσεις;
 
Ἄμποτ’ ἐσὺ ποὺ πηλαλεῖς,
καὶ τέτοιες εἴδησες λαλεῖς,
νὰ γκρεμισθῆς στὸν Ἅδη,
στ’ ἀτέλειωτο σκοτάδι!
 
 
Λ’ – ΑΝΤΑΜΩΣΗ
Ψυχή μ’ ἀγάπη γλυκή,
τί παρουσί’ ἀγγελική!
τί ἔκταση!  τί ὥρα,
ὅπου σὲ βλέπω τώρα,
 
Ποῦ ἔλειπες τόσον καιρόν;
εἰς τί στεριά; εἰς τί νερόν;
εἰς ποιά βουνὰ καὶ δάση
ἡ Μοίρα σ’ εἶχε χάσει;
 
Παρηγοριά μου ἔλα δῶ,
νὰ σ’ ἀγκαλιάσω, νὰ σ’ ἰδῶ
νὰ σὲ καταφιλήσω
τὲς φλόγες μου νὰ σβήσω.
 
Τὸ χείλι σου τὸ δροσερό,
τὸ ἀνθηρό τὸ ροδερό,
τὸ χείλι δός με πρῶτον,
τὸ πλάσμα τῶν ἐρώτων·
 
ποὺ τὴν ψυχήν μου τὴν πλανᾶ
καὶ τὴ μαγεύει σιγανά,
κι ἀπ’ ὅλο τὸ κορμί της
τὴν σέρνει σὰν μαγνήτης.
 
Ἂ φῶς, ἂ βλέμματα, ἂχ ματιές,
ὁποὺ πετᾶτε σὰν φωτιές,
μὴ φεύγετε· σταθῆτε·
τὸ φίλημα δεχθῆτε.
 
Νά, τώρα, ἀγάπη μ’ ἀρχινῶ
καὶ βλέπω ἥλιον φωτεινό,
γιατ’ εἶσ’ ἐσὺ ἐμπρός μου,
ὁ ἥλιος καὶ τὸ φῶς μου.
 
Καὶ ἀπὸ τούτη τὴ στιγμὴ
μὲ παύουν ὅλ’ οἱ στεναγμοί,
μὲ σιωποῦν οἱ θρῆνοι,
χαρά μου κι εὐφροσύνη!
 
 
ΛΑ’ – ΑΠΙΣΤΙΑ
Στὰ πολύπαθά μου στήθη
ἡ ἀγάπη μου ἐχύθη·
καὶ δακρύζοντας πυρὰ
μὲ τὸ χέρι τὰ χτυποῦσε
καὶ ἂν εἶναι, τὰ ρωτοῦσε,
στὴ φιλία καθαρά.
 
Πάρε, λέγω, τὸ μαχαίρι
πάρ’ ἀγάπη μου στὸ χέρι·
καὶ χωρὶς νὰ λυπηθῆς
νὰ τὰ ὅλα, χτύπησέ τα·
ἄνοιξέ τα καὶ ἰδέ τα,
διὰ νὰ βεβαιωθῆς.
 
Τοῦτ’ ἀθῶα τὴν λαλοῦσα
καὶ τὰ χείλη της ρουφοῦσα
τὰ ὡραῖα κι ἀνθηρά.
Κι ἔτρχαν τὰ δάκρυά της
σὰν δροσιά π’ τὰ μάγουλά της
μὲς στὰ χείλη μ’ βροχερά.
 
Μή, καρδιά μου, κλαῖς, τὴ λέγω·
φθάνει· παῦσε τί σὲ φταίγω.
Τί τὰ δάκρυα δηλοῦν,
ὁποὺ στάλα – στάλα τρέχουν
καὶ τὰ μάγουλά σου βρέχουν
καὶ στὰ χείλη μου κυλοῦν;
 
Ὤχ, μὲ λέγει, σιωπήστε·
ὅλ’ οἱ ἀνδρες πλάνοι εἶστε!
Πρῶτα φαίνεσθε πιστοὶ
καὶ στὸ τέλος ἡ φιλία,
ἡ πιστή σας καὶ τιμία,
εἶν’ ὑπόκριση πλαστή!
 
 
ΛΒ’ – ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΙ
Οἱ γυναῖκες πάντα λέγουν
ὅτ’ οἱ ἄνδρες τάχα φταίγουν·
καὶ οἱ ἄνδρες πάλε λέγουν
οἱ γυναῖκες ὅτι φταίγουν.
 
Ποιὸς λοιπὸν αὐτὴν τὴν κρίση
ἠμπορεῖ νὰ μᾶς τὴν λύσει
καὶ νὰ κρίνει τὴν αἰτία
δίχως φιλοπροσωπία;
 
Δὲν εὑρίσκεται κανένας·
ὅτ’ εἶν’ φίλαυτος καθένας.
Κι ὅποιος βέβαια τὴν κρίνει
πρὸς τὸ εἶδος του θὰ κλίνει.
 
Τὸ λοιπόν, καλοὶ ἀνδράδες,
καὶ γυναῖκες φιλενάδες,
ἀπ’ τὴν κρίση ἀφεθῆτε
καὶ μαζὶ συμβιβασθῆτε.
 
Ἂς κουρεύεται ἡ κρίσις·
ὅλοι φταίγομεν ἐπίσης·
κι ἔρθετε ν’ ἀγαπηθοῦμε
καὶ γλυκὰ νὰ φιληθοῦμε.
 
 
ΛΓ’ – ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ
Τρανταφυλλάκι νέο,
λουλούδι μου ὡραῖο,
λουλούδι τῶν Ἐρώτων,
μὲς στ’ ἄνθη τ’ ἄλλα πρῶτον,
 
ὁπόταν ἡ κυρά σου
ἀπ’ τὴν τρανταφυλλιά σου
σὲ κόψει νὰ σὲ βάλει
στολίδι στὸ κεφάλι,
 
ἀκόνισε τ’ ἀγκάθι,
καὶ πλήγωσ’ την, νὰ πάθει
νὰ μάθη νὰ θυμώνει,
πικρὰ νὰ μὲ πληγώνει.
 
Κι ἂν πάλε καὶ θυμώσει
καὶ τύχει σὲ μαλώσει
δευτέρωσε καὶ χτύπα.
Πλὴν μὴν τὴν πεῖς πὼς εἶπα.
 
 
ΛΔ’ – ΜΑΘΗΜΑ
Ἐπίπληττα μιὰ μέρα
μὲ τὰ παράπονά μου
τὸν πάντ’ ἀγαπημένον
καὶ φίλον Ἔρωτά μου.
 
Τὸν ἔλεγα δὲν πρέπει
νὰ εἶν’ πολλὰ σκανιάρης
καὶ πάντοτε θυμώδης.
Καὶ ὕποπτος ζηλιάρης.
 
Μόν’ ὅσο ἠμπορέσει,
μὲ τρόπον νὰ πασχίσει
τὰ ἐλαττώματά του
αὐτὰ νὰ τὰ νικήσει.
 
Κι αὐτὸς χαμογελώντας
μ’ εἶπε στὰ χωρατά του:
Τὸν φίλον σου ἀγάπα
μὲ τὸ ἐλάττωμά του!
 
 
ΛΕ’ – ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ
Χθὲς τὸ βράδι βυθισμένος
εἰς τὸν ὕπνον τὸν γλυκόν,
εἶδα ὅλος τρομαγμένος
ἕνα ὄνειρον κακόν.
 
Εἰς βουνὸν ἐγὼ κι ὁ Ἔρως
κι ἡ ἀγάπη μου μαζὶ
κι ὁ Καιρός, ὁ πάντα γέρος,
ἀνεβαίναμεν πεζοί.
 
Ἡ ἀγάπη σταματοῦσε
εἰς τὸν δρόμον τὸν σκληρὸν
καὶ ὁ Ἔρωτας περνοῦσε
βιαστικὰ μὲ τὸν Καιρόν.
 
Στάσου, λέγω, Ἔρωτά μου·
τόση βία διατί;
Ἡ καλὴ συντρόφισσά μου,
ἡ ἀγάπη, δὲν κρατεῖ.
 
Τότε βλέπω καὶ τινάζουν
καὶ οἱ δυό τους τὰ φτερὰ
καὶ τὸν δρόμον τους ἀλλάζουν
καὶ πετοῦν στ’ ἀριστερά.
 
Ἀπελπίζομαι, τρομάζω,
τὸ κατόπι πηλαλῶ:
Ποῦ, ὦ Ἔρωτα, φωνάζω,
ποῦ πετᾶς, παρακαλῶ;
 
Τότ’ ὁ ἄστατος γυρίζει
καὶ μὲ λέγει τὸ παρόν:
«Φίλ’ ὁ Ἔρωτας συνηθίζει
νὰ πετάει μὲ τὸν καιρόν»!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου