Ζῶ στὴ φεγγοβολὴ
ποὺ προχωράει
ὁλόγιομα τὰ χέρια μου
μὲ πόθους
κι ὁ κόσμος εἶναι ὄμορφος πολὺ
μοσκοβολάει.
Τὰ μάτια μου λιμπίστηκαν
τὰ δέντρα
τὰ δέντρα ποὺ γιόμισαν ἐλπίδες
καὶ ντύθηκαν τὴ πράσινη στολὴ
τὸ λιόχαρο δρομάκι προχωράει
σ᾿ ὁλόδροσο χαλὶ
κι ἀπ᾿ τὸ φεγγίτη μὲ καλεῖ
στὶς πράσινες νησίδες.
Κι οὔτε μυρίζομαι τὰ φάρμακα
τ᾿ ἀναρρωτήριο πιὰ δὲ βρωμάει
-θ᾿ ἀνοίξουν τὰ γαρούφαλα
ἡ ὥρα ἡ καλή-
Τί τάχα ἂν εἶσαι φυλακή;
Νὰ μὴ λυγᾶς!
αὐτὸ εἶν᾿ ὅλο.
Δὲν εἶναι ἄλλη συμβουλή.
1948
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου