Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερ’ άγγελοι, αρχάγγελοι, όλοι μαυροφορούνε,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα πάνε κι’ έρχονται στης Παναγιάς την πόρτα .
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν στο θρονί της,
την προσευχή της έκανε για το μονογενή της .
Ακούει βροντές, ακούει αστραπές και ταραχές μεγάλες,
προβάλλει, από τη θύρα της να δη στη γειτονιά της .
Βλέπει τον ουρανό θαμπό και τ’ άστρα βουρκωμένα
ακούει φωνή, ακούει λαλιά απ’ αρχαγγέλου στόμα:
«Σώσε, κερά μου Παναγιά, τούτηνε δα την ώρα
και τον Υγιό τον επιάσανε και στο σταυρό τον πάνε . »
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, έπεσε και λιγώθη,
και, σαν την συνεφέρανε, τούτο το λόγο λέει:
«Όσοι πονάτε το Χριστό, όλοι κοντά μου ελάτε . »
Η Μάρθα , η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάννα,
του Ιακώβ η αδελφή, κ’ οι τέσσερες αντάμα,
επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι .
Τηράν ζερβά, τηράν δεξιά, κανένα δε γνωρίζουν,
τηρούν και πιο δεξιώτερα, θωρούν τον Άϊ-Γιάννη .
«Άϊ μου Γιάννη, Πρόδρομε και βαπριστή του γιού μου,
μην είδες μου το τέκνο μου και σε το δάσκαλό σου;»
«Ποιος έχει χείλη να στο πη, καρδιά να μολογήση,
ποιος έχει χειροπάλαμα για να σου τονε δείξη»;
«Έχεις και χείλη να το πης, καρδιά να μολογήσης,
έχεις και χειροπάλαμα, για να μου τόνε δείξης . »
«Θωρείς εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου κ’ εμέ διδάσκαλός μου . »
Η Παναγιά, σαν τάκουσε, τούτον τον λόγο λέει:
«Πού ‘ναι γκρεμνός να γκρεμιστώ, γιαλός να πάω να πέσω;»
Κανένας δεν της μίλησε να την παρηγορήση·
μον’ ο Χριστός της μίλησε απ’ τον σταυρόν επάνω:
«Κάμε, μαννούλα, υπομονή και διάφορο δεν έχεις .
Στρώσε τραπέζι θλιβερά να φάνε οι θλιμμένοι
και, το μεγάλο Σάββατο, καθού να μ’ απαντέχης .
Την Κυριακίτσα το πουρνό θα πουν Χριστός Ανέστη,»
σήμερ’ άγγελοι, αρχάγγελοι, όλοι μαυροφορούνε,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα πάνε κι’ έρχονται στης Παναγιάς την πόρτα .
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν στο θρονί της,
την προσευχή της έκανε για το μονογενή της .
Ακούει βροντές, ακούει αστραπές και ταραχές μεγάλες,
προβάλλει, από τη θύρα της να δη στη γειτονιά της .
Βλέπει τον ουρανό θαμπό και τ’ άστρα βουρκωμένα
ακούει φωνή, ακούει λαλιά απ’ αρχαγγέλου στόμα:
«Σώσε, κερά μου Παναγιά, τούτηνε δα την ώρα
και τον Υγιό τον επιάσανε και στο σταυρό τον πάνε . »
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, έπεσε και λιγώθη,
και, σαν την συνεφέρανε, τούτο το λόγο λέει:
«Όσοι πονάτε το Χριστό, όλοι κοντά μου ελάτε . »
Η Μάρθα , η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάννα,
του Ιακώβ η αδελφή, κ’ οι τέσσερες αντάμα,
επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι .
Τηράν ζερβά, τηράν δεξιά, κανένα δε γνωρίζουν,
τηρούν και πιο δεξιώτερα, θωρούν τον Άϊ-Γιάννη .
«Άϊ μου Γιάννη, Πρόδρομε και βαπριστή του γιού μου,
μην είδες μου το τέκνο μου και σε το δάσκαλό σου;»
«Ποιος έχει χείλη να στο πη, καρδιά να μολογήση,
ποιος έχει χειροπάλαμα για να σου τονε δείξη»;
«Έχεις και χείλη να το πης, καρδιά να μολογήσης,
έχεις και χειροπάλαμα, για να μου τόνε δείξης . »
«Θωρείς εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου κ’ εμέ διδάσκαλός μου . »
Η Παναγιά, σαν τάκουσε, τούτον τον λόγο λέει:
«Πού ‘ναι γκρεμνός να γκρεμιστώ, γιαλός να πάω να πέσω;»
Κανένας δεν της μίλησε να την παρηγορήση·
μον’ ο Χριστός της μίλησε απ’ τον σταυρόν επάνω:
«Κάμε, μαννούλα, υπομονή και διάφορο δεν έχεις .
Στρώσε τραπέζι θλιβερά να φάνε οι θλιμμένοι
και, το μεγάλο Σάββατο, καθού να μ’ απαντέχης .
Την Κυριακίτσα το πουρνό θα πουν Χριστός Ανέστη,»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου