Σελίδες

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Ἕνας χαμένος κύκλος

Καὶ ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο, καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν
Τὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιον

1
μὲς στὴ βαθιά τη νύχτα – πᾶνε χρόνια,
στοῦ Ἀγνώστου τὴν ἀθώρητη κορφὴ
πιὸ πέρα κι ἀπ᾿ τοὺς δρόμους τῆς Χιμαίρας
ὑπῆρχε ἀπὸ καιρό, δὲν ξέρω, τί
- κάτι δειλό, κι ἀλλόκοτο, καὶ μόνο,
ποὺ γύριζε, καὶ γύρευε μορφή.

Νὰ γίνει, ἀπ᾿ ὅλα γύρω του, τὸ πρῶτο,
Θὲ νά ῾ταν ἀπ᾿ τὴν μοῖρα του γραφτὸ·
Μπορεῖ κανένα πλάσμα, ἴσαμε τώρα,
Νὰ μὴν εἶχε φανεῖ καθὼς αὐτό·
Μπορεῖ καὶ νὰ ἦταν κάποια Παρουσία
Κάποιο λυσίπονο τελειωτικό...

Καὶ νὰ πού, μὲ καιρό, καθὼς γυρνοῦσε,
Ζητώντας, μέσ᾿ ἀπ᾿ ἄστρα νὰ φανεῖ,
Κατόρθωσε καὶ πρόβαλε, ἐπιτέλους
Ἕνα φτωχὸ λουλούδι, ἕνα πρωί...
Τρίλλιζαν, κελαηδοῦσαν τὰ πουλάκια,
Χαρὰ θεοῦ, γελοῦσαν οἱ οὐρανοί!

Βγῆκε σὲ μία πλαγιά, - τ᾿ ἦταν δὲν ξέρω,
Καὶ μήτε καὶ μπορῶ νὰ πῶ τὸ ποῦ:
Φτωχὸ λουλούδι, κἂν ἁπλὸ χορτάρι
Τοῦ κάμπου τῶν ἀγρῶν ἢ τοῦ γιαλοῦ,
- κι ἂν ἄνοιξε στὰ μέρη τὰ δικά μας
ἢ μὴν αὐτὸ συνέβη ἀλλοῦ...

τὸ μεσημέρι φάνταζε Σὰ φλόγα,
καὶ γιόμιζε τὸ μέρος εὐωδιά·
μιὰ μικρὴ μέλισσα ᾖρθε, πρὸς τὸ βράδυ,
στὰ πέταλά του τὰ χιμαιρικά,
κι ἔγινε τὸ καλύτερο τὸ μέλι,
σ᾿ ὅλο τὸν τόπο ἐκείνη τὴ χρονιά...

μεγάλωσε, ἔτσι, ἀμέριμνα, ὡς τὸ βράδυ·
μὰ πρὶν τὸ βράδυ πέσει στὸ βουνό,
περνοῦσ᾿ ἕνας βοσκὸς μὲ τὸ κοπάδι,
ποὺ ἀργὰ τραβοῦσε κατὰ τὸ χωριὸ·
τό ῾κοψε, καὶ τὸ πέταξε πιὸ πέρα·
πρὶν νὰ προβάλουν τ᾿ ἄστρα, ἦταν νεκρό...

2
Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ᾖρθε στὴ γῆ μας,
ἦταν ἕνα γατάκι γαλανὸ·
γεννήθηκε μία νύχτα τοῦ Φλεβάρη,
λαμπρὸ φεγγάρι ἦταν στὸν οὐρανὸ·
κι αὐτὸ ἔγινε, δὲν ξέρω σὲ ποιὸν τόπο,
σ᾿ ἕνα μικρὸ σπιτάκι σκοτεινό.

Σ᾿ αὐτὸ καθόταν μοναχὰ μιὰ γριούλα·
Μιὰ γριούλα μὲ τὰ πέντε της παιδιά·
Τὰ δυὸ μεγάλα λείπανε στὰ ξένα,
Χωρὶς ἐλπίδα νὰ γυρίσουν πιά·
Μονάχα τὰ κορίτσια ἦταν κοντά της,
Κι ὁ πιὸ μικρὸς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιά.

Λίγο ἔλειψε κι αὐτὸ νὰ πάει μὲ τ᾿ ἄλλα:
Μὰ ἐπειδὴς ἦταν ἄσπρο, παχουλό,
Τὸ γλύτωσεν ἀποβραδὶς ἡ Ἀννούλα,
Καὶ τό ῾βανε κρυφὰ στὸ πλυσταριὸ·
Καὶ ἀργότερα τοῦ πέρασε, γιὰ χάζι,
Μιὰ κορδελίστα γύρω στὸ λαιμό.

Ποιὸς νά ῾λεγε σ᾿ ἐκείνους τοὺς καημένους,
Ποὺ ζοῦσαν πάντα τόσο ταπεινοί,
Πῶς ἔλαχε σ᾿ αὐτοὺς ὁ κλῆρος, τώρα,
Ν᾿ ἀκούσουν τὴ μεγάλη τη Φωνή.
- νὰ ἰδοῦν τὸ Κάτι ἐκεῖνο, ποὺ εἶχε κάνει,
δὲν ξέρω πόσους αἰῶνες νὰ φανεῖ!

Τώρα ἦταν ἕνα σύχαρο γατάκι,
Παράξενα θλιμμένο καὶ γλυκό·
Τὰ μάτια του κοιτοῦσαν ὦρες- ὧρες,
Μ᾿ ἕνα μυστήριο τόσο ἀγγελικό,
Ποὺ μόνο αὐτὸ θ᾿ ἀρκοῦσε, μιὰ γιὰ πάντα,
Νὰ διώξει ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὸ κακό...

Τότε ἔπεσε πολλὴ χαρὰ στὸ σπίτι:
Γύρισε ὁ πρῶτος γιός, ὁ ναυτικός,
Μὲ τὸ πουγγὶ γιομάτο, ἀπὸ τὰ ξένα·
Σὲ λίγο ᾖρθε καὶ ὁ δεύτερος ὁ γιός·
Κι ἡ Ἀννούλα πῆρε κάποιο παλικάρι,
Κι ἔπαψε ἡ γρίνια πιὰ καὶ ὁ τσακωμός...

Ἡ δεύτερη διορίστηκε δασκάλα,
Σ᾿ ἕνα χωριὸ γειτονικό, σιμά·
Κι ὁ μικρούλης, ἀκόμα ὁ πιὸ τεμπέλης,
Δούλευε τώρα, κι ἔβγαζε ἀρκετά.
Στὰ τελευταῖα, κι ἡ μάνα μία αὐγούλα,
Κοιμήθηκε, κι αὐτὴ παντοτινά...

Καὶ τὸ γατάκι ξάπλωνε στὸν ἥλιο,
Κι ὅλα βαδίζαν, ὅλα, μιὰ χαρά!
Μὰ νά ποὺ ἕνα βραδάκι τοῦ χειμῶνα,
Τὸ βρῆκε πάλι κάποια συφορά:
Μιὰ ρόδα, ξαφνικὰ τὸ πῆρε σβάρνα,
Καὶ τοῦ ῾σπασε καὶ τὰ δυό του τὰ πλευρά...

Στὸ δρόμο, χάμου, ἀπόμεινε πεσμένο,
Καλώντας, λές, κι ἐγὼ δὲν ξέρω τί,
Μὲ τὴν ἀπελπισμένη του φωνούλα,
Θλιμμένη τόσο, καὶ σπαραχτική!
Μ᾿ ἂν ἔτυχε καὶ κάποιοι νὰ περάσουν,
Ἦταν ἀδιάφοροι καὶ βιαστικοί...

Στὶς πέντε, πρὸς τὸ βράδυ, ξεψυχοῦσε·
Τριγύρω του ἁπλωνόταν ἐρημιά·
Κανένας, τώρα, νὰ τὸ συμπονέσει,
Μήτε καμιὰν ἐλπίδα πουθενά...
Πύκνωσε τὸ σκοτάδι, βγῆκαν τ᾿ ἄστρα,
Κι ἀρχίνησε νὰ βρέχει σιγανά.

Στὶς ἕντεκα, τὴ νύχτα ζοῦσε ἀκόμα·
Μὰ τώρα πιὰ ἡ φωνή του ἦταν φριχτή,
Θαρρεῖς ἕνα τραγούδι τοῦ Ὑπερπέραν,
- κάτι ποὺ δὲν λεγόταν πιὰ φωνή!
Σχεδὸν ὡς τὰ μεσάνυχτα ἀκουγόταν,
Ὥσπου, στὸ τέλος, ἔπαψε κι αὐτή...

3
δοκίμασε ἄλλη μιὰ φορᾷ γιὰ νά ῾ρθει
- κι ἔγινε ἕνα παιδάκι τρυφερό·
στὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε, εἶχε πέσει
κακὸ μεγάλο, ἐκεῖνο τὸν καιρό:
μίση, κακίες, καυγάδες δίχως τέλος,
τὸ τί γινόταν ἦταν φοβερό!

Σὰν ἔκλεισε τὰ πέντε του τὰ χρόνια,
Καὶ πῆγε στὸ σκολεῖο τῆς γειτονιᾶς,
Βασίλεψε παντοῦ μιὰ τέτοια εἰρήνη,
Ποὺ κλέφτης δὲν ὑπῆρχε οὔτε φονιάς!
Τώρα, ὅλες οἱ γωνιὲς κι ὅλες οἱ στράτες
Ἦταν γιομάτες ἄνθη λεμονιᾶς...

Κάθε φορὰ ποὺ πήγαινε στὴν τάξη
Μὲ τὴν μικρή του ζώνη, τὴ λευκὴ
Στὸ δρόμο, ὅσοι περνούσανε σιμά του,
Γυρνοῦσαν τὸ κεφάλι ἐκστατικοὶ
Καὶ γητεμένοι κι ὀνειροπαρμένοι
Τ᾿ ἀκολουθοῦσαν μυστικὰ ὡς ἐκεῖ!

Κι ὅσο γιὰ τὰ μεγάλα του τὰ μάτια,
Τ᾿ ἀλλόκοτα, γλυκὰ καὶ τρυφερὰ
Σκορποῦσαν τόσο φῶς ὁλόγυρά του
Κι ἤτανε τώρα τόσο φλογερὰ
- ποὺ μόνο αὐτὰ ἀρκοῦσαν, ἐδῶ κάτου
νὰ φέρουν τὴν στοργὴ καὶ τὴν χαρά...

Μὰ μ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν γλύτωσε καὶ πάλι:
Κάποιο μουντὸ βραδάκι θλιβερό,
Τὴν ὥρα ποὺ ἀρχινοῦσε τὸ σκοτάδι
Καθὼς γυρνοῦσε μόνο ἀπ᾿ τὸ σκολειὸ
Σὲ μιὰ γωνιὰ περνοῦσε κάποιο τρένο:
Τὸ πρόλαβε, - καὶ τό ῾κοψε στὰ δυό...

4
κι ἔτσι, ἀφοῦ τρεῖς φορές, μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ Νύχτα
μὲ τρεῖς μορφὲς δοκίμασε νὰ ῾ρθεῖ
κατάλαβε πὼς ἄδικα ζητοῦσε
νὰ δεῖ, σ᾿ αὐτὴ τὴν πλάση, προκοπὴ
γι᾿ αὐτό, κι ἐκεῖνο, γύρισε γιὰ πάντα
καὶ χάθηκε, ξανὰ μὲς στὴν Σιωπή.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ
Εἶπα πιὸ πάνω: γύρισε γιὰ πάντα
Καὶ χάθηκε, ξανὰ μὲς στὴν Σιωπὴ
- κι ὁ μῦθος, μιὰ κι Ἐκεῖνο ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ
σὲ αὐτὴ τὴν φράση πρέπει νὰ κοπεῖ.
Μὰ τί σημαίνει αὐτὸ τὸ «ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ»
Ποιὸς θά ῾ταν ἱκανὸς νὰ μᾶς τὸ πεῖ;...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου