Σελίδες

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω

Περνούν τα χρόνια,
θα γίνω δεκαεπτά.
Πού θα δουλέψω τότε,
με τι θα ασχοληθώ;
Χρειαζούμενοι τεχνίτες-
είναι οι μαραγκοί και οι ξυλουργοί!
Για να φτιάξεις έπιπλα χρειάζεται σοφία:
στην αρχή
παίρνουμε τη ξυλεία
και φτιάχνουμε σανίδες
μακριές και επίπεδες.
Απλώνουμε τις σανίδες αυτές
στον πάγκο.
Από τη δουλειά
του πριονιού
φεύγει η ασπράδα.
Από το πριόνισμα
πετάγονται σκλήθρες.
Το ροκάνι
στα χέρια
δουλειά διαφορετική:
ρόζους, ουρίτσες,
με το ροκάνι τρώμε.
Τα ροκανίδια τα καλά-
κίτρινα παιχνίδια.
Κι αν
σας χρειάζεται μια σφαίρα,
πολύ στρογγυλή,
στο τόρνο
θα τη στρογγυλέψουμε.
Σιγά – σιγά θα φτιάχνουμε
πότε ένα κιβώτιο
πότε ένα ποδαράκι.
Δείτε πόσες φτιάξαμε
καρέκλες και τραπεζάκια!


Καλά περνάει ο ξυλουργός,
καλύτερα –
ο μηχανικός,
σπίτι θα πιανα να χτίσω,
αν με δίδασκε κανείς.
Στην αρχή
θα σχεδίαζα
το σπίτι
που θα ήθελα.
Το πιο σημαντικό,
θα ‘ταν να σχεδιάσω
ένα κτίριο
όμορφο
θαρρείς και είναι ζωντανό.
Αυτό που θαναι
μπροστά
πρόσοψη ονομάζεται.
Αυτό
που καθένας θα καταλαβαίνει τι ‘ναι-
είναι το μπάνιο,
είναι ο κήπος.
Το σχέδιο είναι έτοιμο,
και γύρω
εκατό δουλειές
για χίλια χέρια. 
Στήνονται οι σκαλωσιές
που στα ουράνια φτάνουν.
Όπου υπάρχει πολλή δουλειά
εκεί
μπαίνει η λοποτιά·
σηκώνει τα δοκάρια
σα να ‘ναι ξυλαράκια.
Μεταφέρει τούβλα,
στο φούρνο ψημένα.
Κάτω από τη στέγη βάλανε τσίγκο.
Έτοιμο το σπίτι,
            έχει και σκεπή.
Καλό σπίτι,
            μεγαλούτσικο σπίτι
στις τέσσερις πλευρές του,
θα ζήσουν μέσα τα παιδιά
άνετα και ευρύχωρα.


Καλά περνάει ο μηχανικός
καλύτερα όμως 
            ο γιατρός,
τα παιδιά θα έκανα καλά,
αν με σπούδαζαν καλά.
Τον Πετράκη θα επισκεφτώ
και την Πόλα θα επισκεφτώ!
Γεια σας παιδιά!
Ποιος είναι άρρωστος;
Πώς περνάτε,
πως είναι η κοιλίτσα;
Μέσα απ’ τα ματογυάλια
θα κοιτάξω
την άκρη της γλωσσούλας.
- Βάλτε αυτό το θερμόμετρο
στη μασχάλη σας, παιδάκια. –
Και θα βάζουν χαρούμενα τα παιδάκια
το θερμόμετρο στη μασχάλη του.
- Θα ας έκανε
πολύ καλό
Αα πίνατε ένα χάπι
και μια κουταλίτσα
καταπότι.
Καλό θα ήταν να ξαπλώσετε,
λίγο να κοιμηθείτε –
κομπρέσα στο στομαχάκι σας
να βάλετε
και τότε
μέχρι το γάμο
όλα, φυσικά, θα περάσουν.


Καλά περνάνε οι γιατροί,
καλύτερα –
οι εργάτες,
θα γινόμουνα εργάτης
αν μου μάθαιναν το πώς.
Σήκω!
            Τράβα!
                        Η σειρήνα σε καλεί,
Θα ‘ρθουμε στο εργοστάσιο κι εμείς.
Λαός πολύς μαζεύτηκε
χιλιάδες διακόσιες.
Αυτό που ένας δε μπορεί
όλοι μαζί θα κάμουμε,
μπορεί
τ’ ατσάλι
με ψαλίδι να κόψουμε,
με γερανό ψηλό
βάρη να μεταφέρουμε·
τ’ ατμοκίνητο δρεπάνι
βάρη και γραμμές απλώνει.
Το καλάι λιώνουμε,
μηχανές επιδιορθώνουμε.
Η δουλειά του καθενός
χρειάζεται το ίδιο.
Εγώ φτιάχνω παξιμάδια
κι εσύ
βίδες
για τα παξιμάδια.
Κι όλοι μαζί
δουλεύουμε
στο εργοτάξιο συναρμολόγησης.
Βίδες,
μπείτε
στις ίσιες τρύπες,
ενώστε
τα τεράστια
εξαρτήματα.
Εκεί –
ο καπνός,
Εδώ –
η βουή.
Βρον-
τά
το κτίριο
όλο.
Και να
που το ατμόπλοιο προβάλει,
που εσάς
κι εμάς
και θα μας μεταφέρει
και θα μας ταξιδεύει.


Στο εργοστάσιο είναι καλά,
μα στο τραμ-
καλύτερα ,
εισπράκτορας θα γινούμουν
αν μου μάθαιναν το πώς.
Οι εισπράκτορες
ταξιδεύουν πάντα.
Με μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα,
πάντα,
κάθε μέρα
μπορούν με το τραμ να κυκλοφορούν.
- Εμπρός, μεγάλοι και παιδιά
αγοράστε εισιτήριο,
διάφορα είναι τα εισιτήρια,
πάρτε όποια θέλετε –
πράσινα,
κόκκινα
και γαλάζια. –
Ταξιδεύεις πάνω στις γραμμές.
Φτάνεις στο τέρμα,
και πας στο δάσος
να κάτσεις
να ζεσταθείς.

Εισπράκτορας είναι καλά,
μα οδηγός –
καλύτερα,
θα γινόμουν οδηγός
αν μου έδειχναν το πώς.
Ξεφυσά το γρήγορο αυτοκίνητο,
Πετάει, γλιστρώντας,
Είμαι καλός οδηγός εγώ –
Αδύνατον να με συγκρατήσεις.
Μόνο πείτε μου,
που θέλετε να πάτε –
χωρίς γραμμές
τους ένοικους
στο σπίτι τους θα πάω.
Πηγαί-
νουμε,
κορνά-
ρουμε:
«Μεριά-
στε,
Φύγε-
τε


Οδηγός είναι καλά
μα πιλότος –
καλύτερα,
πιλότος θα γινόμουν
αν μου ‘δειχναν πως.
Με βενζίνη το ντεπόζιτο γεμίζω
και την έλικα γυρίζω.
«Στους ουρανούς, κινητήρα πάρε με,
ν’ ακούσω τα πουλιά που τραγουδάνε».
Μη φοβάσαι,
0ύτε τη βροχή,
ούτε το χαλάζι.

Πετάω πάνω από ένα σημαδάκι,
Σημαδάκι – ιπτάμενο.
Με τα’ ατμού το γλάρο το λευκό,
στης θάλασσα τα πέρατα πέταξα.
Χωρίς λόγια
Πάνω απ’ τα βουνά πετάω.
«Πέτα, κινητήρα,
να μας πας
μέχρι τ’ αστέρια,
και μέχρι το φεγγάρι,
αν και το φεγγάρι
και τα περισσότερα αστέρια
είναι πολύ μακριά».


Ο πιλότος είναι καλά
μα ο ναύτης –
καλύτερα.
Ναύτης θα γινόμουν,
Αν μου ‘δειχναν πως.
Θα ‘χα κορδέλα
στο κασκέτο,
και στη μπλούζα
άγκυρα.
Τούτο το καλοκαίρι θα ταξίδευα
Ωκεανούς κατακτώντας.
Μάταια, κύματα, κουνιέστε –
το θαλασσινό δρομάκι
στα κατάρτια και τα ιστία
κουνιέμαι σα γάτα.
παραδόσου, άνεμε που στροβιλιζεσαι,
παραδόσου, θύελλα καταραμένη,
θα ανακαλύψω
τον πόλο
το Νότιο –
και το Βόρειο –
μάλλον.


Αφού το βιβλίο πετάξεις
κρέμασε στ’ αυτιά σου –
όλες και καλές δουλειές,
και διάλεξε
όποια σου αρέσει!

Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης (C)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου