Τ᾿ ὄνειρό μου πιὰ δὲν εἶναι νὰ χαρῶ, μήτε νὰ ζήσω,
μὰ νὰ πῶ μιὰ λέξη μόνο, σὰ μιὰ φλόγα καὶ νὰ σβήσω.
Κι ἂν ἀκόμα ζῶ τοῦ κάκου καὶ γυρνῶ στὴν ἐπάνω,
μόνον ἕνα πιὰ μοῦ μένει: νὰ τὴ πῶ καὶ νὰ πεθάνω...
Κι ὅμως κἂν αὐτὴ ἡ λέξη δὲ μοῦ δόθηκεν ἀκόμα
νὰ τὴ πῶ καὶ μοῦ παιδεύει τὴ ψυχή μου καὶ τὸ στόμα.
Μήτε κἂν αὐτὴ τὴ λέξη, τὴν ἀπέραντα θλιμμένη,
μήτε τρόπος νὰ τὴ μάθω, μήτε χρόνος δὲ μοῦ μένει.
Κι ἀφοῦ τ᾿ ἄχαρά μου χείλη δὲ τὴ πρόφεραν ἀκόμα,
θὰ τὴ πάρω καὶ σὰ ξένοι θὰ χαθοῦμε μέσ᾿ στὸ χῶμα...
ΙΙ
Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ κι ἦσαν ὅλοι γύρω μόνοι
κι ὅλοι ξένοι, τραγουδᾶμε, μέσ᾿ στὴ νύχτα ποὺ σιμώνει.
Κι ὅσο ζῶ κι ὅσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, ἀλίμονό μου,
τὸ βαθὺ καὶ τὸ μεγάλο κι ἀπροσμέτρητο κενό μου!
Τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρωμοῦ μου καὶ γιὰ μόνη συντροφιά μου,
μόλις ἔνιωσα τὰ χέρια ποὺ καρφῶσαν τὰ καρφιά μου...
Μόνος ᾖρθα κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα γιὰ λίγο,
μόνος ἔζησα τοῦ κάκου κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω.
Τ᾿ εἶναι τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους, ὁ χαμὸς ἑνὸς ἀτόμου;
Κι ὅπως ᾖρθα καὶ θὰ φύγω, μόνος μέσ᾿ στὸ θάνατό μου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου