Δὲ μᾶς ἀφήνουν Ῥόμπσον νὰ τραγουδᾶμε
δὲ μᾶς ἀφήνουν καναρίνι
πού ῾χεις φτερὰ ἀητοῦ
μαῦρε ἀδερφέ μου
δόντια ποὺ ἔχεις
μαργαριτάρια
δὲ μᾶς ἀφήνουν νὰ ψηλώσουμε φωνή.
Φοβοῦνται Ῥόμπσον
φοβοῦνται τὴν αὐγή,
ν᾿ ἀκούσουνε φοβοῦνται
καὶ ν᾿ ἀγγίσουν
φοβοῦνται ν᾿ ἀγαπήσουν
φοβοῦνται ν᾿ ἀγαπήσουνε σὰν τὸν Φερχὰτ
(Ἀλήθεια θὰ ῾χετε κι ἐσεῖς ἕναν Φερχὰτ
οἱ νέγροι πῶς νὰ τόνε λένε Ῥόμπσον;)
Φοβοῦνται τὰ γεννήματα
τὴ γῆς
τὸ γάργαρο νερὸ φοβοῦνται τῆς πηγῆς
φοβοῦνται
νὰ θυμοῦνται
καὶ τὶς χαρές τους
τὸ χέρι ἑνὸς φίλου δὲν ἔσφιξε ποτέ τους
τὸ χέρι τους
ζεστὸ
σὰν τὸ πουλὶ
χωρὶς νὰ θέλει σκόντα
προμήθειες
ἡ κάποια ἀναβολὴ
στὴ πλερωμή.
Φοβοῦνται τὴν ἐλπίδα
φοβοῦνται Ῥόμπσον νὰ ἐλπίσουν
φοβοῦνται καναρίνι
πού ῾χεις φτερὰ ἀητοὺ
φοβοῦνται τὰ τραγούδια μας
μὴ τοὺς τσακίσουν.
Ὀχτώβρης 1949
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου