Βλέπω στ᾿ ἀντικρινό μου παραθύρι
ὅσες φορὲς τὸ μάτι μου στραφεῖ
μιὰ γλάστρα στὸ πλατύ του ἀκουμπιστήρι
κι ἕνα κλουβὶ ψηλὰ στὴν κορυφή.
Στὴ γλάστρα ἀνθοβολοῦν χιονάτοι κρίνοι
κι ἀργοσαλεύουν φύλλα σπαθωτὰ
καὶ στὸ κλουβὶ κλεισμένο καναρίνι
γλυκολαλεῖ κι ἀνήσυχο πετᾷ.
Βλέπω τὸ καναρίνι καὶ τοὺς κρίνους
κι ἄθελα νιώθω λύπη στὴν καρδιά.
Παίρνω τὰ κελαδήματα γιὰ θρήνους,
παίρνω γιὰ στεναγμοὺς τὴν εὐωδιά.
Φαντάζομαι στοὺς κήπους τ᾿ ἄνθη τ᾿ ἄλλα
ἐλεύθερα ν᾿ ἀνθίζουν, νὰ μαδοῦν,
τ᾿ ἄλλα πουλιὰ στὰ δένδρα τὰ μεγάλα
ἀσκλάβωτα, τρελὰ νὰ κελαδοῦν.
Φαντάζομαι καὶ θλίβομαι κι ἀκόμα
νοιώθω, πῶς εἶν᾿ ἀπάνθρωπη σκλαβιὰ
γιὰ τ᾿ ἄνθη οἱ γλάστρες μὲ τὸ λίγο χῶμα,
γιὰ τὰ πουλιὰ τὰ ὁλόκλειστα κλουβιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου