Δυὸ γλυκὰ ματάκια, μάτια ζαφειρένια,
μ᾿ ἄνοιξαν πληγή·
κι᾿ ἀγρυπνῶ ἀπ᾿ τὸν πόνο κι ἀγρυπνῶ ἀπ᾿ τὴν ἔννοια
κι᾿ ἀπ᾿ τὴ συλλογή.
Τῆς νυχτὸς ἡ πάχνη χάνεται κι᾿ ἐκείνη
ὅμοια μὲ καπνό·
ἡ αὐγὴ προβάλλει, τὸ φεγγάρι σβήνει,
κι᾿ ὅμως ἀγρυπνῶ.
Ἀγρυπνῶ τὴν ὥρα ποὺ κρυφοφιλιοῦνται
τ᾿ ἄστρα ζηλευτά,
ἀγρυπνῶ τὴν ὥρα ποὺ γλυκοκοιμοῦνται
τὰ ματάκια αὐτά.
Τίνος εἶν᾿ τὰ μάτια; Μὴ ρωτᾷς ἐμένα,
κόρη εὐγενική·
σῦρε στὸν καθρέπτη καὶ ζωγραφισμένα
θὰ τὰ δῇς ἐκεῖ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου