Σελίδες

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Τὸ κορίτσι τῶν δεκατριῶν χρονῶν

Σβέλτη, γοργὴ καὶ γλιστερὴ σὰ φίδι, ὅλη τὴν ὥρα
ποῦ νὰ τὴν πιάσω τέντωνα τὰ χέρια, ξεγλιστροῦσε
καί, πάντα προκαλώντας με κι ὅλο ξεφεύγοντάς μου,
εὐτυχισμένη, - ὁλόκαρδα καὶ εἰρωνικὰ ἐγελοῦσε.

Μ᾿ ἀπάνω στὸ κυνηγητὸ κι ἀπάνω στὸ παιγνίδι,
κάθε ποὺ σμίγαν τὰ κορμιὰ καὶ κόλλαγαν στὴν πάλη,
ἐκείνη πιὰ δὲν γέλαγεν ἀθῴα σὰν καὶ πρῶτα
κι ἐμένα ὡς κῦμα ἀνέβαινε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι.

Καί, μιὰ στιγμή, ποὺ ἅρπαξα τὴ μέση της καὶ μ᾿ ἄγρια
ἐπιθυμία τὴν κράτησα μέσα στὴ ἀγκαλιά μου,
σκλαβώνοντας τὰ πόδια της μέσα στὰ γονατά μου,

Τὴν εἶδα ποὺ ἀφέθηκε γλυκὰ στὸ σφιξιμό μου,
ἐνῷ τὰ μάτια ἐγλάρωναν καὶ τρέμανε τὰ χείλη:
κι ἔνοιωσα ὅτι μέσα της ἐξύπνησε τὸ θῆλυ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου